Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

Χοροεσπερίδα

χοροεσπερίδα: η επίσημα οργανωμένη συγκέντρωση ατόμων με διεξαγωγή χορού (soirée dansante).

Απόσπασμα από το μη δημοσιευμένο μυθιστόρημα "Αγαπητέ μου κύριε Ψ":

...Οι εικόνες του Παλιού τού έρχονται στο νου, κυρίως το βράδυ, όταν ξαπλώνουν. Αφού χαϊδολογήσει την Εβίτα του, αφού ανταλλάξουν τα χίλια «σ’ αγαπώ», εκείνη αποκοιμιέται αμέριμνη και αγγελική. Τότε δραπετεύει στα βουνά, φτάνει στα λημέρια της νιότης του, στα δρομάκια με τις βραδινές μυρωδιές των μαγεριών. 
Ακούει τις ψιθυριστές κουβέντες των κουρασμένων αγροτών, μερικοί απ’ αυτούς εκτελούσαν τις ανορθόγραφες συνταγές του γιατρού τους. Καμιά φορά ακούγονταν μουσικές, άτακτες αποσπασματικές μελωδίες έρχονταν από άγνωστα, αόρατα λαρύγγια, μέσα από δροσερές και σκοτεινές κάμαρες. Με τις αναπολήσεις αυτές, δίχως να νιώθει πώς, απ’ τους ψιθύρους περνάει στα τραγούδια, στις μελωδίες, και ξαφνικά, κολλάει ο νους του σε ένα όνομα χωρίς πρόσωπο, ανασυρμένο από το ντουλάπι τού παρελθόντος: Μελπομένη. Είναι βέβαιος ότι η συνέχεια των συνειρμών θα έχουν σχέση μ’ αυτό το όνομα.
Άλλοι πάλι ύψωναν τη φωνή γιατί στη ζωή δεν είναι πάντα δεδομένο πως ο απέναντι θα μας ακούσει. Θυμάται τη νοικοκυρά τους την Ευθαλία. 
Κλασσική γεροντοκόρη, με τα φιογκάκια στα κόκκινα μαλλιά και τα φουσκωτά φραμπαλλαδωτά φουστάνια, τα άσπρα πεδιλάκια που κακάριζαν όταν κατέβαινε τα καλντερίμια. Και όταν μιλούσε έλεγες πως τσίριζε.
Ζούσε με τον γέρο πατέρα της που ήταν τυφλός και που διέθετε μιαν ακοή όχι περισσότερο ανέπαφη, αν κρίνουμε από την ένταση της φωνής της όταν του μιλούσε. Η Ευθαλία τους νοίκιαζε τρείς κάμαρες με διάδρομο, σε ένα νεόδμητο ισόγειο οίκημα, που έχτισαν μετά τους σεισμούς του 55. Ο πατέρας της κι εκείνη κατοικούσαν το παλιό σπίτι στην ίδια αυλή. Ήταν ένα πέτρινο δίπατο που θα το έλεγες ετοιμόρροπο αν δεν παρατηρούσες τους χοντρούς στιβαρούς τοίχους του, με τα φουρούσια και τα μικρά ορθογώνια παράθυρα με σιδεριές και τα αρχοντικά μαρμάρινα υπέρθυρα. Είναι σίγουρος πως, αντίθετα από τους ενοίκους του, εκείνο θα το βρει αγέρωχο να αντιστέκεται στους χειμώνες και τους αέρηδες που δέρνουν ανελέητα το Παλιό.
Μια μικρή προστατευμένη αυλή χώριζε τα δυο σπίτια, πνιγμένη στις σφριγηλές ορτανσίες που έβγαζαν κάτι τεράστιους ανθούς σαν καρπούζια, σε ροζ και μπλε χρώμα.
Την αυλή αυτή την αποκαλούσαν «το λουτρό». Σε μια γωνιά ήταν στημένο το καζάνι πάνω στην τριγωνική πυροστιά, σε ένα καμίνι, όπου καίγανε, όταν χρειάζονταν, προσανάμματα και ξύλα απ’ την αποθήκη της Ευθαλίας..
Εκεί έπαιρναν το μπάνιο τους. Με τη σειρά, ο ένας έριχνε νερό στον άλλον, μέσα σε χωρατά, γέλια και πλάκες, εννιά νταγκλαράδες με τα σώβρακα και τις αγριοφωνάρες. Μια κουρελού ήταν στημένη με σκοινιά για να δίνει την αίσθηση μάλλον, παρά το αποτέλεσμα, μιας ιδιωτικότητας και απομόνωσης στο χώρο.
Ο γέρος και η κόρη του δεν ξέρει πού πλένονταν. Πάντως ούτε στο παλιό σπίτι υπήρχε εσωτερικό μπάνιο. Ο μοναδικός κοινός «καμπινές», ένα τετράγωνο μικρό κτίσμα σαν τις σκοπιές του στρατοπέδου, βρίσκονταν έξω, απ’ την άλλη πλευρά της αυλής, κάτω από τις μηλιές του κήπου. Όποιος τον χρησιμοποιούσε παραφύλαγε συγχρόνως να μην πλησιάσει κάποιος άλλος, έτσι είχαν συνηθίσει να σφυρίζουν ή να ψευτο-βήχουνε όταν κλείνονταν εκεί για την ανάγκη τους. Αλήθεια, αναρωτιέται, πώς τα κατάφερναν με τόσο κόσμο, τόσο συνωστισμό, να πετυχαίνουν μιαν ικανοποιητική αφόδευση; Η εμπειρία λέει πως για να γίνονται σωστά οι δουλειές αυτές χρειάζεται μια σχετική απομόνωση, μια αίσθηση ελευθερίας στη μοναχικότητα. Εκείνος πάντως χρησιμοποιούσε συχνά την τουαλέτα τού Αντώνη που του θύμιζε την άνεση της αστικής ζωής που είχε συνηθίσει.
Η καθαριότητα σ’ αυτούς τους χώρους υγιεινής ήταν πολύ σχετική καθώς μέσα σε τόσους άντρες, η μόνη που ασχολιόταν με το θέμα, ήταν η Ευθαλία.
Τώρα που το σκέφτεται, τον καιρό εκείνο η Ευθαλία ήταν δεν ήταν τριανταπέντε χρονών. Όμως η ρετσινιά της γεροντοκόρης, τα φιογκάκια και οι φραμπαλάδες την έκαναν σχεδόν γριά στα μάτια τους. Ήταν η μεγαλοκοπέλα στο ράφι, οι φαντάροι χαχάνιζαν μεταξύ τους διηγούμενοι φαντασιώσεις με χοντρά σεξουαλικά υπονοούμενα μαζί της.
Ένα απόγευμα στο «λουτρό» είχε μεγάλη κίνηση. Και οι επτά στρατιώτες είχαν αποφασίσει να πετάξουν από πάνω τους τη βρώμα, τις σκόνες των τσιμέντων και τον ιδρώτα πολλών ημερών στο λιοπύρι. Το βράδυ θα είχε χοροεσπερίδα στο «καφεζυθεστιατόριον η Καλλιθέα». Χοροπηδώντας και φωνάζοντας σαν μαθητούδια, έπαιζαν τσίτσιδοι με τα νερά και τις σαπουνάδες ξεσηκώνοντας τον τόπο με τις αγριοφωνάρες τους. Ο κακόμοιρος ο διοικητής που προσπαθούσε να πάρει ένα σύντομο υπνάκο μετά τις ουζοκατανύξεις του μεσημεριού στην πλατεία, ωρυόταν από το βάθος της σκοτεινής κάμαρας:
-Σκάστε βρε αθεόφοβοι! Ούτε μυξοπαρθένες να ήσασταν δεν θα τσιρίζατε έτσι. Και πού είστε, μην ξοδέψετε όλο το νερό, αλητήριοι! Εσείς θα τρέχετε πάλι στη βρύση με τα κανάτια…
Ο δόκιμος Χ.Ψ. περίμενε υπομονετικά τη σειρά του τυλιγμένος στην πετσέτα. Τότε, είδε να προεξέχει πίσω από μια πελώρια απομακρυσμένη ορτανσία ένα θαλασσί φιογκάκι και δίπλα, μια τούφα πυρόξανθα μαλλιά να σαλεύει αριστερά και δεξιά, ανάλογα με τις κινήσεις των λουόμενων. Η κουρελού που ανέμιζε σαν αυλαία, εμπόδιζε προφανώς την ικανοποιητική οπτική πρόσβαση. Κατάλαβε τι γινόταν και μια θλίψη τσίμπησε την καρδιά του. Θυμήθηκε τα λόγια τού Αντώνη, τού γιατρού, όταν του μιλούσε για τις πλάκες που κάνουν οι φαντάροι σε βάρος της Ευθαλίας: «… μονάχα η ψυχή τού μόνου ανθρώπου ξέρει τι σημαίνει μοναξιά. Είναι σκληρή κι ο καθένας κάνει ό, τι μπορεί για να την μαλακώσει. Αλλά γίνεται ακόμα σκληρότερη όταν οι άλλοι περιγελούν με ειρωνεία και κακία τη μοναξιά των μοναχικών…»
Έτσι, όταν ήρθε η σειρά του να λουστεί, τράβηξε δήθεν απρόσεκτα την κουρελού και πήρε το μπάνιο του με τον φυσικότερο τρόπο που μπορούσε. Σαπουνιζόταν και τριβόταν δήθεν αδιάφορα, ώσπου του ήρθαν γέλια σκεφτόμενος την ατάκα που θα έλεγε ο Αντώνης όταν θα του διηγιόταν το περιστατικό. Τον φαντάστηκε να λέει:
-Έστω, ένα οφθαλμόλουτρο! Χαλάλι της τής Εφθαλμίας!
Και άρχισε να σφυρίζει δυνατά για να μην προδοθεί απ’ τα γέλια.
Η χοροεσπερίδα υπήρξε ένας θρίαμβος για την «Καλλιθέα». Πάντα αναρωτιόταν γιατί ο χοντρο-Παντελής, ο ταβερνιάρης, έδωσε το όνομα αυτό στο μαγαζί του. Διότι, ενώ στο Παλιό έχει πολλά σημεία με μαγευτική θέα, απ’ την αυλή τής Καλλιθέας βλέπεις το πιο ταπεινό, το πιο άσχημο σημείο της περιοχής. Από την πλατεία του χωριού, ας πούμε, αγναντεύεις μακριά τη θάλασσα, τα νησάκια και τον ορίζοντα με τα «ονειρεμένα ηλιοβασιλέματα» (που θα έγραφε κι ο Μάνος Καλός).  Εδώ, απέναντι από την ταβέρνα του Παντελή είναι ο δρόμος, ασφαλτοστρωμένος πρόσφατα από την υπηρεσία τους, δυο πλατάνια, ένα μαντρί. Αυτά! Τώρα, δεν φαντάζεται να ένιωθε ο Παντελής από χιούμορ και να ονόμασε το καφενείο του  κατ’ ευφημισμόν…
Βέβαια η θέα καθόλου δεν αφορούσε τον γέρο πατέρα της Ευθαλίας που χαμογελούσε ευτυχισμένος απολαμβάνοντας την ορχήστρα. Τους βρήκαν στρογγυλοκαθισμένους στο πρώτο τραπέζι μπροστά στην εξέδρα με τα όργανα. Η Ευθαλία, φρεσκοβαμμένη και φροντισμένη με τσαχπινιά, με το καλό της φουστάνι, τα βραχιόλια και τα μπιχλιμπίδια της, τους καλησπέρισε πρόσχαρα. Φτάνοντας μπροστά της, η μυρωδιά του σαπουνιού που ανάδινε το σώμα της με την κίνηση θύμισε στον δόκιμο το σημερινό περιστατικό στο «λουτρό». Της χαμογέλασε και της ευχήθηκε καλή διασκέδαση. Το θέαμα τώρα, σκέφτηκε, θα είναι πιο έντεχνο απ’ το απογευματινό. Μόνον εκείνη όμως θα ξέρει ποιο απ’ τα δύο είναι περισσότερο …ψυχαγωγικό.  Στα γρήγορα τους χαιρέτησαν και τράβηξαν στο βάθος της αυλής, ο διοικητής ήταν κιόλας στην κορυφή του τραπεζιού που ήταν κρατημένο για κείνους.
Μέσα σε λίγη ώρα το πανηγύρι είχε ανάψει για τα καλά. Οι Παλιώτες ξέρουν να γλεντούν. Δεν χάνουν τις λίγες ευκαιρίες που έχουν για γλέντι και χορό. Κι ο Παντελής το ξέρει καλά αυτό και σαν καλός επαγγελματίας έχει τον τρόπο να το εκμεταλλεύεται. Οι γκαζόλαμπες κάνουν τη νύχτα μέρα, η ορχήστρα διαθέτει τραγουδίστρια με τολμηρό έξωμο, τα βιολιά και τα λαούτα δίνουν ρεσιτάλ. Τα ψητά καταναλώνονται αβλεπί, τα κρασιά και οι ρετσίνες κατεβαίνουν σαν νεράκι. Η καρδιά του χωριού χτυπάει απόψε εδώ στην Καλλιθέα. Και χτυπάει νευρικά και γρήγορα σαν εφηβική. Με ορμή, με κέφι, με λαγνεία.
Άργησε να τον εντοπίσει. Κρυμμένος σχεδόν πίσω από κάτι φυτά ο Αντώνης κάθεται μόνος του. Τον πλησίασε και κάθισε δίχως να μιλήσει στην αδειανή καρέκλα απέναντί του.
-Δεν θα ’ρχόμουν, του λέει χαμογελαστά, όπως ξέρεις αποφεύγω τέτοιες εκδηλώσεις.
-Σήμερα γιατί ήρθες; ρωτάει ανυπόμονος.
Αντί για απάντηση, ο Αντώνης κάνει νόημα στον Παντελή που τριγυρνούσε σα χαμένος ανάμεσα σε τόσο κόσμο. Ιδρωμένος και ξέπνοος απ’ το τρέξιμο παίρνει βιαστικά την παραγγελία.
-Κερνάω! αναγγέλλει πανηγυρικά ο γιατρός.
Στην ταβέρνα, έχει πέσει λίγο ο πυρετός του κεφιού, οι χορευταράδες κάθισαν να ξεδιψάσουν. Από την εξέδρα ακούγεται τώρα κάπως παράφωνο το «…θα ξανάρθεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθεις…»
-Πήρα γράμμα! λέει με ενθουσιασμό στον Χ.Ψ.
Πριν ρωτήσει τον προλαβαίνει:
-Όχι της Μιράντας! Ανώνυμο. Μάλλον ξέρω από ποιόν είναι, αλλά δεν έχει σημασία. Όμως, χάρηκα. Χάρηκα πολύ. Που έμαθα πως είναι καλά οι δυο τους, έστω μακριά μου, έστω χωρίς εμένα. Η Ελπίδα μου μεγαλώνει, μιλάει πια, τραγουδάει, λέει και κοιτάζει προς την ορχήστρα, δακρυσμένος.
Σε λίγο, μόλις τέλειωσε το τραγούδι, βγάζει το χαρτί από την τσέπη τού πουκάμισου, ξεκρεμάει  τη λάμπα από ένα καρφί δίπλα του και την πλησιάζει προς το μέρος του δόκιμου. Εκείνος δίχως να πει λέξη, διαβάζει το ανυπόγραφο δακτυλογραφημένο γράμμα.
Αγαπητέ Αντώνη,
Σου γράφω γιατί σε εκτιμώ και επειδή θεωρώ άδικο να μην έχεις νέα της μικρής Ελπίδας και της μάνας της. Μάθε λοιπόν πως είναι καλά στην υγεία τους. Η Μιράντα εργάζεται και έτσι δεν λείπει τίποτα από την μικρή που άρχισε να μιλάει και μάλιστα να τραγουδάει το «μικρό τρενάκι». Δεν ξέρω αν η Μιράντα θα θελήσει ποτέ να συναντηθείτε, προς το παρόν είναι ανένδοτη. Σε παρακαλώ λοιπόν να σκίσεις αυτό μήνυμα μόλις το διαβάσεις. Να είσαι καλά!
O X.Ψ. ακούμπησε τους αγώνες στο τραπέζι και κοίταξε τον Αντώνη στα μάτια. Είχε ένα βλέμμα θολό που ήθελε να δείχνει χαρούμενο. Όμως δεν τον έπειθε. Αντί να χαρεί με τη χαρά του γιατρού, μελαγχόλησε. Το γράμμα τού φάνηκε πιο σκληρό από την πραγματικότητα. Δεν ήξερε τι να πει, η φωνή της τραγουδίστριας με το ξώπλατο τον εκνεύριζε. Κι έτσι, για να ελαφρώσει λιγάκι την ατμόσφαιρα, σκέφτηκε να αλλάξει θέμα και να του μιλήσει για το απογευματινό οφθαλμόλουτρο της νοικοκυράς τους. Άρχισε λοιπόν με έναν πρόλογο, δείχνοντας με τα μάτια την Ευθαλία που είχε έρθει στο κέφι και τραγουδούσε χορεύοντας καθιστή. Το βλέμμα της δεν ξεκολλούσε από το τραπέζι των φαντάρων ενώ ακολουθούσε τον ρυθμό του τραγουδιού χτυπώντας τα δάχτυλα με σκέρτσο.
-Τι δράμα κι αυτό, λέει με νόημα και πονηρό χαμόγελο, να ζεις μια ζωή στερημένη απ’ τις γλύκες του κρεβατιού, να κοιμάσαι μόνιμα με μοναδική παρηγοριά τα δάχτυλα…
Αμέσως κατάλαβε τη χυδαία γκάφα του. Αισθάνθηκε ανόητος που δεν σκέφτηκε πως κι ο γιατρός  ζούσε μόνος, εδώ και κάποια χρόνια. Κι από ότι φαίνεται, η μοναξιά του δεν θα είναι παροδική, καθώς είναι τόσο προσκολλημένος στην ανάμνηση της ζωής του με τη Μιράντα. Όμως ο Αντώνης, ψύχραιμος, κατάφερε να κρατηθεί έξω από την παγίδα και να μην μπλέξει τα προσωπικά του με τα λόγια που άκουσε. Με ένα έξυπνο γύρισμα τον κεραύνωσε:
-Σε τρομάζει η μοναξιά;  ρωτάει.
Ο Ψ. δεν βρήκε τι να απαντήσει. Ένιωσε γελοίος. Σήκωσε το ποτήρι:
-Στην υγειά σου! μεγάλε Αντώνη!
Έτσι ο γιατρός δεν έμαθε ποτέ την ιστορία με το «λουτρό» και τα φιογκάκια πίσω από τις ορτανσίες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου