Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Ημέρα ποίησης 2024, Ιανός


Ανάγνωση ποιήματος   
του Ορέστη Αλεξάκη 
από την συλλογή "Ο ληξίαρχος" 1989

Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν

Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια

μέσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο

Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινες τους φλέβες να φουσκώνουν

μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου

Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους

Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκκαλά τους απ’ το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Ομιλία στην Βορειοελλαδική Ψυχαναλυτική Εταιρεία

 

 

Η επίδραση της κρίσης του κορονοϊού στην ψυχαναλυτική σκέψη και πρακτική.

 


Καλά τα είχα φτιάξει όλα. 

Είχα τεκμηριώσει την απαισιοδοξία μου, 

Είχα αφοσιωθεί στο επάγγελμά μου,

έγγραφα σουρεαλιστικά ποιήματα 

κι οι φίλοι μου ήσαν τα υποκατάστατα της μοναξιάς. 

Τι ωραίες συζητήσεις! 

Μ’ αγαπούσαν και τους αγαπούσα. 

Και τώρα πώς ξεφύτρωσες εσύ, 

βάζοντας τόση ψυχή και εμπιστοσύνη στο φιλί σου, 

δίνοντας μια κλωτσιά στα κατεστημένα, 

πού πάν’ περίπατο 

τα περί ανέφικτου και τα λοιπά και τα λοιπά 

που πέρσι πίστευα.

 

Καλημέρα σας. 

Θέλησα να αρχίσω με αυτό το ερωτικό ποίημα του Αντρέα Αγγελάκη που θυμάμαι από τα πολύ νεανικά μου χρόνια. Μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που η ζωή φέρνει εκπλήξεις και ανατροπές.

Και μη μου πείτε πως η ιστορία του κορονοϊού δεν ήταν έκπληξη και ανατροπή στην καθημερινότητα, στη δουλειά μας και στη ζωή μας.

 

Καλά τα είχα φτιάξει όλα.

Στο ψυχαναλυτικό γραφείο βασίλευε δημιουργική ρουτίνα, το πλαίσιο στιβαρό, προστατευτικό, απόλυτο. Ο χώρος μονωμένος από οποιαδήποτε εξωτερική εισβολή εκτός ίσως από κάτι γραφικές κραυγές του παλιατζή που περνάει συχνά στην Παύλου Μελά. 

Επίσης καμιά φορά κάποιες ηχητικές ενοχλήσεις που παραμονεύουν από κάποιο διπλανό διαμέρισμα.

Τόσο αποπροσανατολιστική και αμήχανη για τον αναλυτή ήταν η παρέμβαση της εξωτερικής πραγματικότητας  στη συνεδρία, που αποτέλεσε έμπνευση για ένα κείμενο που είναι δημοσιευμένο στο πρώτο μου βιβλίο, Διηγήματα Ψ, 2012.

Το βρήκα και σας διαβάζω το μικρό απόσπασμα.

Είναι στη συνεδρία μιας καταθλιπτικής αναλυόμενης, τής Ρένας.

 

Τότε έγινε η καταστροφή. Από το διπλανό διαμέρισμα ακούγεται ο ήχος της τηλεόρασης σε τέτοια ένταση, που στις συνθήκες που επικρατούν στην συνεδρία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εκκωφαντική. Ο ψυχαναλυτής σταματάει να γράφει, ανακάθεται στην πολυθρόνα του, πίσω από το ντιβάνι, αναρωτιέται πως να σταματήσει το κακό, υπόσχεται στον εαυτό του μετακόμιση το συντομότερο. 

Προς το παρόν ανησυχεί για τη συνέχεια. Θα ήθελε να έσπαγε τη σιωπή της η Ρένα, αλλά όχι έτσι αναγκασμένη από εξωτερικά ερεθίσματα. Περνούν λίγα λεπτά ακούγοντας τις δακρύβρεχτες ατάκες της τηλεοπτικής σειράς, που γεμίζουν την ψυχαναλυτική ατμόσφαιρα με γελοίες σαπουνάδες. 

Αναστενάζει βαθιά, αλλά κρατάει την εκπνοή του δεν πρέπει να το αντιληφθεί η Ρένα. Ύστερα από λίγο, την ακούει έκπληκτος: 

«Για όνομα του θεού, τόσα λεφτά βγάζετε, δεν μπορείτε να βάλετε μια ηχομόνωση στο καταραμένο γραφείο σας; Αν είχα τη δύναμη, θα σηκωνόμουν αυτή τη στιγμή να βροντήξω την πόρτα και να φύγω. Να εξαφανιστώ για πάντα! Κι από το γραφείο κι από εσάς κι από όλους. Κανείς δε με λυπάται! Ούτε εσείς! 

Είναι έτοιμη να κλάψει, προς στιγμήν το είχαν ελπίσει και οι δύο, κι εκείνη κι ο ψυχαναλυτής, αλλά μπα! Την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε, ξαναγύρισε στην σιωπή της. 

Έτσι, παρακολούθησαν αμίλητοι σχεδόν ολόκληρο το επεισόδιο των «Μυστικών της Εδέμ». 

Εκτός από τις τρεις προτάσεις θυμού της Ρένας, στο γραφείο δεν ακούστηκε απολύτως τίποτε άλλο προερχόμενο από το εσωτερικό του.

 

Αν αναφέρομαι σε αυτές τις εξωτερικές παρεμβάσεις τής πραγματικότητας στην συνεδρία είναι πρώτον για να φανεί η τεράστια διαφορά με την παρέμβαση που άσκησε ο κορονοϊός και τα παρελκόμενά του και δεύτερον γιατί η ψυχανάλυση καλείται να μην τις αγνοήσει. Καλείται να προσαρμοστείνα χρησιμοποιήσει και να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις, να εργαλειοποιήσει αυτές τις παρεμβάσεις στην εξέλιξη της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.

 

Κι ερχόμαστε στην πανδημία.

Πρώτο θύμα του κορονοϊού που θυμάμαι: η χειραψία.

Η ψυχανάλυση είναι θεραπεία διά του λόγου. Αλλά, είτε το θέλουμε είτε όχι οι μη προφορικές εκφράσεις, οι κινήσεις, γίνονται αντιληπτές από τους αναλυόμενους και η χειραψία αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας από αυτούς.

Η χειραψία στην αρχή και στο τέλος της συνεδρίας είναι σωματική εμπλοκή του αναλυτή. Και είναι θέμα κουλτούρας, κοινωνικών συμβάσεων. Στην Αγγλία νομίζω πως δεν είναι συνηθισμένη τακτική ενώ στην Αργεντινή δεν είναι καν σοκαριστικό ένα φιλί ανάμεσα σε αναλυτή και αναλυόμενο. Ο Φρόιντ συνιστούσε στους αναλυτές να χρησιμοποιούν την αφή και το άγγιγμα, αλλά υπογράμμιζε και τους κινδύνους που μπορεί να εμπεριέχει αυτή η τακτική.

Για μένα η χειραψία συνόδευε το καλημέρα και το αντίο. Για κάποιον άλλον αναλυτή θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, όπως ας πούμε το άνοιγμα και το κλείσιμο της πόρτας. Το ζητούμενο είναι πώς μπορείς να είσαι θερμός χωρίς να είσαι σαγηνευτικός, σοβαρός χωρίς να είσαι παγερός.

 

Και έφτασε ο καιρός του επόμενου στίχου τού ποιήματος: 

«και τώρα, πώς ξεφύτρωσες εσύ, δίνοντας μια κλωτσιά στα κατεστημένα…».

Είχε αρχίσει να κυκλοφορεί ευρέως η έκφραση της «κοινωνικής αποστασιοποίησης» και η, αδιανόητη ως τότε, συμβουλή να αποφεύγονται σωματικές επαφές, αγκαλιές φιλιά και λοιπά.

Έγραψα λοιπόν το παρακάτω κείμενο: 

Έχουν γραφτεί πολλά πράγματα για την χειραψία στην ψυχανάλυση. Πολλά υπέρ και πολλά κατά. Εδώ, από την πρώτη συνεδρία σ’ αυτό το χώρο, η χειραψία είχε σταθερά την θέση της, έδινε το στίγμα τής αρχής και του τέλους της συνάντησης. Έφτασε τώρα η ώρα να την διακόψουμε, για λόγους άσχετους με οποιαδήποτε ψυχοθεραπευτική τακτική. Καμιά ερμηνεία δεν χρειάζεται. Ας κρατήσουμε τους κανόνες που επιβάλλει η εξωτερική πραγματικότητα. Ευχαριστώ!

Υπέγραψα αυτό το μικρό κείμενο και το άφησα στο τραπεζάκι τής αίθουσας αναμονής. 

Δεν το περίμενα αλλά είχα μερικές μεγάλες εκπλήξεις.

 

Άκουσα πολλά από κάποιους. Η μια είπε πως «ποτέ πια δεν θα μου δώσει το χέρι της για κανένα λόγο», ο άλλος πως «δεν το περίμενε από μένα να αφαιρέσω την ελάχιστη αυτή σωματική επαφή», «σας παρέσυραν και σας στον φόβο, κύριε ψυχαναλυτά μου», μια άλλη «πως η απογοήτευση που της προκάλεσα είναι μεγάλη και πως δεν ξέρει αν θα μπορέσει να το ξεπεράσει».

Ειρήσθω εν παρόδω, αυτή ήταν και η τελευταία συνεδρία της συγκεκριμένης κυρίας. Διέκοψε έτσι ξαφνικά, δίχως αποχαιρετισμούς, έστω δίχως χειραψία.

 

Αυτή η εξέλιξη πάντως μου στάθηκε χρήσιμη για την συνέχεια, και για την μετά-Κόβιντ εποχή, τροφοδότησε τις συνειρμικές σκέψεις μου για όλες τις επόμενες χειραψίες. Έκτοτε ποτέ πια δεν θα σφίξω χέρι τόσο αθώα, δίχως δεύτερη σκέψη.

 

Υπήρξαν λοιπόν αρνητικές επιδράσεις στην διακοπή αυτής της συμβολικής κίνησης και συνήθειας. Και πού να ξέραμε όλοι μας τι θα ακολουθούσε! 

Διότι λίγες μέρες αργότερα επιβλήθηκε ο εγκλεισμός, ο επικαλούμενος «λοκ down».

 

Όταν έγραφα αυτό το κείμενο που σας παρουσιάζω σήμερα σκεφτόμουν πως δεν θα ακούσετε πράγματα που δεν έχετε γνωρίσει η σκεφτεί. Και για να πω την αλήθεια δέχτηκα την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτό τον κύκλο ομιλιών, με κίνητρο υστερόβουλο.

Ευχαριστώ την οργανωτική επιτροπή που με προσκάλεσε διότι ήταν η ευκαιρία να καταγράψω τις σκέψεις μου πάνω σε αυτό που ζήσαμε τον καιρό της πανδημίας και των απαγορεύσεων, και κυρίως να ακούσω δικές σας εμπειρίες και παρατηρήσεις που θα τροφοδοτήσουν την σκέψη μας για τη συνέχεια.

 

Με την απαγόρευση κυκλοφορίας μπήκε αμείλικτο το ερώτημα πώς θα συνεχιστεί τώρα η ψυχαναλυτική εργασία;

Εντάξει. Απαγορεύεται η μετακίνηση, άρα η πόρτα του γραφείου παραμένει κλειδωμένη. Και έρχεται τότε το δεύτερο μεγάλο θύμα της κατάστασης, το ψυχαναλυτικό πλαίσιο στο σύνολό του. Καλούμαστε να κάνουμε, σε εξαιρετικά δύσκολες και πρωτοεμφανιζόμενες συνθήκες, αυτό που κάναμε ως τότε, να είμαστε, εμείς οι αναλυτές, εγγυητές του.

 

Εγγύηση του ψυχοθεραπευτικού πλαισίου σημαίνει εγγύηση της ανάπτυξης του λόγου μέσα στην μεταβιβαστική σχέση στον συγκεκριμένο ψυχαναλυτικό χώρο. Η μεταβιβαστική σχέση δεν αναπτύσσεται μόνο με λόγια. Είναι επίσης αποτέλεσμα επίδρασης της φυσικής παρουσίας του αναλυτή και αναλυόμενου μέσα στον χώρο. Αυτή η παρουσία περιλαμβάνει τη φωνή και τις αποχρώσεις της που προδίδουν το συναίσθημα, την αίσθηση μέσω της χειραψίας, τη διάταξη των σωμάτων στο χώρο, το βλέμμα αλλά και την πληρωμή. Περιλαμβάνει την ουσιαστικότητα του χρήματος στο τέλος κάθε συνεδρίας και τον συμβολισμό του στο πλαίσιο μιας θεραπείας.

 

Βρισκόμαστε λοιπόν, Μάρτιο του 2020, στον πρώτο εγκλεισμό. Μια ολόκληρη χώρα, αν όχι ολόκληρος ο πλανήτης, αναγκάζεται να κλειστεί στα σπίτια.

Περισσότερο από ποτέ η έννοια των συνόρων βγαίνει στην επιφάνεια, ο καθένας στη χώρα του, στην πόλη του, στο σπίτι του, πολύ γρήγορα δημιουργήθηκαν ένα «μέσα» και ένα «έξω». Ήμασταν στην αρχή αυτής της πανδημικής κρίσης, αφημένοι στη μοίρα μας, στο σώμα μας, χωρίς καμία ορατότητα. Η χώρα σταματά. Τότε είναι που τίθεται το ερώτημα για εμάς, τους ψυχαναλυτές: πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια των θεραπειών μας;

Αυτός ο πρώτος (αυστηρός) εγκλεισμός διήρκεσε τελικά πολύ λίγο, αλλά δεν ξέραμε τότε πόσο καιρό θα διαρκούσε. Πάντως σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα έγινε επανάσταση στην ψυχανάλυση. 

Ναι, να συνεχίσουμε την άσκηση της δουλειάς μας, αλλά πώς; 

Η ψυχανάλυση, οι ψυχαναλυτές δοκιμάστηκαν από τον Covid 19. 

 

Οι συνεδρίες μέσω τηλεφώνου ή βίντεο δεν ήταν κάτι νέο, αυτό το έκαναν ήδη κάποιοι, το Skype υπάρχει από το 2003, αλλά μου φαίνεται ότι αυτό γινόταν μάλλον περιστασιακά και πάνω από όλα δεν είχε καλή φήμη στην ψυχαναλυτική κοινότητα. Κατά την άποψη κάποιων μάλιστα θα έπρεπε να απαγορευθεί. Χωρίς να ξέρω πραγματικά γιατί, ήταν έτσι, ένα είδος νόμου, αρχής. 

Όσο με αφορά, θυμάμαι να υποστηρίζω την άποψη πως δεν μπορούμε να αυτοσχεδιάζουμε, πως δεν είχαμε καμία εκπαίδευση για θεραπεία από απόσταση. Το θεωρούσα κάτι δύσκολο έως και ανέφικτο.

Και έτσι, τον Μάρτιο του 2020, δεν αναρωτιόμασταν πλέον αν αυτό «ήταν καλό ή κακό». Ήταν αυτό ή τίποτα, οπότε έγινε μία πραγματική ανατροπή. 

Ήταν πια στο χέρι του καθενός να πάρει θέση. 

Η απάντηση για μένα ήταν να το τολμήσω. Ακόμα κι αν συνέχιζα να αμφισβητώ τι ακριβώς κάνουμε μπροστά σ’ αυτήν την εντελώς νέα πραγματικότητα. Αυτή που ζήσαμε τότε και που συνεχίζουμε να βιώνουμε. 

 

Πώς αυτό έχει επηρεάσει την ψυχανάλυση, τις αναλυτικές θεραπείες ή ακόμα και την ψυχαναλυτική εκπαίδευση; Ποιες είναι οι επιπτώσεις στην αλλαγή, αλλά κυρίως ποια είναι η ηθική μας θέση σχετικά με αυτό; 

Πώς εφευρίσκει ο καθένας μας τον τρόπο του με αυτά τα νέα τεχνικά και ψηφιακά εργαλεία; Τηλέφωνο, skype, ζουμ, whatsapp κ.λπ.

Τίθεται ένα ερώτημα: σε ποιο βαθμό η διάταξη του πλαισίου εγγυάται και διατηρεί τα αποτελέσματα μιας «θεραπείας δια του λόγου» και τα θεραπευτικά της αποτελέσματα; 

Και δεύτερο ερώτημα: Εάν η παρουσία στον πραγματικό χώρο είναι θεμελιώδης προϋπόθεση στη διατήρηση του αρραγούς πλαισίου, η απουσία, η αποϋλοποίηση, βάζει σε κίνδυνο τη συνέχεια της ανάλυσης; 

Η απόλυτη απάντηση είναι αδύνατη κατά τη γνώμη μου. Τίποτα όμως δεν εμποδίζει τον θεραπευτή να καθιερώσει μια νέα συμπεριφορά, να δημιουργήσει ένα καινούργιο πλαίσιο.

Αυτό  όχι ως απάντηση σε κάποια εμμονή για συνέχιση των θεραπειών με κάθε τρόπο και με οποιοδήποτε κόστος, αλλά για να αναμετρηθούμε ενόψει της έκτακτης ανάγκης, και για να εκτιμήσουμε τις άκαιρες συνέπειες που θα επέφερε η διακοπή της θεραπείας. 

 

Σκεφτόμουν: δεν γίνεται, θα υπάρχει μια πιθανή επέκταση της δεοντολογίας, της ηθικής του κλινικού, που μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες θα ενσωματώνει την ευαισθησία του στην μεταβίβαση. Καθώς και την ικανότητά του να ακούει και να κατανοεί τον αναλυόμενο, όπως και να αντιλαμβάνεται την αντιμεταβίβαση. 

Ποιος είναι ο κίνδυνος; Ο σημαντικότερος θα ήταν η απότομη και αμετάκλητη διακοπή της θεραπείας. Αλλά, στην περίπτωση που συνεχίζει, χωρίς να είναι μάντης, ο θεραπευτής θα μπορούσε να μαντέψει τον λανθάνοντα κίνδυνο που ελλοχεύει με την αλλαγή του πλαισίου, ειδικά όταν το σκάφος κουνιέται. Διότι το σκάφος του ασθενούς και του θεραπευτή μπορεί κάλλιστα να κλυδωνίζεται, το σημαντικό είναι να μην βυθίζεται.

 

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τότε σε μεγάλη γαλλική εφημερίδα διαβάζω την αντίδραση ενός αναλυόμενου όταν η αναλύτριά του τού ανακοίνωσε την αλλαγή του πλαισίου: 

«Ανάλυση μέσω τηλεφώνου! Η ψυχολόγος μου, τόσο αυστηρή με το πλαίσιο, τόσο συνεπής με τα κλασικά πρότυπα θεραπείας! Εκείνη την εποχή, με θύμωσε που με φοβόταν, που θεώρησε ότι αντιπροσώπευα μια πιθανή απειλή για κείνη, ότι θα μπορούσα να φέρω τον ιό στο γραφείο της. Μετά, με απογοήτευσε που φοβόταν για τον εαυτό της, όπως κάθε άλλος, ενώ εγώ την θεωρούσα άτρωτη και ατρόμητη. 

Και μετά κάθισα και το σκέφτηκα. Τελικά, με καθησύχασε η σκέψη ότι ήταν ευέλικτη, ότι ήταν σε θέση να προσαρμοστεί, ότι δεν με παράτησε, ότι δεν μου είπε έτσι απλά: «Αντίο και ευχαριστώ, επιστρέψτε όταν τελειώσει όλο αυτό με την πανδημία…»

 

Μπορούμε να πούμε ότι σε κανονικούς καιρούς, οι ηθικές ερωτήσεις που αντιμετωπίζουμε δεν διαφέρουν από τις ηθικές ερωτήσεις που κληθήκαμε να απαντήσουμε όταν αυτά τα νέα εργαλεία εμφανίστηκαν σε εμάς ως μια πιθανή διέξοδος από την πραγματικότητα του εγκλεισμού. Δηλαδή, τα ηθικά ερωτήματα ήταν πάντα τα ίδια: τι κάνουμε με την επιθυμία μας ως αναλυτές και τι κάνουμε με την άσκηση και τη μετάδοση της ψυχανάλυσης;

Πώς απαντήσαμε σε όλα αυτά σε περίοδο κρίσης; 

Το πρώτο που μου έρχεται είναι να πω ότι σε περιόδους κρίσης απαντάμε με τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας. Μετά τα προσαρμόζουμε, τα διορθώνουμε, και καθώς η πραγματικότητα μας επιτρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, καθόμαστε να σκεφτούμε, να δούμε τι κρατάμε, τι δεν κρατάμε, τι λειτουργεί, τι δεν λειτουργεί... Πώς κατευθυνόμαστε σε μια θεραπεία; Δεν είναι θέμα αυτοσχεδιασμού, προχειρότητας, πρέπει να ξέρουμε τι κάνουμε, να ξέρουμε, (τουλάχιστον να σκεφτόμαστε), τι μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας θεραπείας. Επομένως, το να ανταποκριθούμε στην κρίση χρησιμοποιώντας αυτά τα νέα εργαλεία, χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά πού μας οδηγεί αυτό, που είναι τουλάχιστον μια πειραματική απάντηση, πρέπει να το ρισκάρουμε; 

Αποφάσισα πως ναι. 

 

Η πρώτη ιδέα που μου ήρθε στο μυαλό τότε ήταν, μετά τον χαιρετισμό, να τοποθετήσω την κάμερα του υπολογιστή πάνω στο ντιβάνι ώστε ο αναλυόμενος να βλέπει αυτό που έβλεπε από το ντιβάνι όταν ήταν σε κανονικές συνθήκες συνεδρίας. Θεώρησα πως ήταν μια διέξοδος διατήρησης τουλάχιστον ενός μέρους του πλαισίου, του οπτικού πεδίου. 

Εγώ κράτησα την γνωστή μου θέση στην πολυθρόνα πίσω από το ντιβάνι. Πρέπει να πω πως αυτό λειτούργησε καλά, τουλάχιστον όσο με αφορά, καθώς ένιωθα με τις αισθήσεις μου αρκετά κοντά στις συνθήκες τής διά ζώσης συνεδρίας.

 

«Στον πόλεμο όπως στον πόλεμο» λένε οι Γάλλοι. Προσαρμοζόμαστε στην πραγματικότητα, εφευρίσκουμε νέους τρόπους, ο ελεύθερος συνειρμός βρίσκει το δρόμο του διαδικτυακά, ο αναλυτής ακούει, ο αναλυόμενος μιλάει.

 

Οι αναλυόμενοι στο skype μού μιλούν για τις εμπειρίες τού εγκλεισμού τους, τις σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας, με τους γείτονες. Ή για τη μοναξιά τους. Μιλούν πολύ επίσης για την σχέση τους με το σπίτι, με τον χώρο. Αστειεύονται με τις «εκδρομές» στο μπαλκόνι, ή τις «εξόδους» για σινεμά στο σαλόνι, τα καφεδάκια με φίλους στην κουζίνα μπροστά στην οθόνη του κινητού.

Μιλούν για τις μέρες που γεμίζουν με εργασίες τακτοποίησης και καθαριότητας που πάντα είχαν στο νου μα που πάντα ανέβαλαν, «ποτέ το σπίτι δεν ήταν τόσο καθαρό και τακτοποιημένο, όσο αυτό τον καιρό». Επιτέλους βρέθηκε χρόνος για ντουλάπες, πατάρια, αποθήκες. Για ξεκαθάρισμα. Βρέθηκε χρόνος για σκέψη, συχνά όχι χωρίς νοσταλγία και παράπονο.

Όλα αυτά έγιναν ωραίες αφορμές για πλούσιους συνειρμούς.

 

Ο αναλυτής, πίσω από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή ακούει τους αναλυόμενους. Ο χώρος του γραφείου μεταφέρεται ηλεκτρονικά στο καταφύγιό τους. Την λέξη αυτή, «καταφύγιο», την χρησιμοποιούν μερικοί όταν έρχονται στο γραφείο σε καιρό ειρήνης. Τώρα το καταφύγιο είναι το σπίτι. 

Όπως και να το κάνουμε όμως το θεραπευτικό πλαίσιο υποφέρει. Η φαντασία και η δυνατότητα συμβολοποίησης που διαθέτει ο καθένας μας επιστρατεύονται για να καλύψουν τα κενά, ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο θεραπευτικό «πλαίσιο εκστρατείας». 

Έστρεψα την κάμερα προς τον τοίχο απέναντι από το ντιβάνι και για έναν άλλο λόγο: ένιωθα πως εγώ έμπαινα στον ιδιωτικό χώρο του αναλυόμενου, με βίαιο τρόπο. 

Δεν υπάρχει λόγος να διεισδύω στην ιδιωτικότητά του. Ένιωθα σαν να έσπαγα με τη ματιά μου το προστατευτικό περίβλημα του χώρου του, αντί να αφήσω φαντασία και υποσυνείδητο να συμπορευτούν με τον λόγο του. 

Διότι σε αυτές τις συνθήκες, πέρα από τον ελεύθερο συνειρμό εμφανίστηκε και η ελεύθερη κίνηση του σώματος στη διάρκεια της συνεδρίας. Άλλος είναι ξαπλωμένος στο χαλί, άλλος κάθεται στο γραφείο, με φόρμα, με ή χωρίς παπούτσια, ακόμα και στην τουαλέτα έχει υπάρξει συνεδρία, καθώς μόνον εκεί μπορούσε να υπάρξει χώρος απομόνωσης. Κάποιες φορές εμφανίστηκαν τάσεις επιδειξιομανίας, κυρίως όσο αφορά τον περιβάλλοντα χώρο. 

Ένας αναλυόμενος νεαρής ηλικίας που σε κανονικές συνθήκες κάθεται στην πολυθρόνα απέναντι μου, εξοικειωμένος καθώς είναι με θέματα πληροφορικής, είχε την εξαιρετική ιδέα να θαμπώσει το πίσω πλάνο της οθόνης.

Αυτό ενίσχυσε την άποψή μου για το πόσο ενοχλητική μπορεί να είναι η διεισδυτική ματιά τού αναλυτή στο οικείο περιβάλλον τον αναλυόμενου. Αν και πολλές φορές είναι ακριβώς η χρυσή ευκαιρία για κάποιους να «δείξουν» κάτι στον αναλυτή τους. 

 

Γεγονός είναι ότι από την αρχή αυτής της πανδημίας, η πρακτική της ψυχανάλυσης έχει έρθει αντιμέτωπη με ορισμένες αλλαγές, με ορισμένες πρακτικές και ηθικές προσαρμογές, που δεν είναι πάντα προφανείς, καθώς έχουμε προχωρήσει σε νέα χωράφια. 

Τι χάσαμε, τι κερδίσαμε με αυτές τις νέες τεχνικές, συνεδρίες μέσω τηλεφώνου ή βίντεο; Για να μην μιλήσω για την  εκπαίδευση με ζουμ, εσείς εδώ ξέρετε καλύτερα, έγινε και σ’ αυτό, μια επανάσταση. Καλό ή κακό;  Όπως σε όλα, δεν είναι ποτέ όλα μαύρα ή άσπρα, γιατί αυτές οι νέες πρακτικές εισάγουν το καλό και το κακό, αλλά απ’ ότι φαίνεται το νέο ήθος ήρθε για να μείνει. Στη δουλειά μας όπως και γενικότερα στη ζωή, υπάρχει ένα πριν και ένα μετά την κρίση της πανδημίας. 

 

Βρισκόμαστε μπροστά σε δίλημμα, σε δύο πιθανές απαντήσεις: 

Η μία είναι πως διαβάζουμε αρνητικά αυτή την κατάσταση από την πλευρά του τραύματος, της καταστροφής, του θρήνου και της απελπισίας. Πως είναι το τέλος του κόσμου, αφού αλλάζουν όλα, ψηφιοποιήσαμε τον θεραπευτικό δεσμό και την εργασία της ψυχανάλυσης, καταργήσαμε το ντιβάνι, πως γίναμε κι εμείς υποκείμενα προϊόντων της τεχνολογίας.

Η άλλη απάντηση είναι να κρατήσουμε αυτό που μας συνέβη, να αρπάξουμε αυτό παρουσιάζεται τώρα μπροστά μας, ώστε, θεωρώντας το ευκαιρία, να το χρησιμοποιήσουμε καλύτερα. Για να το εφεύρουμε εκ νέου, διότι είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτό είναι πια μια πραγματικότητα.

 

Στη διάρκεια τής πανδημίας και πέρα από το λοκ ντάουν αντιμετωπίσαμε καταστάσεις που άφησαν το στίγμα τους για τη συνέχεια. Υπήρξαν ακυρώσεις συνεδριών για διάφορους λόγους: άλλος ήταν κρούσμα κόβιντ, άλλος στενή επαφή κρούσματος. Κάποιοι έφυγαν στην επαρχία για να νιώσουν ασφαλείς. Κάποιοι, από τον φόβο μετακίνησης με τα μέσα, προτιμούσαν να μην έρθουν στο γραφείο. 

Επίσης εμφανίστηκαν φαινόμενα όπου κάποιοι προσπαθούν να κάνουν συνεδρίες à la carte, δοκιμάζοντας τα όρια. Σε όλα αυτά καλούμαστε να αντιδράσουμε σε πραγματικό χρόνο.

Τηλεφωνεί κάποιος την ώρα της συνεδρίας λέγοντας:  

Μπορούμε να κάνουμε τη συνεδρία τηλεφωνικά; Ή μέσω skype;

Ο λόγος τού αιτήματος μπορεί να είναι από απλή βαρεμάρα ή κούραση, ως καθυστέρηση λόγω κίνησης στο δρόμο. Διάφορες αιτιολογίες, ίσως και  προσχήματα. Φυσικά ο νους πάει στην αντίσταση αλλά  τη στιγμή που έχεις τον αναλυόμενο στο τηλέφωνο με το αίτημά του, τι απαντάς;

Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, γιατί υπάρχουν πάντα ασθενείς που βγαίνουν θετικοί, αυτοί που καθυστερούν και ζητούν συνεδρία από απόσταση, γιατί, όπως είπαμε, έχουν κολλήσει στην κίνηση και θέλουν να κάνουν τη συνεδρία τους από το τηλέφωνο. 

Το δεχόμαστε αυτό;

Κάνουμε τη συνεδρία έτσι, χωρίς κουβέντα, από το τηλέφωνο; Αποδεχόμαστε το αίτημα και προχωρούμε σε τηλεφωνική συνεδρία ή αρνούμαστε και θεωρούμε ότι αυτή είναι μια χαμένη συνεδρία; 

Δεν είναι μια απλή ερώτηση. Τελικά ποιος αποφασίζει; ο αναλυόμενος; Ο αναλυτής; Ο κορωνιός ; 

Να ένα θέμα προς συζήτηση για την μετά-Κόβιντ εποχή.

 

Θέλω να σας μιλήσω για μία συγκινητική εμπειρία εκείνης της εποχής: 

Ανταποκρίθηκα σε μία πρωτοβουλία του Δήμου  να συμμετέχω εθελοντικά σε τηλεφωνική ψυχολογική υποστήριξη ατόμων που βρέθηκαν μόνοι τους στην περίοδο του εγκλεισμού.

Εννοείται πως δεν επρόκειτο για ψυχαναλυτικές συνεδρίες. Ήταν άλλωστε η έγνοια μου, να μην ανοίξουμε θέματα που θα έμεναν ανοικτά καθώς θα ήταν αδύνατο να κλείσουν σ’ αυτές τις συνθήκες. Αλλά δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Όλοι τους απέφυγαν συστηματικά να μιλήσουν για θέματα που θα έφερναν στη επιφάνεια ψυχικά τραύματα του παρελθόντος.

Τα άτομα που ήρθαν σε επαφή μαζί μου είχαν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: Πάνω από το 80% ήταν άντρες ηλικιωμένοι, που για διάφορους λόγους ήταν απομονωμένοι στο σπίτι τους. Σκεφτόμουν πως οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν θα σκέφτονταν να μιλήσουν σε ψυχολόγο.  Να όμως που ήρθαν έτσι τα πράγματα που όχι μόνο ζήτησαν να μου μιλήσουν αλλά η θετική συμπεριφορά τους με εξέπληξε.

 

Το πλαίσιο τέθηκε από την αρχή, απλό και συγκεκριμένο.  Θα ήμουν στη διάθεσή τους για 20 λεπτά, σε ορισμένες μέρες, κάθε φορά που εκείνοι θα ένιωθαν την ανάγκη να μιλήσουν.

Από μόνοι τους λοιπόν εξέλιξαν το αρχικό πλαίσιο. Έγινε κάτι σαν συνήθεια, ήξερα πως την τάδε μέρα και ώρα ακριβώς θα με καλούσε ο Α ή ο Β. Μόλις δε περνούσαν τα είκοσι λεπτά, άκουγα κάτι σαν «νομίζω πως πρέπει να κλείσουμε, δεν θέλω να καταχρώμαι τον χρόνο σας» ή κάτι αντίστοιχο.

Κατάλαβα πως και για εκείνους ήταν πολύ σημαντικό να γίνεται η δουλειά αυτή πλαισιωμένη, σαν μία ρουτίνα, σαν μία εκπομπή αγαπημένη που θα παρακολουθούσαν στο ραδιόφωνο.  Και ξέρω πως τα περίμεναν με αγωνία αυτά τα ραντεβού τα οποία στην ουσία από μόνοι τους είχαν καθορίσει.

Όταν καλυτέρεψαν λίγο τα πράγματα και μπορούσαν να βγαίνουν στο καφενείο ή στο ΚΑΠΗ συμφωνήσαμε πως μπορούμε να σταματήσουμε τα τηλεφωνικά ραντεβού. Σίγουρα ήταν κάτι συγκινητικό και για κείνους αλλά και για μένα.

 

Νομίζω πως δεν έχει νόημα να επεκταθώ στο περιεχόμενο των άτυπων εκείνων συνεδριών. Αν το νομίζετε θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε μετά. Αυτό που θέλω να πω εδώ είναι πως γενικά ναι,  το πλαίσιο στην ψυχοθεραπεία μπορεί να γίνει ευέλικτο και προσαρμόσιμο,  όταν είναι πολύ ιδιαίτερες οι συνθήκες σαν αυτές που ζήσαμε με  την πανδημία.

 

Στο παρακάτω περιστατικό θα αναφερθώ σε ένα μπουκέτο σκέψεων και συναισθημάτων που συνδέονται με την ψυχαναλυτική διαδικασία μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες της πανδημίας.

Είναι στον πρώτο καιρό, υπάρχει η απαγόρευση κυκλοφορίας, απαγόρευση συναθροίσεων, πάρτι σε σπίτια κλπ. Είναι μετά το Πάσχα, η κυρία Α έρχεται στο γραφείο, κάθεται στην πολυθρόνα απέναντι. Χωρίς μάσκα καθώς ακόμη οι μάσκες δεν είχαν γενικευτεί, μάλιστα αν θυμάμαι καλά δεν εύρισκες και εύκολα στα φαρμακεία.

Για την ψυχοθεραπεία με ή χωρίς μάσκα ίσως μιλήσουμε άλλη στιγμή. Διότι έχει το ενδιαφέρον του κι αυτό το θέμα. Όταν γενικεύτηκαν υποχρεωτικά, ζήσαμε σουρεαλιστικές καταστάσεις στις «θεραπείες δια του λόγου» με φίμωτρο… 

Τέλος πάντων.

Αρχίζει λοιπόν η κυρία Α να μου διηγείται πόσο ωραία πέρασε στις γιορτές στο εξοχικό της, με τους φίλους του έφηβου γιού της, «ποτά, φαγιά, χοροί, τρελά πάρτι, σας λέω».

Συγχρόνως φτερνίζεται κατά διαστήματα.

Εγώ αρχίζω να βράζω μέσα μου. Να το μπουκέτο που έλεγα, σκέψεις και συναισθήματα με κατακλύζουν, πολλά μαζί και πολυσύνθετα.

Προσπαθώ να τα βάλω σε τάξη.

-Η αρχή της ηδονής και η αρχή της πραγματικότητας. 

Κίνδυνος, περιορισμοί, ιοί, δεν υπάρχουν, η αρχή της ηδονής τα καταργεί. Τρελά πάρτι θέλει, θα τα έχει. Η πραγματικότητα ας περιμένει.

-Θετική και αρνητική μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση. 

Από καιρό ένιωθα επιθετικά συναισθήματα να καραδοκούν, ήρθε η στιγμή να εκφραστούν έστω και με την αδιαφορία για το αν δημιουργήσει πρόβλημα στον ηλικιωμένο ψυχαναλυτή της, που, κατά τους ειδικούς, ανήκει σε ευπαθή ομάδα.

Κι εγώ; Πώς την αντιμετωπίζω; Πώς να υπερασπιστώ την «καλοπροαίρετη ουδετερότητα» που οφείλω; Έχω θυμώσει. Και συγχρόνως ανησυχώ.

 

«Κάνατε τεστ;» τη ρωτάω;

«Καλέ όχι, λίγο κρυωμένη είμαι! Που λέτε…» και συνεχίζει τη διήγηση της ξέφρενης διασκέδασης με το χαρτομάντηλο στο χέρι.

-Ερωτική ενόρμηση και ενόρμηση θανάτου, έστησαν γλέντι στο εξοχικό της, σκέφτομαι. Όμως συγχρόνως προγραμματίζω άμεση επίσκεψη σε μικροβιολόγο για πι-σι-αρ, διότι μπορεί ο ιός να μεταδίδεται, η θανατική ενόρμηση, όχι. 

Πάντως  λίγες ώρες αργότερα μου τηλεφώνησε για να μου πει πως η ίδια, ο γιος της και οι φίλοι του διαγνώστηκαν θετικοί στον Κορωνιό. 

Την ευχαρίστησα για την ενημέρωση αν και από μέσα μου ήθελα να είμαι πιο αυστηρός.

Βλέπετε μιλάω για θάνατο, ε ναι, την εποχή εκείνη έτσι ήταν, τα σημαίνοντα: θάνατος, ασθένεια, διασωληνωμένοι στην εντατική, ήταν μόνιμα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. 

Και για να συμπληρώσω το θέμα της κυρίας Α, η γιαγιά του γιού της κόλλησε επίσης με δραματική συνέχεια.

Προφανώς το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια άλλη περίοδο στην θεραπεία της, άλλωστε σε λίγο καιρό επήλθε η τελική διακοπή. 

Και θα το ομολογήσω: ένιωσα ανακούφιση.

 

Όλοι οι άνθρωποι, των ψυχαναλυτών συμπεριλαμβανομένων, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, την ανασφάλεια, τον περιορισμό των ελευθεριών μας. Ζήσαμε μια περίοδο αναστολών, εντάσεων και φόβων. Υπήρχε στον αέρα μια αίσθηση «τέλους του κόσμου». Ο αναλυτής μπορεί να φοβόταν για τη ζωή του, όπως και για τη ζωή των συγγενών του και των ανθρώπων που έρχονται στο γραφείο του, κάτι που φυσικά δεν είναι χωρίς επίδραση στη θεραπεία. 

 

Διάβασα την  περίπτωση μιας έμπειρης ψυχαναλύτριας, ήδη κάποιας ηλικίας, η οποία κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του Μαρτίου 2020 συνέχισε τις συνεδρίες τηλεφωνικά και ζήτησε από τον αναλυόμενό της να έρθει και να γλιστρήσει τα χρήματα κάτω από την πόρτα του διαμερίσματός της. 

Αυτό ερμηνεύτηκε από τον αναλυόμενο ως εξής: 

Η αναλύτρια φοβόταν ότι θα μολυνθεί, ότι φοβόταν για τη ζωή της, αλλά δεν δίστασε να προτείνει στους αναλυόμενους να ρισκάρουν, καθώς έπρεπε εκείνοι να μετακινηθούν ως το σπίτι της. Με άλλα λόγια, η αναλύτρια ζήτησε να πληρωθεί χωρίς να ρισκάρει, προστατεύοντας το σώμα της και αποφεύγοντας οποιαδήποτε απώλεια. Δεν πρότεινε να πληρωθεί με επιταγή, ούτε με διαδικτυακή πληρωμή ούτε ακόμα να περιμένει το τέλος τής πανδημίας και την επιστροφή του αναλυόμενου στο γραφείο. Γεγονός είναι ότι ο αναλυόμενος δεν άντεξε αυτό που του επέβαλε η αναλύτριά του. Δεν άντεξε την σκηνή να έρχεται και να γονατίζει μπροστά στην πόρτα της, να «στήνεται στα τέσσερα» για να της γλιστρήσει τα λεφτά κάτω από την πόρτα. 

Αυτή του την φαντασίωση ακολούθησε ένα acting out, μια απότομη και μη αναστρέψιμη διακοπή της θεραπείας. 

 

Η ανάγνωση αυτού του περιστατικού μου μίλησε, καθώς και εγώ είχα ζητήσει από κάποιους να περάσουν από το γραφείο και να αφήσουν τα χρήματα στο γραμματοκιβώτιό μου. 

Η αλήθεια είναι πως προσπάθησα να το συνδέσω με ένα υποτιθέμενο νέο πλαίσιο, να το εντάξω. Για παράδειγμα τους πρότεινα να προγραμματίζουν έξοδο (sms με κωδικό 6, αν θυμάμαι καλά, για σωματική άσκηση), σε σύνδεση με τον χρόνο της συνεδρίας τους. Να το καθιερώσουν σαν ένα τελετουργικό σχετιζόμενο με την συνεδρία.

Κάποιες άλλες φορές, υποψιαζόμενος δυσμενή εξέλιξη και ενδεχομένως πιθανότητα αρνητικής ερμηνείας της προτροπής αυτής, πρότεινα άλλο υποτυπώδες τελετουργικό, κατάθεσης χρημάτων μέσω τραπεζικού λογαριασμού, επίσης σε συγκεκριμένο χρόνο αμέσως μετά την συνεδρία κλπ.

 

Αν αναφέρω αυτά τα κλινικά γεγονότα, είναι για να πω ότι οι φαντασιώσεις συνεχίζουν να δρουν, ότι η μεταβίβαση συνεχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της. Μόνο που οι φαντασιώσεις εμφανίζονται εκτοπισμένες ή ακριβέστερα μετατοπισμένες, με την έννοια ότι θα εμφανιστούν μακριά από το ντιβάνι, έξω από το γραφείο του ψυχαναλυτή. Παραμένουν όμως ριζικά συνδεδεμένες, αρθρωμένες με τη μεταβίβαση. 

 

Ένα είναι σίγουρο, αν υπάρχει αναλυτής και αναλυόμενος, ο χώρος της μεταβίβασης, διατηρείται, έστω συμβολικά, και σε αυτές τις νέες λεγόμενες εικονικές τακτικές. Χώρος μεταβίβασης, ουσιαστική παρουσία, επιθυμία αναλυτή, ηθική, αυτά είναι τα απαραίτητα στοιχεία για να ξεδιπλωθεί μια θεραπεία. 

 

Βέβαια, στις συνεδρίες από απόσταση παρατηρούμε κάποιες «ολισθήσεις» Ολισθήσεις λόγω της μετατόπισης της φανταστικής σκηνής, αφού η σκηνή δεν περιορίζεται πλέον στους τέσσερις τοίχους του γραφείου. 

 

Τυχαίνει λοιπόν να συναντιόμαστε για τη συνεδρία σε διαδρόμους, υπνοδωμάτια, τουαλέτες, χώρους στάθμευσης, στο δρόμο, στη φύση… οποιοδήποτε μέρος μπορεί να μεταμορφώνεται σε φανταστικό ντιβάνι. Και αυτή η μετεγκατάσταση παράγει αποτελέσματα. 

Είναι επιβλαβή για την ανάλυση; Δεν το πιστεύω, υπό την προϋπόθεση ότι παραμένουμε σε εγρήγορση για τους συχνότερους κινδύνους από την δράση, τόσο από την πλευρά του αναλυόμενου όσο και από τον αναλυτή. 

Εάν ο ίδιος ο αναλυτής χρειάζεται ένα πιο αυστηρό πλαίσιο για να κατευθύνει μια θεραπεία, είναι βέβαιο ότι αυτές οι νέες διατάξεις πρέπει ξεκάθαρα να αποφευχθούν, είναι σίγουρο πως ο αναλυτής οφείλει να αναλάβει δράση.

 

Τις περισσότερες φορές το σταθερό και αρραγές πλαίσιο της ανάλυσης είναι ανάγκη επίσης των αναλυόμενων. Το κατανοούν και το σέβονται. Όχι πάντα όμως. Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που χρειάστηκε να θυμίσω πως οι τηλεφωνικές ή οι διαδικτυακές συνεδρίες γίνονται σε σταθερό σημείο, σε συγκεκριμένο χώρο, πάντα τον ίδιο, με την μεγαλύτερη δυνατή μόνωση.

 

Γενικότερα θα έλεγα πως δεν βρίσκω εμπόδιο στο να γίνονται αποτελεσματικές θεραπείες μέσω βίντεο ή τηλεφώνου. Προφανώς κάθε φορά κατά περίπτωση, πάντα υπάρχει κάτι ζωντανό, πειραματικό, που μας καλεί να εφεύρουμε κάτι νέο. Καλούμαστε  να υποστηρίξουμε τη «μετεγκατάσταση» της συνεδρίας, να επενδύσουμε σε έναν άλλο χώρο, εικονικό αλλά ψυχικοποιημένο.

 

Χρησιμοποιώ την έκφραση «ψυχικοποιημένος χώρος», εννοώντας πως επενδύουμε συναισθηματικά τον χώρο, που παίρνει ψυχικά χαρακτηριστικά. Όπως το ασυνείδητο. Πρόκειται για την αντανάκλαση στο ασυνείδητο του ατόμου, την κινητοποίηση των ψυχικών μηχανισμών.

 

Στις τηλεφωνικές ή τις διαδικτυακές συνεδρίες ο ψυχικοποιημένος χώρος του ψυχαναλυτικού γραφείου μετεγκαθίσταται στο σπίτι ή αλλού. Χάνονται τα φυσικά σώματα αναλυτή και αναλυόμενου, και όσα συνδέονται με αυτά, μυρωδιές, θόρυβοι και οτιδήποτε συνδέεται με την άμεση  οπτική επαφή. 

Ή επίσης ο τονισμός της φωνής, πολύ ασταθής μερικές φορές μέσω βίντεο ή τηλεφώνου. Άλλη μάστιγα κι αυτή, η διακοπή, ή η κακή ποιότητα του σήματος!

Χάνουμε επίσης αυτό το άλλο αντικείμενο, που είναι πολύ παρόν στην αναλυτική συνθήκη: το πραγματικό ντιβάνι του ψυχαναλυτή. 

 

Τούτου λεχθέντος, θεωρώ πως κάθε νέο αίτημα ανάλυσης μέσω βίντεο, που γίνεται ας πούμε λόγω γεωγραφικής απόστασης, μπορούμε να το δεχθούμε και βλέπουμε στη συνέχεια αν αυτό είναι δυνατό ή όχι. Το αδύνατο γίνεται εμφανές πολύ γρήγορα, όπως και το δυνατό. Και αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον είναι ότι μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, εμφανίζεται η ανάγκη να συναντηθούμε πραγματικά, με την παρουσία των σωμάτων, στο γραφείο. 

Ο χώρος του ψυχαναλυτικού γραφείου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, το ντιβάνι και λοιπά, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς από την ψυχαναλυτική θεραπεία.

Στην περίοδο της πανδημίας υπήρξαν κάποια αιτήματα για αρχή ψυχανάλυσης στα οποία δεν μπόρεσα να απαντήσω θετικά διότι υπήρξε σθεναρή και αδιαπραγμάτευτη άρνηση να συναντιόμαστε από καιρού εις καιρόν στο γραφείο.

 

Κλείνοντας, θα πω ότι αυτή η υγειονομική κρίση ήταν ένα γερό ταρακούνημα. Μας παρέσυρε και μας  συν-κίνησε, ότι μας επέβαλε μια άλλη άποψη. Ας το δούμε σαν μια ευκαιρία. 

Υπάρχει μια νέα δυναμική σε αυτό που συμβαίνει, ακόμα κι αν το παρόν συνεχίζει να είναι λίγο αβέβαιο και το μέλλον είναι ακόμα αδιαφανές. Παρ' όλα αυτά βιώνουμε μια στιγμή ανοίγματος, ανοιχτωσιάς. Κι αυτό δεν συμβαίνει κάθε μέρα, αυτή η πραγματικότητα του να βαδίζουμε διορθώνοντας, επινοώντας, επιτρέποντας στον εαυτό μας να κάνει τα πράγματα λίγο διαφορετικά. Τα κότσια του ψυχαναλυτή, με άλλα λόγια, το θάρρος του, ( ο αναλυτής μου θα έλεγε «το θράσος του») είναι αυτό που του επιτρέπει να μην εγκαταλείψει την επιθυμία του να είναι αναλυτής. 

Πιστεύω ότι η καλή χρήση της τεχνολογίας είναι απολύτως εφικτή, με την προϋπόθεση να παραμείνουμε στη ροή της πραγματικότητας, του εφικτού, να παραμείνουμε σε κίνηση. Γιατί η αντίσταση συχνά συνδέεται με τον φόβο, με την καθήλωση, με το «πεπρωμένο». 

 

Και όπως είπε ο ποιητής που ξέρει να προτάσσει το ερωτικό απέναντι στο θανατερό:

πού πάν’ περίπατο 

τα περί ανέφικτου και τα λοιπά και τα λοιπά 

που πέρσι πίστευα…

 

Ίσως είμαι πολύ αισιόδοξος, εσείς θα μου πείτε, δεν ξέρω...

Σας ευχαριστώ

Γιάννης Βαϊτσαράς 

 

 

 





Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Το δαχτυλίδι της κυρίας Αλίξ


01/11/2019
Τρύφων Ζαχαριάδης
Το δαχτυλίδι της κυρίας Αλίξ…

Καλησπέρα σας.
Υπήρξαν εποχές που ζούσαμε χωρίς ίντερνετ, χωρίς υπολογιστές, χωρίς κινητά τηλέφωνα. Πριν μπει ο 21οςαιώνας. Τότε όσοι τύχαινε να είναι μακριά επικοινωνούσαν με ταχυδρομικές επιστολές, ή με πανάκριβες τηλεφωνικές κλήσεις με δύσκολο σήμα και με αμφίβολη ποιότητα ήχου. Οι κοντινοί, χτυπούσαν απλά το κουδούνι της πόρτας κι έμπαιναν. Υπήρξαν εποχές που ό, τι πολύτιμο είχε η οικογένεια, φυλασσόταν δίπλα στα στέφανα του γάμου στο εικονοστάσι. Εποχές που οι γιαγιάδες διηγούνταν τις ιστορίες του παρελθόντος στα εγγόνια, πλάθοντας πασχαλινά κουλουράκια στο τραπέζι της κουζίνας, ή ταΐζοντας τα εγγόνια με κεφτεδάκια. Και μιλούσαν!
Διηγούνταν ιστορίες για τον πόλεμο, την κατοχή, τον τρόμο, δύσκολα θέματα. Ήταν όμως διηγήσεις επενδυμένες με γλύκα, (έτσι κι αλλιώς ο χρόνος γλυκαίνει τις αναμνήσεις), εκμυστηρεύσεις για τα μικρά μυστικά της οικογένειας, για τις μικρές ιστορίες του σπιτιού, που τοποθετούνται όμως μέσα στην μεγάλη Ιστορία του κόσμου. Τα μικρά οικογενειακά γεγονότα βρίσκουν τη θέση τους ανάμεσα στα μεγάλα γεγονότα της κοινωνίας.



Σε τέτοιες εποχές μας μεταφέρει ο Τρύφων Ζαχαριάδης με την αρχή του βιβλίου του. 
Θυμάται ο Αντρέας τις διηγήσεις της γιαγιάς, των γονιών του, θυμάται και μας τα διηγείται με τη σειρά του. 
Η διήγηση τοποθετείται στα 199τόσο… Τόσο πρόσφατα, τόσο παλιά…

Προσπάθησα να φανταστώ την πλοκή του μυθιστορήματος στη σημερινή εποχή, είκοσι και βάλε χρόνια μετά.
Αν η Κίρκη ( του μυθιστορήματος, όχι η παρούσα κυρία Κεφαλέα) είχε κινητό τηλέφωνο, αν η διεύθυνση του Αντρέα βρισκόταν στο google maps, κι εκείνος είχε 4g, αν δεν χρειαζόταν να ταχυδρομήσει η Χαρίκλεια το γράμμα του Αντρέα παρά έστελνε ο ίδιος ένα sms στην αγαπημένη του, αν επίσης σε κάθε οικοδομή υπήρχε κι ένας ψυχοθεραπευτής διαθέσιμος να ακούει τα αδιέξοδα των ανθρώπων… 

Σε μια τέτοια υπόθεση, όλα ανατρέπονται, το μυθιστόρημα του Ζαχαριάδη θα έμενε  μετέωρο, ίσως και ατελείωτο, πάντως σίγουρα η ιστορία θα εξελισσόταν διαφορετικά. 
Θα μου πείτε είναι στη μόδα να μένουν ατελείωτα τα κείμενα και να χρησιμοποιούνται άλλα παρόμοια λογοτεχνικά τεχνάσματα, να αφήνεται στον αναγνώστη να φανταστεί ελεύθερα τη συνέχεια και το τέλος. 
Άλλωστε,  όπως φοβάμαι πως θα συμβεί σύντομα, το βιβλίο θα μπορούσε να ήταν e-book για τάμπλετ, κι εμείς δεν θα είχαμε τώρα μπροστά μας την χειροπιαστή ωραία έκδοση του Αρμού για να τη συζητήσουμε… 
Θα ανταλλάσσαμε ίσως μερικοί κάποια e-mails μεταξύ μας, θα γράφαμε σε γκρίκλις ολιγόλογα σχόλια και θα χάναμε τη μαγεία της ζωντανής παρουσίασης εδώ, στο ναό των έντυπων βιβλίων.
Εμένα δεν μου αρέσουν τα μοντέρνα κόλπα στη λογοτεχνία, όπου προβάλεις ό,τι θες και φαντάζεσαι ελεύθερα το τέλος. 
Γι’ αυτό μου άρεσε το βιβλίο του Τρύφωνα. Διότι έχει αρχή (με ίντριγκα που εξάπτει την φαντασία), πλούσια πλοκή (με ανατροπές), και ένα τέλος που εκπλήσσει και ικανοποιεί την αγωνία του αναγνώστη για την έκβαση της ιστορίας. 
Και επίσης η εποχή που διαδραματίζεται είναι νοσταλγική και αγαπημένη.

Βέβαια, οι αναμνήσεις των ηρώων πηγαίνουν πολύ πιο πίσω στο χρόνο, διασχίζουν ολόκληρο τον τελευταίο αιώνα. Και είναι, όπως είναι πάντα οι αναμνήσεις, πολύτιμες και υπερεκτιμημένες. Σαν τα πολύτιμα δαχτυλίδια, «αμυθήτου αξίας» που έλεγε και η γιαγιά του Αντρέα.

Αν και η ιστορία του δαχτυλιδιού «αμυθήτου αξίας» που περιγράφει ο Τρύφωνας είναι ενδιαφέρουσα, διεγερτική και καλογραμμένη,  δεν θα μιλήσω για αυτή. Σας αφήνω να έχετε την ευχαρίστηση να την ανακαλύψετε με την ανάγνωση. 
Η δική μου ερμηνεία είναι πως το δαχτυλίδι είναι το «μεταβατικό αντικείμενο» που λέμε στην ψυχολογία. Είναι ένα εύρημα του συγγραφέα για να πλέξει την ιστορία του χρησιμοποιώντας το μεταβατικό αντικείμενο, εδώ ένα κόσμημα. Και πέρα από τη αμύθητη οικονομική αξία, ξέρουμε την μεγάλη συμβολική αξία των κοσμημάτων. Των οικογενειακών κοσμημάτων. Κι επί πλέον δαχτυλίδι! Εξαίρετο σύμβολο δεσμού, σχέσης, δέσμευσης, υπόσχεσης!

Όταν χρησιμοποιούμε στην ψυχολογία την φράση «μεταβατικό αντικείμενο», εννοούμε τον όρο που εισήγαγε ο ψυχαναλυτής Ντόναλτ Γουίννικοτ για να προσδιορίσει ένα υλικό αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας για το βρέφος ή το μικρό παιδί, (ένα παιχνίδι ή μια κούκλα), που χρησιμοποιείται κυρίως σε στιγμές που νιώθει φόβο ή εγκατάλειψη από την μητέρα του (π.χ.  όταν το βρέφος πάει για ύπνο ή όταν πρέπει για λίγο να μείνει μόνο χωρίς την παρουσία της μητέρας). Αυτή η εμπειρία με το αντικείμενο βοηθάει το βρέφος να δημιουργήσει μια εσωτερική κατάσταση, στην οποία η σχέση με τον Άλλον (εν προκειμένω με την μητέρα) συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και αν ο Άλλος δεν είναι παρών.

Όλα τα παραπάνω ισχύουν στην περίπτωση του δαχτυλιδιού της κυρίας Αλίξ. Ακόμη κι όταν το δαχτυλίδι αλλάζει χέρια παραμένει ένα υλικό αντικείμενο εναντίον του φόβου της εγκατάλειψης, και βοηθάει στην δημιουργία εσωτερικής κατάστασης όπου η σχέση με τον άλλον συνεχίζει να υπάρχει ακόμα κι αν ο άλλος δεν είναι παρών.
Θα τα βρείτε όλα αυτά στο μυθιστόρημα.
Ο ευρηματικός Ζαχαριάδης που συνδυάζει την ψυχολογία με την λογοτεχνία πετυχαίνει το εξής: Ο αναγνώστης μπαίνει στο παιχνίδι, υιοθετεί το μεταβατικό αντικείμενο, ενδιαφέρεται για την προέλευσή του, ανησυχεί για την τύχη του, παρακολουθεί με αγωνία την πορεία του δαχτυλιδιού.  Είναι το μέσον για να κρατηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος του βιβλίου. Είναι το νήμα που θα συνδέσει τον αναγνώστη με το βιβλίο, και δεν θα το εγκαταλείψει αν δεν φτάσει στη λέξη «τέλος».
Δεν θα μιλήσω λοιπόν για την ιστορία του δαχτυλιδιού που αλλάζει δάχτυλα και χέρια, και διατρέχει έτσι το αφήγημα του Ζαχαριάδη. 

Θα εστιάσω στις σχέσεις που υποστηρίζει και αναδεικνύει η ύπαρξη τού δαχτυλιδιού, πότε ως δώρο ευγνωμοσύνης, πότε ως κλοπιμαίο, κυρίως ως κρυφό και πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, ως ελπίδα.
Επίσης σε συναισθήματα που ανίχνευσα ανάμεσα στους ήρωες του μυθιστορήματος. Σε οικογενειακά μυστικά, ιστορίες ανεξιχνίαστες, όπου το δαχτυλίδι κρατάει τον ρόλο της σύνδεσης των προσώπων και των γεγονότων.
Ξέρει ο Ζαχαριάδης από συναισθήματα, και ξέρει να τα περιγράφει, με λόγια και μερικές φορές με εικόνες σαν δαντέλες φτιαγμένες με λέξεις.

Ξεκινάει παρουσιάζοντας τον συμπαθή κεντρικό ήρωα, τον Αντρέα, που, βουτηγμένος σε καταθλιπτική διάθεση, ζει στο ημιυπόγειο της ζωής του, πονεμένος, απογοητευμένος, άρρωστος.
Μονολογεί: 
Τα σκατά της ζωής σμίξανε με την κατάντια μου. Λέω, λέω, αλλά θέλω να τα βγάλω έξω. Με παιδεύουνε. 

Ε ναι! Έλεγα πιο πριν πως αν, όπως σήμερα, υπήρχε ψυχοθεραπευτής σε κάθε πολυκατοικία  θα έβρισκε ίσως χώρο ο Αντρέας να βγάλει έξω τα σκατά της ζωής και την κατάντια του. Όμως ο Τρύφων Ζαχαριάδης  απέφυγε αριστοτεχνικά να κάνει έστω και μία νύξη για οτιδήποτε αφορά την άλλη την του ιδιότητα, του ψυχοθεραπευτή.
Για να στήσει την διήγηση της ιστορίας του, προτίμησε να αφήσει τον Αντρέα να λέει, να λέει, να λέει όσα τον παιδεύουν, σε μονόλογο, σαν σε ψυχοθεραπευτική συνεδρία, θα έλεγα εγώ. Έξυπνο τέχνασμα του Ζαχαριάδη για να κρυφτεί ο ψυχοθεραπευτής πίσω από τον μυθοπλάστη συγγραφέα! 

Κι ο αναγνώστης περιδιαβαίνει στις αναμνήσεις και τα παράπονα του Αντρέα. Θυμάται και ζει στο σώμα του τις αναμνήσεις! 
Τον έγδαρε μέσα του η ανάμνηση… γράφει ο συγγραφέας δίνοντας εικόνα της σύνδεσης σώματος και ψυχής. Άλλωστε δίχως να το πει ευθέως, παραπέμπει στην ψυχοσωματική εξήγηση των προβλημάτων υγείας του Αντρέα, καθώς και την ψυχοσωματική εξάλειψή τους, αφήνοντας να εννοηθεί πως και ο ίδιος ο ήρωας ψυχανεμίζεται μια τέτοια ερμηνεία. 
Γράφει:
Του ήρθαν στο σώμα και στην σκέψη όσα πέρασε με την Κίρκη.

Ο Αντρέας υποφέρει από χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια. Μέσα στον μονόλογό του, λέει:
Τώρα και μόνο που τα ανακατεύω, σφίγγουν όσα νιώθω και δεν μπορώ να ανασάνω.

Από μικρός υποφέρει με τις απώλειες, νιώθει πιο ευαίσθητος από τους άλλους ανθρώπους μπροστά σε αποχωρισμούς, θεωρεί πως αυτή του η ιδιαιτερότητα ευθύνεται για τα τωρινά του προβλήματα:
Πήρα τα υλικά της εγκατάλειψης κι έχτισα ολόκληρο μπουντρούμι για να φυλακιστώ μέσα.

Όσο όμως καταθλιπτική κι αν είναι η κατάσταση του Αντρέα, είναι δοσμένη από τον συγγραφέα με κάποιες διασκεδαστικές λεπτομέρειες. Όπως η περιγραφή της τρύπας όπου μένει, χωμένη στα θεμέλια μιας πολυκατοικίας, με το βλέμμα του να πλαγιάζει στα απλωμένα μικροσκοπικά κιλοτάκια της φοιτήτριας από τον πρώτο. Ή πάλι οι μυρωδιές φαγητών και τα άλλα ερεθιστικά μηνύματα του φωταγωγού:

Μικρές κραυγές τον επανέφεραν στα συμβάντα του φωταγωγού. Κράτησε την ανάσα του. Ο ενοχλητικός θόρυβος από την μπουκάλα οξυγόνου, με ένα μόνιμο ζζζ συνέχιζε να θυμίζει ότι μπορεί να αναπνέει. 
-Με πεθαίνεις, άκουσε μια αντιπαθητική αντρική φωνή. 
-Συνέχισε, συνέχισε, επανέλαβε  επιτακτικά η φωνή της γυναίκας. 
Πίεσε με τα χέρια του την πιτζάμα κάτω από την κοιλιά του..

Επίσης μια άλλη διασκεδαστική στιγμή είναι η περιγραφή του αστείου περιστατικού ενός τηλεφωνήματος: 
Μετά τον χωρισμό από την αγαπημένη του, το τηλέφωνο χτυπάει, δεν ακούει κανέναν, ο Αντρέας νομίζει πως είναι εκείνη που τον παράτησε, της λέει τρυφερότητες και λόγια αγάπης ώσπου ήρθε η προσγείωση: μαθαίνει αργότερα πως τηλεφωνούσε η κουφή, η θεόκουφη θεία Ιωάννα.

Μέσα από τον μονόλογο με τις αναμνήσεις του Αντρέα, διαγράφονται οι περίπλοκες σχέσεις των ατόμων μέσα στην οικογένεια. Λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων που εκφράζονται με λόγια, αλήθειες ή ψέματα, αποκαλύψεις για υποτιθέμενες συζυγικές απιστίες και απάτες «δεν βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο», λέει η μάνα. Σχέσεις βαθιές και σύνθετες, καμιά φορά με αμφιθυμίες και υπερβολές. Σχέσεις της γιαγιάς με τον παππού, της νύφης με την πεθερά, του πατέρα με τη μάνα του κλπ.
Όλοι οι συνδυασμοί δοσμένοι αβίαστα και διασκεδαστικά με το γνωστό αριστοτεχνικό ύφος του λόγου του Τρύφωνα Ζαχαριάδη.
Και το δαχτυλίδι, που περνάει από γενιά σε γενιά, μας θυμίζει πως πέρα από κοσμήματα κληρονομούμε και πολλά άυλα πράγματα. Που εκείνα δεν είναι  απαραίτητα θετικής αξίας, συμφέροντα και ζωοφόρα, αναπόφευκτες κληρονομιές που γεννιούνται μέσα στις οικογενειακές σχέσεις.

Άλλα πρόσωπα τού έργου, οι αντίζηλες ερωμένες, η Χαρίκλεια και η Κίρκη.  Η Χαρίκλεια, αν και φοράει βέρα γάμου, ονειρεύεται ένα δαχτυλίδι ερωτικής υπόσχεσης από τον Ανδρέα. Ίσως όχι το συγκεκριμένο  δαχτυλίδι αμυθήτου αξίας της κυρίας Αλίξ. 
Ίσως ένα άλλο δαχτυλίδι, δίχως υλική αξία, αλλά πραγματικής ψυχικής δέσμευσης. Είναι ένας έρωτας που έχει τις ρίζες του στα τρυφερά χρόνια, είναι όμως έρωτας μονόπλευρος, δίχως μέλλον, ένα δόσιμο δίχως πραγματική ανταπόκριση.  
Να σημειώσουμε εδώ μια σημαντική λεπτομέρεια, η Χαρίκλεια είναι εξαδέλφη του Αντρέα. Παιδικές και εφηβικές εμπειρίες, στη σκιά της οικογενειακής ανεπάρκειας, θα λέγαμε αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, εμπειρίες από εκείνες που σημαδεύουν ανεξίτηλα την ανθρώπινη ψυχή. Που από ηδονικές καταστάσεις μετατρέπονται σε ψυχικό τραύμα με δύσκολη έως αδύνατη επούλωση.
Από την άλλη πλευρά, το έρμο το δαχτυλίδι θα γίνει εργαλείο έκφρασης αρνητισμού, αντικείμενο για εκδίκηση από την Κίρκη. Συγχρόνως όμως θα γίνει ίσως το «υλικό αντικείμενο» που αντικαθιστά την παρουσία του άλλου, του Αντρέα,  έστω κι αν εκείνος είναι απών. Χρήση «μεταβατικού αντικειμένου» που λέγαμε νωρίτερα.

Ανάμεσα στις γραμμές του μυθιστορήματος αναγνωρίζουμε ένα αρνητικό συναίσθημα, θανατηφόρο θα λέγαμε στην ψυχανάλυση, την ζήλεια. Η Χαρίκλεια ζηλεύει την Κίρκη, η Κίρκη ζηλεύει τον Αντρέα.
Τι είναι αυτό το περίεργο συναίσθημα, η ζήλεια; Είναι κατά βάση μια διπλή αίσθηση, φόβου και θυμού. Αυτά τα δυο συνθέτουν τη ζήλεια. Ο φόβος της απώλειας, της έλλειψης. Πρόκειται στην ουσία για έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό, ή μάλλον στη ζωή. Και ο θυμός έρχεται να απαντήσει στον φόβο μπροστά στην ανασφάλεια.
Η ζήλεια παίρνει συχνά την μορφή του φθόνου. Να θέλω αυτό που έχει ο άλλος. Η Χαρίκλεια φθονεί την Κίρκη διότι νιώθει πως εκείνη έχει κατακτήσει την καρδιά του Αντρέα.
Η Κίρκη ζήλεψε τον Αντρέα διότι υποψιάστηκε πως την απατούσε. Και μέσα στην ανασφάλειά της τον εγκαταλείπει. Το δαχτυλίδι θα παίξει κι εδώ τον ρόλο του. Θα χρησιμοποιηθεί σαν μεταβατικό αντικείμενο, θα βρείτε τις περιγραφές στο βιβλίο. 

Όμως η δύναμη της αγάπης έρχεται να δράσει θεραπευτικά. Η ζήλεια θα υποκύψει, θα απελευθερώσει  την ψυχή. Το κλειδί για την απελευθέρωση από τη ζήλεια είναι η παραίτηση από την απόλυτη εξάρτηση. Το καταστρεπτικό συναίσθημα της ζήλειας θα απενεργοποιηθεί όταν μπουν τα πράγματα στην ψυχική ζυγαριά και φανεί η αξία των συναισθημάτων που γέρνουν προς την πλευρά της ζωής. 

Και σε τούτο το δεύτερο μυθιστόρημά του, ο Ζαχαριάδης έχει τον δικό του γλαφυρό τρόπο να μιλάει με ιστορίες για βασικές ψυχαναλυτικές έννοιες. 
Όπως για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που, δίχως να το κατονομάζει,  δείχνει πώς αυτό παίζει κεντρικό ρόλο στον φθόνο:
Γράφει η Κίρκη στον Αντρέα: 
Έκανα ό,τι μπορούσα για να γίνω το σαράκι της ζωής σου. Ένιωθα να θέλω να σε καταστρέψω. Βίωνα μία ατέλειωτη μανία  καταστροφική. Μετά από καιρό, κατάλαβα ότι το μίσος και ο θυμός μου σε άλλον απευθύνονταν.
Εννοούσε την πατέρα της. 
Πιο κάτω:
Χάρηκα που υπέφερες.  Μου είχε βγει οργή και ζήλεια, που δυστυχώς, τότε, δεν κατάφερα να μαζέψω. Ήθελα οπωσδήποτε να διαλυθείς μέσα σου, όπως διαλύθηκα κι εγώ.  Εκείνη την περίοδο ήσουν ίδιος ο πατέρας μου! 

Η οργή και η ζήλεια, τα θανατηφόρα συναισθήματα, εξαϋλώνονται, όταν η ενόρμηση ζωής, ή αλλιώς η ερωτική ενόρμηση, θα υπερισχύσει, θα έχει το πάνω χέρι απέναντι στην ενόρμηση θανάτου, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ.  Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας συγχρονίζει την απελευθέρωση με έναν θάνατο. Έξοχο!
Όταν καταφέρουμε να κάνουμε λόγια την αγάπη και την αφοσίωση  στο αγαπημένο πρόσωπο, ακόμα και με μια επιστολή όπως έκανε η Κίρκη, και όταν μπορέσουμε να πούμε στο αντικείμενο του έρωτα μας τον πόνο της ζήλειας και την επιζήμια παρουσία της, τότε υπάρχει ελπίδα απελευθέρωσης.

Κίρκη:
Βίωσα εκείνη τη μέρα που με πληροφόρησαν για το τέλος του, κάτι ανάμεσα σε πίκρα και οδύνη. Σιγά-σιγά ξεκίνησα τόσες συνομιλίες μαζί του και του έβγαλα όλα τα παράπονα και την αγάπη μου! Με μαγικό τρόπο τα βρήκαμε μέσα μου. Το περίεργο ήταν ότι με το δικό του θάνατο και τις «τακτοποιήσεις» μου άρχισα να σκέφτομαι έντονα εσένα. Φωτίστηκαν  λεπτομέρειες και γεγονότα από την δική μας σχέση.

Ως ψυχολόγος που είμαι δεν μπορώ να μην σκεφτώ πως πίσω από τις λέξεις αυτές κρύβεται η πεμπτουσία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Αν για την Κίρκη του μυθιστορήματος αυτή η στροφή έγινε με «μαγικό τρόπο» όπως γράφει, στην πραγματική ζωή θαύματα αυτού του τύπου είναι το ζητούμενο σε κάθε ψυχοθεραπευτική προσπάθεια.

Είπαμε όμως πως ο Ζαχαριάδης αποσιωπά τις ψυχοθεραπευτικές θεωρίες στο βιβλίο του. Προτιμάει να μας μιλάει για …δαχτυλίδια. Ανεπαίσθητα όμως η αμύθητη αξία του δαχτυλιδιού θα μετατοπιστεί στην αμύθητη αξία των πραγματικών συναισθημάτων, θα οδηγήσει στην περιπλάνηση μέσα στους δαιδάλους των σχέσεων, ως την διαλεύκανση του μύθου, ως την κάθαρση. 
Και τότε ο στόχος του δαχτυλιδιού της κυρίας Αλίξ θα έχει επιτευχθεί. Το δαχτυλίδι θα έχει αναδείξει την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, θα έχει μιλήσει για τα πάθη που ταλανίζουν κρυφά ή φανερά άτομα και οικογένειες, μπορεί πια στο τέλος του βιβλίου να πάρει δευτερεύοντα ρόλο, θα φτάσει μέχρι και να μεταλλαχθεί σε αντίγραφο μηδαμινής αξίας, ώσπου τελικά να αποσυρθεί από την κεντρική σκηνή.

Η διαδρομή του δαχτυλιδιού περνάει από πολλές ευφάνταστες περιπέτειες και θα λέγαμε πως πρόκειται για κείμενο με «αστυνομική πλοκή» και συναντήσεις με πολλά πρόσωπα. Σε κάθε σταθμό, σε κάθε νέο πρόσωπο, έχουμε εμβάθυνση στην προσωπικότητα, στην προσωπική ιστορία του καθένα, στις σχέσεις του, στα ψυχικά αδιέξοδα.   Και πάντα οικογενειακά μυστικά και εκπλήξεις: 
Της Ιταλίδας φίλης Νερίνα, του φροντιστικού και βοηθητικού Μάσσιμο (του εραστή με την απέραντη κατανόηση), της Στεφανία, τής ομοφυλόφιλης Φραντσέσκα, τού ταπεινωμένου, καταθλιπτικού ποιητή Δώρου (με το συμβολικό όνομα), όλοι συνοδοιπόροι και συνένοχοι στον περίπλοκο δρόμο του δαχτυλιδιού και της ζωής.

Αξίζει να σταθούμε ένα λεπτό στο δώρο του Δώρου. Ο ψυχοθεραπευτής-συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία  να μας προσκαλέσει να σκεφτούμε πάνω στο τεράστιο θέμα της κατάθλιψης και όσων κρύβονται πίσω της. Σε μία από τις περιπέτειες του δαχτυλιδιού συναντάμε τον αυτοκαταστροφικό Δώρο, που  συνδέει το σημερινό του αδιέξοδο με τις ματαιώσεις που έζησε στο οικογενειακό του περιβάλλον.
Διαβάζουμε: 
Οι ταπεινώσεις και οι απορρίψεις στη ζωή του ήταν σίγουρα περισσότερες από τις ελάχιστες ικανοποιητικές στιγμές. Η μάνα του, λίγο μετά τη γέννηση του, επειδή χώρισε με τον πατέρα του, τον άφησε στη γιαγιά να τον μεγαλώσει. Η γιαγιά έβριζε γιατί της τον φορτώσανε.

Αν και, όπως είπαμε, συναντάμε τον Δώρο σε μία από τις περιπέτειες του δαχτυλιδιού εκείνος δεν θα μάθει ποτέ τίποτα για την ύπαρξη του. Πίσω από τις γραμμές ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί την τεράστια έλλειψη συναισθηματικής υποστήριξης του καταθλιπτικού ανθρώπου, υπονοείται η σαθρότητα των «ναρκισσιστικών θεμελίων» που θα λέγαμε με ψυχαναλυτικούς όρους.
Το έλλειμα σύνδεσης με τους άλλους, το κενό που αφήνει το αίσθημα της εγκατάλειψης, της απόρριψης, στάθηκε εμπόδιο στην ρωμαλέα ψυχική δόμηση. Το κενό της ψυχικής ασυνέχειας με τις προηγούμενες γενιές μένει για πάντα ανοιχτό τραύμα, αγιάτρευτο.

Σκέψη του Δώρου:
Με κάτι τέτοια, λες «άντε και γαμήσου στη ζωή» και τελείωσε η ιστορία.

Η ιστορία με τον κεντρικό ήρωα, τον Αντρέα, θα συνεχιστεί. Διότι στη δική του περίπτωση η κατάθλιψη έχει άλλα ερείσματα και άλλη εξέλιξη, ευτυχώς για κείνον. 
Το δαχτυλίδι θα παρακάμψει το δυσάρεστο περιστατικό του Δώρου και θα έχουμε κι άλλες περιπέτειες κι άλλες ψυχολογικές περιγραφές, σας αφήνω να τις απολαύσετε διαβάζοντας.

Πριν κλείσω, μια μικρή συμβουλή για την ανάγνωση του βιβλίου: Αφεθείτε στην παραπλάνηση της διήγησης, απωθείστε μικρά τυχαία περιστατικά, όπως συναντήσεις δήθεν αθώες σε ένα πεζοδρόμιο ή σ’ ένα αδιάφορο γκισέ ταχυδρομείου, θεωρήστε τα σαν τυχαίες εικόνες, δοσμένες λες για να διανθίσουν το μυθιστόρημα να το εμπλουτίσουν κινηματογραφικά. Ξεχάστε τα, Απωθείστε τα! 
Διότι έτσι θα απολαύσετε την πλοκή και τις ανατροπές της. Όταν τα  «δήθεν τυχαία» επιστρέψουν, η έκπληξη θα είναι θεραπευτική. 
Αυτή είναι ικανότητα του συγγραφέα Τρύφωνα Ζαχαριάδη: να εκπλήσσει τον αναγνώστη με την «επάνοδο του απωθημένου» που θα έλεγε η ψυχανάλυση.

Το μυθιστόρημα «Το δαχτυλίδι τής κυρίας Αλίξ» διαμηνύει πως τα συναισθήματα όπως η γονική αγάπη, η φιλία, και προπαντός ο έρωτας κάνουν το δικό τους δρόμο στη ζωή. Ο δρόμος των συναισθημάτων ξετυλίγεται πότε σύγχρονα με το ριζικό των διάφορων κοσμημάτων που κληρονομήσαμε, πότε κόντρα σε αυτό, πότε παράλληλα και ανεξάρτητα. Όπως λέει η παροιμία «κι αν έπεσαν τα δαχτυλίδια έμειναν τα δάχτυλα», η αγάπη (όπως η ευγένεια) ξέρει να επιβάλλεται και να θεραπεύει ακόμη και δίχως φτιασίδια και δίχως κοσμήματα.

Τώρα, για την κυρία Αλίξ μη με ρωτήσετε, δεν θα σας πω ποια ήταν. Άλλωστε, στην εποχή μας, με ένα κλικ μπορείτε να μπείτε στο ίντερνετ και στην wikipedia  και να μάθετε όλα όσα την αφορούν, αυτήν και την εποχή της.   
Όμως για το περιβόητο δαχτυλίδι μην ψάχνετε, δεν θα βρείτε στοιχεία. Διότι αυτό, το δαχτυλίδι, δημιουργήθηκε εξολοκλήρου από τον κοσμηματοτεχνίτη Τρύφωνα Ζαχαριάδη. Ο οποίος, αφού το φιλοτέχνησε, το παρέδωσε στον κοσμηματοπώλη Αρμό.  Κι εκείνος με την σειρά του μας το εμπιστεύεται σήμερα. 
Φυλάξτε το μαζί με τα άλλα πολύτιμα κοσμήματα στην βιβλιοθήκη σας, είναι πράγματι «αμυθήτου αξίας»,  όχι για τα σμαράγδια και τα ρουμπίνια που έχει πάνω του αλλά για την ψυχαγωγία, την συγκίνηση και τα μηνύματα που δίνει.
Όπως λέει και η ηρωίδα (στη σελίδα 198) μιλώντας για το δαχτυλίδι: 
Δεν το πήρα για την αξία του. Το πήρα για όσα σημαίνει στην ψυχή του.
Σας ευχαριστώ.

Γιάννης Βαϊτσαράς