Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Aγαπητέ μου κύριε Ψ. Παρουσίαση στην Αθήνα

Το βίντεο της παρουσίασης 
(Αρμός)



Η πρόσκληση 
(ιδέα και δημιουργία Φώτη Μαρκάδα)



Το κείμενο
(Γιάννη Βαϊτσαρά)

Καλημέρα σας.
Υποθέτω πως περιμένετε να σας πω δυο λόγια για την συγγραφή του βιβλίου που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Θα σας κάνω λοιπόν κάποιες εκμυστηρεύσεις. Η βασικότερη είναι πως αντίθετα από ότι πιστεύετε, το βιβλίο δεν γράφτηκε από μένα. Για την ακρίβεια όχι μόνον από μένα. Υπ’ ευθύνη μου επέτρεψα στους ήρωες να «συγγράψουν» μαζί μου και να χτιστεί το μυθιστόρημα ξεκινώντας από μια όντως δική μου ιδέα.
Η ιδέα αυτή δεν είναι καινούργια. Έχει τις ρίζες της σε παλιότερες εποχές.
Αρχές δεκαετίας του 90, Παρίσι. Ήμουν νεαρός εκπαιδευόμενος. Μια μέρα, μετά τη συνεδρία μου ως αναλυόμενος, ακούω τον ψυχαναλυτή μου να μου λέει:
-Σκέφτομαι να μετακομίσω στη Βρετάνη. Αλλά μην ανησυχείτε, αυτό δεν θα συμβεί παρά σε μερικούς μήνες. Για τη συνέχεια, θα βρούμε σίγουρα κάποιον άλλο αναλυτή από την ψυχαναλυτική εταιρία για να συνεχίσετε μαζί του.
Πάγωσα ακούγοντας τα λόγια του. Εντούτοις, δεν θυμάμαι να του έδειξα τότε δυσαρέσκεια ή θυμό, θα πρέπει να απάντησα κάτι σαν:
-Κακό νέο αυτό. Και αναπάντεχο!

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Ευτυχώς τα πλάνα του αναλυτή μου άλλαξαν προφανώς και εγώ δεν χρειάστηκε να ψάξω αντικαταστάτη του στην εταιρία. Θυμάμαι πάντως πως, βασισμένος στα λίγα πράγματα που γνώριζα γι’ αυτόν και τη ζωή του, είχα πλάσει στο μυαλό μου άπειρα σενάρια για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει σε εκείνη τη δήλωση μετεγκατάστασης μακριά από το Παρίσι.
Ξεκινώντας λοιπόν απ’ αυτό το «προϊστορικό» γεγονός και παρακινούμενος από την τωρινή μόνιμη αγωνία μου για το μέλλον της ψυχοθεραπευτικής μου δουλειάς πίσω από το ντιβάνι, συνέλαβα την αρχική ιδέα του παρόντος μυθιστορήματος.
Όμως, δίχως να κατανοώ πώς συνέβη, μπήκαν στο παιχνίδι και οι δυο κεντρικοί ήρωες της ιστορίας, ο εβδομηντάχρονος ψυχαναλυτής Χ.Ψ. και ο νεαρός αναλυόμενός του, ο Αντώνης.
Η συνεργασία των τριών μας δεν ήταν δίχως προβλήματα. Ήδη από την αρχή, αφού γράφτηκαν εύκολα οι πρώτες σελίδες, ο Χ.Ψ. μου ανακοίνωσε πως ασφυκτιά. Πως δεν αντέχει την δεσμευτική θαλπωρή του έρωτα με την αφοσιωμένη, γοητευτική και κατά πολύ νεώτερη σύντροφό του, και γι αυτό θα φύγει στην εξοχή, θα βγει στη σύνταξη.
Δεν τον καταλάβαινα!
Εντάξει, η αρχική ιδέα μου ήταν πράγματι μια μετακίνηση του αναλυτή και διακοπή της ψυχανάλυσης του Αντώνη, όχι όμως με αυτό σαν αφορμή. Επίσης, μπορεί ο Χ.Ψ. να μου ρίχνει πάνω από δέκα χρόνια στην ηλικία, αλλά, ξέρω ήδη, πως θα μου ήταν αδιανόητο, στα εβδομήντα μου και με καλή υγεία, να αποσυρθώ από την άσκηση του επαγγέλματός μου.
Ο κύριος Ψ. όμως έκανε του κεφαλιού του, συμπεριφέρθηκε όπως εκείνος ήθελε, απλά μου άφηνε τη δυνατότητα να παρεμβαίνω σε κάποια σημεία όταν το θεωρούσα απαραίτητο για την ικανοποιητική εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Αντίστοιχα προβλήματα είχα και με τον Αντώνη, τον αναλυόμενό του. Ενώ εγώ όπως σας είπα, δεν είχα εκφράσει σχεδόν καμιά δυσαρέσκεια τότε στον αναλυτή μου με την ανακοίνωση της διακοπής, εκείνος, αντίθετα, αναστατώθηκε και θύμωσε πολύ με τον Χ.Ψ.
Κάθισε λοιπόν και έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα που ήμουν αναγκασμένος όχι μόνον να το δεχτώ, αλλά να το συμπεριλάβω, με πλάγια γραφή, στο σώμα του έργου μου. Ευτυχώς ο εκδότης μου, ο Γιώργος Χατζηιακώβου, έδειξε κατανόηση, και δίχως αντιρρήσεις εξέδωσε το βιβλίο όπως το παρέλαβε, και τον ευχαριστώ. Εσείς θα κρίνετε αν είχε δίκιο να κάνει κάτι τόσο παράτολμο.

Ο Χ.Ψ. είναι άνθρωπος με γενναία καρδιά, ομολογουμένως. Κατάλαβε τον θυμό και την αγωνία του Αντώνη και τον άφησε ήσυχο να φαντασιωθεί τη ζωή του. Κι ο Αντώνης, επωφελούμενος της κατανόησης, αφήνεται σε σενάρια για την πραγματικότητα και το παρελθόν του Ψ., σενάρια που, σε κάποια σημεία, αγγίζουν την υπερβολή.
Ξέρει ο Χ.Ψ. πως η απότομη και ακούσια διακοπή της ψυχανάλυσης είναι επικίνδυνη για την ψυχική ισορροπία του αναλυόμενου. Έτσι θεώρησε πως η ενασχόληση του Αντώνη με την συγγραφή θα είναι κατά κάποιο τρόπο μια εκτόνωση, αν όχι, μια συνέχεια της θεραπείας του. Άλλωστε ακόμη κι αν ο ίδιος ο Αντώνης ισχυρίζεται πως το γραπτό του είναι αποτέλεσμα φαντασίας, όλοι μας ξέρουμε, και κυρίως ο αναλυτής του, πως είναι μια επεξεργασμένη μορφή των δικών του αναμνήσεων, της δικής του οικογενειακής ιστορίας.

Όπως αντιλαμβάνεστε το βιβλίο αυτό είναι ένας διαρκής συμβιβασμός. Ανάμεσα στους ήρωες και σε μένα, δηλαδή τον επίσημο συγγραφέα του. Διότι, τελικά, εγώ μόνον φέρω την ευθύνη του, το δικό μου όνομα είναι στο εξώφυλλο. Όλοι οι άλλοι, ο αναλυτής, ο Αντώνης, καθώς και τα άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται, κρύβονται πίσω από αινιγματικά αρχικά (όπως Χ.Ψ.), ή εμφανίζονται με ψευδώνυμα. Το Αντώνης, ας πούμε, υιοθετήθηκε διότι ταίριαζε ηχητικά, σαν αντώνυμο, σαν αντι-όνομα, σαν αντωνύμιο. Τώρα, το γεγονός ότι ο Άγιος Αντώνιος υπήρξε προστάτης των ψυχικά ασθενών, ή το ότι Αντώνης ήταν το μικρό όνομα του πατέρα μου, αυτό δεν έχει απολύτως καμιά σημασία για τον αναγνώστη.

Συμβιβασμός λοιπόν, σαν την διαρκή διαπραγμάτευση ανάμεσα στις τρεις συνιστώσες του ψυχικού οργάνου, όπως την διατύπωσε ο Φρόιντ στην 2η Τοπική. Πρόκειται για την συνύπαρξη των, γνωστών πια σε όλους, τριών στοιχείων στην ανθρώπινη ψυχή: Αυτό-Υπερεγώ-Εγώ.

Ο νεαρός φουριόζος Αντώνης ταιριάζει με το Αυτό της δεύτερης Τοπικής του Φρόιντ. Ξεχειλίζει από ερωτική ενόρμηση, βλέπει παντού ερωτικά και σεξουαλικά κίνητρα, σε κάθε κίνηση, κάθε εκδήλωση της ζωής και των προβλημάτων της. Για παράδειγμα, παρασύρεται από την διέγερση που του προκαλεί η όμορφη κοπέλα που συναντάει τυχαία στο ασανσέρ και φαντάζεται το τατουάζ με τα αρχικά τού ψυχαναλυτή στους γλουτούς της. Βέβαια, θα ομολογήσει στο τέλος πως ο ίδιος είχε κάποτε ονειρευτεί το τατουάζ αυτό στο δικό του στήθος.
Ο Αντώνης, όπως το Αυτό της ψυχανάλυσης, χαρακτηρίζεται από την ερωτική ενόρμηση, κυρίως στον χώρο του υποσυνείδητου. Με το χειρόγραφό του κάνει μια προσπάθεια διερεύνησης και συνειδητοποίησης των ενορμήσεων, κίνηση που παραπέμπει κατευθείαν στην διαδικασία τής ψυχανάλυσης.
Η ψυχαναλυτική θεραπεία, μέσω του φαινομένου της μεταβίβασης, δεν παύει να αναμιγνύει παρελθόν και παρόν, σαν μια προοδευτική αποκάλυψη της Αλήθειας. Σαν προσπάθεια άρσης της Λήθης, της αμνησίας, ή του μη λεχθέντος. Και στη ζωή του Αντώνη είναι πολλά και σημαντικά τα μη λεχθέντα, τα ανείπωτα, τα αξεδιάλυτα.

Η άλλη συνιστώσα της δεύτερης Τοπικής είναι το Υπερεγώ. Ο εσωτερικευμένος νόμος, ο κανόνας, το πρέπει. Ο σεβαστός ψυχαναλυτής Χ.Ψ. εύκολα δέχεται να παίξει αυτόν το ρόλο στο βιβλίο. Θα προσπαθήσει, όχι όμως πάντα με επιτυχία, να κρατήσει τους τύπους, τα προσχήματα, το πλαίσιο.
Ως προς αυτό είχαμε πάλι διαφωνίες μεταξύ μας. Διότι εγώ, που όπως αντιλαμβάνεστε έχω τον ρόλο του Εγώ της φροϊδικής Τοπικής, και προσπαθώ να συμβιβάσω τα ασυμβίβαστα, είχα άλλες προσδοκίες από τη συμπεριφορά του. Ως ψυχαναλυτής που είμαι, επιθυμούσα το πλαίσιο αυτό να κρατηθεί άμεμπτο και καθαρό. Συγχρόνως όμως, ως επίσημος συγγραφέας του βιβλίου που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, ήθελα να συμβιβάσω τους πρωταγωνιστές ώστε το σύνολο να είναι, κατανοητό, ευχάριστο και ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.

Έτσι, μέσα από συγκρούσεις, αμφιβολίες και συμβιβασμούς που κράτησαν τουλάχιστον δυο χρόνια, γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα. Δέχτηκα να το υπογράψω και να το δώσω στον Αρμό για δημοσίευση. Και, σήμερα σας το παραδίδουμε, τώρα πια ανήκει σε σας. Εσείς θα κρίνετε το αποτέλεσμα.

Η επιστολή
(του Διονύση Παπακώστα)

Προς ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΪΤΣΑΡΑ

ΧΟΡΟΕΣΠΕΡΙΔΑ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
«ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ Ψ»

Η πρώτη μου αντίδραση: «Η καλή ημέρα από το πρωΐ φαίνεται». Αναγκάστηκα να σκεφτώ με το που άρχισα να διαβάζω, η παροιμία (το λέει).
Η δεύτερή μου αντίδραση: Όχι, να μην διαβάσω αυτό το απαίσιο, βασανιστικό κείμενο του Βαϊτσαρά, όπως και τα άλλα…, αλλά αυτό!! Ναι γιατί με έπιασε ταχυπαλμία, με πιάσανε τα κλάματα, συγκινήθηκα, ταράχτηκα, υπάρχει βέβαια λόγος, τώρα που ανήκω και εγώ στο παρελθόν, στο «ΠΑΛΑΙΟ» και μου έρχονται και εμένα στο νου «…. Οι εικόνες του παλιού, του έρχονται στο νου…», λέει το κείμενο του Βαϊτσαρά, προσωπικά μου βιώματα όπως «δραπετεύσεις….» προς τα «λημέρια της νιότης…».
Παρ’όλο που δεν θα ήθελα, μιλάω ειλικρινά, να γύριζαν τα χρόνια πίσω, έχω τους λόγους μου. Ωστόσο, το παρόν γραπτό (απόσπασμα) από το προσεχές βιβλίο του Γιάννη Βαϊτσάρα, μου αναδεικνύει τις ευχάριστες σφραγίδες της νιότης μου, ο δε αρρωστημένος μαζοχισμός μου, επιμένει: διάβασε, διάβασε να νιώσεις, να βιώσεις την ποίηση, να συγκινηθείς, να δακρύσεις, έχεις ζωή μπροστά σου!, ανέμενε και το υπόλοιπο του αποσπάσματος και ο μαζοχισμός μου επιμένει στην ανάμνηση, στο παλιό, στο νεκρό, το βιώνεις πιο έντονα από το ζωντανό, το καινούργιο, (ΑΧ, ΑΝΑΜΝΗΣΗ!) και να ήτανε μόνο αυτό, βλέπω σε  όραμα τον συγγραφέα, λίγο πιο πέρα ολόρθο, ακουμπισμένο στο πολυτελείας κάρυνο χρονοντούλαπο της ιστορίας με ανοιχτά, διάπλατα τις ντουλαπόπορτες και τα συρτάρια, να με κοιτάζει με ένα ελαφρύ μειδίαμα και με το βλέμμα, να μου γνέφει, να κοιτάξω, στο λαμπερό εσωτερικό της κάρυνης πολυτελούς ντουλάπας.
Πράγματι, είναι ευχάριστο, εφιαλτικό όραμα!!!.
Η τρίτη αντίδρασή μου: Συνεχίζω το οδοιπορικό στο χρόνο κρατημένος από τα μαύρα γράμματα σε άσπρο φόντο για να τα διακρίνω, δεν μπορώ να περιγράψω τι νιώθω, τι βιώνω, μπορώ όμως να προσεγγίσω να διαπιστώσω και να διατυπώσω πως ο ψυχαναλυτής, ο αρχιτέκτονας, ο λογοτέχνης, οργιάζει ποιητικά, συναισθηματικά, διανοητικά και αποδίδει ζωντανεύοντας με εικονική πραγματικότητα, με τον τρόπο γραφής του μια εποχή περασμένη αλλά για όσους την έχουμε ζήσει πάντα ζωντανή στη σκέψη μας και στην καρδιά μας.
Η τέταρτη αντίδρασή μου: Είναι να συν-βιώσω παρασυρ-μένος από το μικρό αυτό απόσπασμα τα ήδη βιούμενα και (αιώνια μνημονευμένα) στην υπαρξιακή πορεία, σχολιάζω λοιπόν: Οι περιγραφές των ηθών, των εθίμων, των αντιλήψεων, οι εκφράσεις των προσώπων των ηρώων, τα πονηρά χαμόγελα, τα χάχανα, τα βλέμματα έχουν για μένα λαογραφικό ενδιαφέρον, ομοίως και οι λεκτικές εκφράσεις ανθρώπων προς άλλους ανθρώπους, χαρακτηριστικές της εποχής, όπως προς την Ευθαλία. Αλλά κάποιοι να ψελλίζουν από το βάθος της ψυχής τους:
«… μονάχα η ψυχή του μόνου ανθρώπου ξέρει τι σημαίνει μοναξιά. Είναι σκληρή και ο καθένας κάνει, ό,τι μπορεί για να την μαλακώσει. Αλλά γίνεται ακόμα σκληρότερη όταν οι άλλοι περιγελούν με ειρωνεία και κακία τη μοναξιά των μοναχικών…».
Εδώ ακριβώς, ήρθε η ώρα της ψυχαναλυτικής κατάδυσης του ψυχαναλυτή, τραβώντας την «κρεμασμένη κουρελού» από κουρέλια σαν αυλαία και η χοροεσπερίδα αρχίζει.
Τα ένστικτα φουντώνουν, το πάθος ξεχειλίζει, ο πόθος αναβλύζει, η ζωή θέλει να ζήσει, η φύση θέλει να καρπίσει, Νάτη!!! …
«… Η Ευθαλία, φρεσκοβαμμένη και φροντισμένη με τσαχ-πινιά, με το καλό της φουστάνι, τα βραχιόλια και τα μπιχλιμπίδια της, τους καλησπέρισε πρόσχαρα. Φτάνοντας μπροστά της, η μυρωδιά σαπουνιού που ανάδινε το σώμα της με την κίνηση θύμισε στον δόκιμο το σημερινό περιστατικό στο «λουτρό…».
Η ζωή ξεκινάει την καριέρα της, το γλέντι αρχίζει, η νύκτα γίνεται μέρα, τα νταούλια ξεσηκώνουν, τα τραγούδια δίνουν ρεσιτάλ, η ρετσίνα ξεμυαλίζει, η καρδιά ξεμυαλίζεται και η εφηβεία γίνεται λάγνα.
Εδώ ο ψυχαναλυτής μας περιγράφει την εικόνα του εφηβικού πάθους, μας προσδιορίζει την ανεξέλεγκτη φόρτιση της ζωής και τη δίνη του έρωτα, μας εικονίζει τον αγώνα για τη χαρά, αλλά και το κατακρήμνισμα, το άπιαστο της χαράς και την ελπίδα ως παρηγοριά «… θα ξανάρθεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθεις…».
Από ‘δω και κάτω συνεχίζει την ιστορία, άγνωστο πως εξελίσσεται, άλλωστε είναι ένα απόσπασμα, αλλά η ένταση της γραφής του όμως, μας εγγυάται το ενδιαφέρον για την πορεία, για την έκπληξη, την ανάλυση σημαντικών ψυχικών καταστάσεων, το συμπέρασμα και το τέλος.
Αγαπητέ Γιάννη περιμένω την έμπνευσή σου ζωντανή στο χαρτί με το άρωμά του, χειροπιαστή και όχι άϋλη, ηλεκτρονική, ψεύτικη, παγκοσμιοποιημένη.   
                                               Με εκτίμηση
                                    στο πνεύμα σου, στην ψυχή σου
                                             στο ταλέντο σου
                                                Φιλικότατα
   Διονύσης Παπακώστας

Το e-mail

Γράφει η συνάδελφος Μαρία Αλιφέρη:

…μόλις τελείωσα την ανάγνωση του Αγαπητέ μου κύριε Ψ και σου γράφω δύο λόγια, εν είδη ελεύθερου συνειρμου. Νέα ατμόσφαιρα ύφος και στυλ απο τα προηγούμενα. Θα έλεγα ότι εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά και με βάθος έτσι που ο αναγνώστης σκέφτεται όταν διαβάζει...φιλοσοφεί.. ίσως και υπαρξιστικά.. με μια απόγευση αγανάκτησης, πόνου, ραγίζει η καρδιά μου απο τη θλίψη.... για τον ήρωα που τολμά να δημιουργήσει την πραγματική του ταυτότητα μέσα απο μια αγωνιώδη αναζήτηση της αλήθειας της πατρότητας της πατρικής καταγωγής, τον ήρωα που αντέχει να αντιμετωπίσει την δειλία με τα μυστικά και τα ψέμματα και να τα μετατρέψει με πλούσια φαντασία σε μυθοπλασία, που οδηγεί στη πραγματικότητα... μια σκληρή πραγματικότητα, αλλά ανθρώπινη, με ευχαρίστηση και ουσία...αρχή της ηδονής και αρχή της πραγματιότητας είναι το μοτίβο του έργου…

…Να σου συμπληρώσω ότι άν αυτό το μυθιστόρημα γινόταν κινηματογραφικό έργο, εγώ θα έβαζα ώς αφίσα του- σφραγίδα του, τη σκηνή με το παιδάκι έξω απο το  ζαχαροπλαστείο, που βλέπει τη μητέρα του χαρούμενη με τον μεγαλογιατρό. Αυτή η σκηνή με συγκλόνισε πάνω απ'όλες!!!!!

Η σκηνή στην οποία αναφέρεται η Μαρία Αλιφέρη ειναι η εξής, και με το απόσπασμα αυτό θα κλείσουμε την παρουσίαση:

«Πρέπει να ήμουν επτά χρονών. Ο Κυριάκος είχε περάσει να με πάρει για να ψωνίσω το δώρο μου. Έτσι ήταν αυτός ο μπαμπάς. Εμφανιζόταν σαν κομήτης στις γιορτές για το δώρο. Τέλος πάντων, αυτή τη φορά με πήγε να το διαλέξω μόνος μου. Η αγορά έγινε με συνοπτικές διαδικασίες. Ήξερα τι ήθελα, το πήρα, ο Κυριάκος πλήρωσε, καιρός να με αφήσει στις γυναίκες. Διαισθανόμουν τη χαρά του που τελειώσαμε νωρίς. Πήγαμε λοιπόν να συναντήσουμε τη μάνα μου. Το ραντεβού είχε οριστεί για πολύ αργότερα, αλλά ο Κυριάκος είπε πως δεν πειράζει αν δεν τη βρούμε, θα περιμένουμε. Φτάσαμε μπρος στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Νομίζω πως λεγόταν Βυζάντιο, απέναντι από την Αγία Σοφία. Την είδα μέσα. Αλλά όχι μόνη! Και έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Ταράχτηκα πολύ, αφάνταστα. Γιατί σκέφτηκα ξαφνικά πως βρήκε τον παππού, που, υποτίθεται, ήταν εξαφανισμένος μετά τη γέννησή της. Της κρατούσε το χέρι τρυφερά, μιλούσαν με τόση οικειότητα, με αγάπη. Συγκλονίστηκα. Ποτέ μα ποτέ δεν είχα δει τέτοια χαρά στο πρόσωπο της μαμάς. Μπαίνοντας, θα τον αγκάλιαζα όσο μπορούσα πιο σφιχτά για να τον ευχαριστήσω. Αυτό ήταν το δώρο, το καλύτερο δώρο! Που έκανε τη μαμά ευτυχισμένη όπως ποτέ. Ποτέ όμως!
     »Αν είχα άλλη σχέση με τον Κυριάκο, αν τον ένιωθα δικό μου άνθρωπο, θα τον έπιανα από το μανίκι και θα έλεγα: “Στάσου λιγάκι να τους δούμε, να χαρούμε τη μοναδική εικόνα. Δες πώς γελάει η μαμά μου, δες τι αστραφτερό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της!”
     »Αλλά ο Κυριάκος ήταν ένας ξένος. Ένας απόμακρος και κρύος μπαμπάς. Δεν ήθελα να του πω τίποτα. Έπιασε τι γινόταν. Ξερόβηξε και λέει: “Δεν πειράζει, θα σε αφήσω εδώ τώρα. Αν θες, μπες μόνος σου. Εγώ φεύγω”.
     »Κατάλαβα από το ύφος του πως κάτι μη φυσιολογικό συνέβαινε και, λες και το ευχαριστιόταν, με άφηνε να ξεμπερδέψω μονάχος μου.
     »Τους πλησίασα. Πρώτος με είδε ο παππούς καθώς τους κοίταζα πηγαίνοντας καταπάνω τους, μάζεψε το χέρι του και έγνεψε στη μαμά. Εκείνη γύρισε προς το μέρος μου έκπληκτη, αλλά στα χείλη της υπήρχε ακόμη ένα απομεινάρι ευτυχισμένου χαμόγελου.
     »“Έλα, αγόρι μου. Τελειώσατε κιόλας;”
     »Με φίλησε στοργικά, νομίζω πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως.
     »“Να σου συστήσω τον φίλο μας”.
     »Η καρδιά μου χτυπούσε ανελέητα.
     »“Είναι ο κύριος Γιώργος, ο γιατρός από την κλινική όπου δουλεύαμε κάποτε στην Αθήνα η γιαγιά σου κι εγώ”.
     »“Καλησπέρα” λέω με σπασμένα φτερά.
     »Ε, μετά, ο γιατρός με κέρασε μια πάστα, η μαμά με ρώτησε για τον Κυριάκο, γιατί δεν μπήκε, τέτοια. Εγώ είχα κρεμάσει τα μούτρα και άνοιξα το δώρο να το περιεργαστώ όσο εκείνοι τελείωναν την κουβέντα τους».
     Αυτή την ιστορία την είχα καταχωνιάσει κάπου πολύ βαθιά μέσα μου, ουδέποτε την ξανάφερα στον νου μου πριν από τη σημερινή συνεδρία. Τώρα που τη διηγήθηκα στον ψυχαναλυτή μου με τόσο πόνο και δάκρυα, κατάλαβα γιατί την είχα ξεγράψει. Αρχικά ήταν η μεγάλη απογοήτευση που ο παππούς δεν ήταν ο παππούς μου. Μετά, καθώς μυρίστηκα πως κάτι ύποπτο συνέβαινε, έπρεπε να την ξεχάσω, μην τύχαινε και μου ξέφευγε τίποτα και δημιουργούσα προβλήματα στη μαμά. Άλλωστε, ποτέ πια δεν ξανασυναντηθήκαμε με τον κύριο αυτό, ποτέ κανείς δεν αναφέρθηκε στο όνομά του. Εκείνος όμως είχε καταφέρει αυτό που κανένας ποτέ δεν πέτυχε. Να δώσει ευτυχία και χαμόγελο στη μαμά μου. Και σήμερα που τον θυμάμαι τον ευχαριστώ από μέσα από την καρδιά μου, όπου και να ’ναι!
     Ο Ψ., που συνήθως κάτι τέτοιες στιγμές λέει «Ας σταματήσουμε εδώ για σήμερα», ρωτάει:
     «Γιατρός; Εννοείτε… μεγαλογιατρός;»
     Έπιασα το υπονοούμενο.
     «Τι να σας πω; Δεν ξέρω. Και η θείτσα είναι πια «μακριά» για να μας απαντήσει. Είναι ο ίδιος; Είναι άλλος; Ιδέα δεν έχω. Αλλά θα ξανακούσω μια φορά την ηχογράφηση, ίσως βγάλω άκρη».
     «Δύσκολο πράγμα να βγάλει κανείς άκρη με τον έρωτα» λέει ο ψυχαναλυτής αναστενάζοντας και κλείνει εδώ τη συνεδρία.