Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Γιορτή Γαλλοφωνίας 2016

ΓΑΛΛΟΦΩΝΙΑ  2016

KYPIAKH  2O  MAPTIOY  2016

Ελληνογαλλική  Σχολή  ''Άγιος Ιωσήφ''
Σπυρίδη  130  στις 19:00

Ημερίδα με θέμα: Oui, je parle Français
                                    Nαι, μιλώ Γαλλικά.

            Χαιρετισμοί :

·      Roland Fischer, Επίτιμος Πρόξενος της Γαλλίας στη Μαγνησία.
·      Αρτεμισία Κουτσούκου, καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας.
·      Βάνα Ζωϊτοπούλου, Πρόεδρος Συνδέσμου καθηγητών γαλλικής γλώσσας.

            Ομιλητές :

· Δρ Μιχάλης Ζουμπουλάκης, Καθηγητής Οικονομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
·      Δρ Χρίστος Θ. Ξενάκης, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών, Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Εταιρείας Αστρονομίας και Διαστήματος.
·      Δρ Μαρία Φλετορίδου, Επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Γαλλικής Γλώσσας.
·      Απόστολος Φοινικόπουλος, Δικηγόρος.
·      Ιωάννης Βαϊτσαράς, Κλινικός  ψυχολόγος – συγγραφέας.
·      Αθανασία Ελευθερούλη, καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας.

            Συντονίζει η Μαίρη Τσακνάκη - Γαβαλά.


            Είσοδος ελεύθερη

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016
Γιορτή γαλλοφωνίας
Βόλος, Eλληνογαλλική Sχολή Saint Josephe
Κείμενο Γιάννη Βαϊτσαρά

Καλησπέρα σας.
Ευχαριστώ τον ελληνογαλλικό σύνδεσμο για την αποψινή εκδήλωση και την πρόσκληση που με τιμά. Ερμήνευσα αυτή την πρωτοβουλία σαν ένα παράθυρο ανάσας, σαν προσπάθεια αντίστασης στην θανατερή ατμόσφαιρα της επικαιρότητας.
Διότι οι τρεις λέξεις, je parle francais, με προκαλούν να σκεφτώ και να μιλήσω για ερωτικά πράγματα. Ερωτικά με την ψυχαναλυτική έννοια της λέξης, δηλαδή από την πλευρά του έρωτα, ήτοι της ζωής.

Το ψυχαναλυτικό δίπολο που οι γαλλόφωνοι αλλά και ο ίδιος ο Φρόιντ αποκαλούν eros-thanatos, χρησιμοποιώντας τις αειθαλείς ελληνικές λέξεις, εμφανίστηκε μεν αργά στην ψυχαναλυτική θεωρία, πήρε όμως την κεντρική θέση που του ανήκει. Με αυτό ως αφετηρία, έγραψα το κείμενο που σας διαβάζω.
Αφήνουμε, λοιπόν, για λίγο την απαισιοδοξία και τη μαυρίλα θανάτου της περιρρέουσας κατάθλιψης για να μιλήσουμε για τον έρωτα, για τη ζωή.
Άλλωστε, μόνο επίκαιρο είναι το θέμα για μένα, που το 74, με μια χάρτινη καρώ βαλίτσα, έφυγα για νέους πολύγλωσσους ορίζοντες. Ήταν ένα αλησμόνητο ταξίδι 60 ωρών, με τις ελπίδες μου στοιβαγμένες σε ένα τριτοκοσμικό τρένο.
Υπήρξα για πολλά χρόνια ξένος. Εντάξει, όχι πρόσφυγας, αλλά μακριά από τους δικούς μου, τον μικρόκοσμό μου και, κυρίως, μακριά από την γλώσσα μου. Κι από τότε, αναρωτιέμαι, έπαψα άραγε ποτέ να είμαι ξένος;
Εκεί, εδώ ή αλλού, τόπος μου είναι η γλώσσα που μιλάω, που ακούω, που γράφω ή που σκέφτομαι. Ή ακόμα που ονειρεύομαι!
Αλήθεια, το ξέρετε πως τα όνειρα μπορούν να χρησιμοποιούν κατά περίσταση τις γλώσσες που μιλάει ο ονειρευόμενος;
Ναι, το υποσυνείδητο διαλέγει τις εικόνες-λέξεις που θα χρησιμοποιήσει στο όνειρο, αδιαφορώντας για την γραμματική, το συντακτικό και τον ειρμό.
Απλά, η σκοτεινή και άγνωστη μεριά της ψυχής που ονομάζουμε «υποσυνείδητο» θέλει να χτίσει το όνειρο αντλώντας ρήματα, επίθετα και ουσιαστικά από την δεξαμενή τού «προσυνειδητού». Εκεί όπου είναι αποθηκευμένες οι γλωσσικές μνήμες του κειμώμενου.

Θα σας μιλήσω λοιπόν για την δική μου ερωτική ιστορία με τη γαλλική γλώσσα.
Όπως συχνά συμβαίνει στον κεραυνο-βόλο έρωτα, η σχέση αυτή άρχισε στο Βόλο, με έναν κεραυνό που η ψυχανάλυση θα αποκαλούσε «ψυχικό τραύμα».
Το γεγονός έχει ως εξής:
Χειμώνας 1968, παραδίδονται οι έλεγχοι Α τριμήνου στο 1ο γυμνάσιο αρρένων Βόλου. Για τον καλό μαθητή, πρώην αριστούχο του 11ου  δημοτικού σχολείου, ο βαθμός στο μάθημα των γαλλικών ήταν κάτι χειρότερο από κεραυνό. Ήταν σεισμός, καταστροφή, τραύμα! Οκτώ στα είκοσι!

Πολλά χρόνια αργότερα, πάνω στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, η μνήμη αυτή ζωντάνεψε και μου έφερε σκέψεις και συμπεράσματα για την εξέλιξη της ζωής μου.
Ο καημένος ο γάλλος ψυχαναλυτής μου, λάτρης της ελληνικής σοφίας, μου ζήτησε, κατά το συνήθειό του, να του πω το όνομα της καθηγήτριας που με είχε βαθμολογήσει τότε.
Ξέρετε, εμείς οι ψυχαναλυτές, ψάχνοντας διόδους για τη εξερεύνηση του υποσυνείδητου κάνουμε συχνά τις πιο αλλόκοτες και παράξενες ερωτήσεις.
Του απάντησα.
-Α! λέει με στόμφο. Madame Kardia-ra!
Στη φωνή του αντιλήφθηκα πως πανηγύριζε για μια ανακάλυψη. Ενθουσιάστηκε με την σύνδεση που έκανε ανάμεσα στο όνομα της καθηγήτριας και την ελληνική λέξη «καρδιά». Την λέξη αυτή την γνώριζε, φυσικά, ο αδερφός του ήταν cardiologue.
Για τον νεαρό νεοφερμένο στα ψυχαναλυτικά πράγματα που ήμουν τότε, η σύνδεση του ονόματος της αγαπητής κυρίας Καρδαρά με την λέξη “καρδιά” αντήχησε τουλάχιστον περίεργα.
Όμως, εκ των υστέρων, σκέφτομαι πως το άσχετο λογοπαίγνιό του είχε χτυπήσει φλέβα. Διότι, τα γαλλικά είχαν πράγματι μπει στην καρδιά μου και δεν πρόκειται να βγουν μέχρι να πεθάνω.
Η κυρία Καρδαρά, που λέτε, με το οκτώ της, έμελλε να γίνει η ηθική αυτουργός μιας ιστορίας αγάπης που, σαν όλα τα πάθη, πέρασε τα σαράντα κύματα, μια αγάπη που στάθηκε δυνατή και δημιουργικότατη, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες.

Με το οκτώ, η οικογένεια θορυβήθηκε και κινητοποιήθηκε. Το τραύμα έπρεπε να θεραπευτεί, η ψυχή του μαθητή έπρεπε να βρει τη δύναμη να το επουλώσει.
Η ψυχανάλυση μου δίδαξε την έννοια της ψυχικής ανθεκτικότητας, της resiliance. Από το λατινικό resilire, αναπηδώ.
Σημαίνει ψυχική ελαστικότητα, ανάκαμψη, δυνατότητα ανάκαμψης.
Ο όρος εξηγεί πώς ένας άνθρωπος μπορεί, όταν η ψυχική του ανθεκτικότητα είναι δυνατή, να προχωρά με επιτυχία στη ζωή του, έχοντας επουλώσει τα τραύματα των παιδικών, κυρίως, χρόνων του.
Προφανώς, το ενδιαφέρον των γονιών, η ενισχυτική συμπεριφορά του περιβάλλοντος, και τα γερά «ναρκισσιστικά θεμέλια» του παιδιού που ήμουν τότε, ενίσχυσαν σθεναρά την ψυχική μου ανθεκτικότητα, και το τραύμα επουλώθηκε σύντομα.

Λίγο καιρό μετά το επεισοδιακό οκτώ, σε κάποιο περιθώριο τετραδίου μου, διάβασα (και σκεφτείτε, το θυμάμαι ακόμα!) το καταπληκτικό τετράστιχο γραμμένο από το χέρι της μάνας μου. Της άρεσε της Μίνας να εκφράζεται με στίχους. Έγραφε:
Στο μάθημα των γαλλικών
Πήρες το πρώτο είκοσι
Σου λέω συγχαρητήρια
Και να τα κάνεις είκοσι.

Όταν χρησιμοποίησα πιο πάνω τον όρο «ναρκισσιστικά θεμέλια» εννοούσα την δύναμη που δίνουν η φροντίδα, η αγάπη και ο θαυμασμός, η επιβράβευση και η αναγνώριση που κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει απόλυτη ανάγκη στα πρώτα χρόνια της ζωής.

Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου με τη γαλλική γλώσσα, λιγάκι βίαια αρχικά, μα που συνέχισε ακάθεκτη.
Βέβαια, τα πρώτα σύννεφα στη σχέση μας δεν άργησαν να φανούν.
Όπως πάντα σχεδόν στα νεαρά ζευγάρια, η προηγούμενη σχέση, η «πρώην», δημιούργησε προβλήματα. Και στην περίπτωσή μας η πρώην ήταν τα αγγλικά. Εκεί, καμιά ψυχική ανθεκτικότητα, κανένα ναρκισσιτικό θεμέλιο δεν κατάφερε κάτι. Ήμουν και είμαι ένας ανεπίδεκτος στα αγγλικά.
Αλλά, όπως θα ξέρετε, όταν ο πραγματικός έρωτας μπει στη ζωή μας, δεν έχουμε μάτια για άλλες αγάπες.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα σ’ αυτή την θυελλώδη σχέση με την Γαλλική, έχει να κάνει με το γνωστό ψυχαναλυτικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ξέρετε, την έντονη αμφίπλευρη έλξη που ενώνει κάθε παιδί με τον γονιό του αντίθετου φύλου.
Ε λοιπόν, η νέα ερωμένη μου, ζήλευε την μητρική μου γλώσσα.
Και με το δίκιο της! Διότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψα να σκέφτομαι πως η καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας, σε φέρνει όλο και πιο κοντά στη μητρική σου γλώσσα, σου δίνει νέες οπτικές να την καταλαβαίνεις, να την αισθάνεσαι, να την αγαπάς.
Πολύ δε περισσότερο ανησύχησε η γαλλική όταν με είδε να γράφω κάποια βιβλία, τώρα τελευταία, στα ελληνικά! Όμως ξέρω να την ηρεμώ. Έχω τα κόλπα μου. Δεν υπάρχει ούτε ένα κεφάλαιο στα βιβλία μου που να μην γίνεται αναφορά στην γαλλόφωνη πλευρά της ζωής μου.

Η τελευταία και μεγάλη καταιγίδα ξέσπασε ανάμεσά μας με την εμφάνιση στη ζωή μου ενός άλλου έρωτα, της ψυχανάλυσης. Το θέμα δεν ήταν απλό, αλλά ομολογώ πως το χειρίστηκα πονηρά. Κάνοντας την εκπαίδευσή μου κοντά σε γαλλόφωνο ψυχαναλυτή, η σχέση μου με τη γαλλική γλώσσα ενισχύθηκε και στέριωσε δια παντός. Αντιληφθήκαμε τότε όλοι πως οι έννοιες, η λογική, το πνεύμα αλλά κυρίως το υποσυνείδητο και το συναίσθημα δεν κάνουν γλωσσικές διακρίσεις. Το ζητούμενο είναι η επικοινωνία, η συνάντηση με τον Άλλον, με άλφα κεφαλαίο. Αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα της διγλωσσίας.

Όσο με αφορά, το ρήμα που κυριαρχεί πια στη ζωή μου δεν είναι το «μιλάω», αλλά το «ακούω».
Σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης λοιπόν, για την πρόσκληση στη γιορτή της γαλλοφωνίας, δωρίζω απόψε στον ελληνογαλλικό σύνδεσμο το πρώτο μου βιβλίο που εκδόθηκε στη Γαλλία. Διαλέγω αυτό διότι έχει σαν τίτλο Ecouter comme Aimer, Ακούω όπως Αγαπάω.
Ευχαριστώ βέβαια κι εσάς που ακούσατε υπομονετικά την ιστορία αγάπης μου με την γαλλική γλώσσα.


Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Κύρος και αυθεντία στους χώρους ψυχικής υγείας

Γιάννης Βαϊτσαράς

Κύρος και αυθεντία στους χώρους ψυχικής υγείας.
1. Ο βασιλιάς είναι γυμνός.
2. Η ομάδα ψυχοθεραπευτώ
3. Οι ψυχαναλυτές και η ομάδα
Επίλογος


1. Ο βασιλιάς είναι γυμνός.

Όλοι ξέρουμε με τι ένταση και ψυχική διέγερση περνά κάποιος το κατώφλι ενός «χώρου ψυχικής υγείας». Με ανάμικτα συναισθήματα πόνου, αποπροσανατολισμού ή απόγνωσης, αλλά και ελπίδας για την πολυπόθητη ανακούφιση. Συχνά, ακόμα πριν γνωρίσει καλά-καλά το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που θα τον ακούσουν, έχει εγκατασταθεί μια πρόωρη μεταβίβαση στο θεραπευτικό πλαίσιο.
Φυσικά, η εξέλιξη της θεραπείας θα αποδείξει αν η μεταβίβαση θα ενισχυθεί, θα τροφοδοτηθεί ή αντίθετα θα εξασθενίσει και επομένως η προσπάθεια θα ακυρωθεί.
Για τον υποψήφιο θεραπευόμενο τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν την θεραπευτική δουλειά είναι επενδεδυμένα με δύναμη, με κύρος και αυθεντία (για να χρησιμοποιήσω τους όρους τού τίτλου τού σεμιναρίου σας). Με την θετική εξέλιξη το κύρος τού θεραπευτή αυξάνεται, καμιά φορά γιγαντώνεται, με τα γνωστά καλά αποτελέσματα μιας υγιούς και αναγνωρισμένης μεταβίβασης.
Η δουλειά μου πίσω από το ψυχαναλυτικό ντιβάνι με οδήγησε σε κάποιες σκέψεις για την ψυχική κατάσταση του θεραπευτή-αναλυτή, για το πώς βιώνει αυτή την επένδυση ή υπερ-επένδυση που εμπνέει στον θεραπευόμενο, μέσα από το πολύτιμο ψυχαναλυτικό εργαλείο της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης. Πώς νιώθει ο υποτιθέμενος γνώστης, ο ειδικός, η αυθεντία του χώρου όπου ο ασθενής βρίσκει τον τόπο να μιλήσει, όπου η απόλυτη διαθεσιμότητα του βασιλιά είναι απαραίτητη;
Ο ζωγράφος Νίκος Αγγελίδης μας δίνει την απάντηση με ένα πίνακα που αγαπώ ιδιαίτερα, καθώς εκφράζει απόλυτα την σκέψη μου για το θέμα. Το έργο έχει τίτλο Η φαντασίωση του ψυχαναλυτή.
Μόλις τελειώσει την δουλειά τής «επιπλέουσας προσοχής», ο αναλυτής αρχίζει μόνος το δικό του ταξίδι των λέξεων, τον φανταστικό περίπλου του δικού του υποσυνείδητου. Αναπόφευκτα, θα είναι ένα ταξίδι γύρω απ’ το ντιβάνι[1]... Κάνει τους συνειρμούς του, οι λέξεις και οι εικόνες παρελαύνουν σε χώρους που δημιουργεί εξ ολοκλήρου στις σκηνές της φαντασίας του.


Όμως, όσο με αφορά, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ναι! Όσο ρεαλιστικός κι αν είναι ο πίνακας του Αγγελίδη, δεν λέει την αλήθεια. Διότι, (και αυτή είναι η περίπτωσή μου) ο ψυχαναλυτής, απογυμνωμένος από κάθε επαγγελματική ενασχόληση, δεν μιλάει! Αφήνεται σε μιαν άλλη δραστηριότητα αυθόρμητης έκφρασης, σε ένα αλλιώτικο παιχνίδι σύνθεσης λέξεων και προτάσεων, μακρυά από τα λεγόμενα των ασθενών του, διαφορετικό από αυτό που παρακολούθησε στις ψυχαναλυτικές συνεδρίες του. Εκείνος δεν μιλάει. Γράφει!
Αρκεί αυτό; Σίγουρα όχι. Η «αυθεντία» και το «κύρος», για να διατηρηθούν και να αποδώσουν χρειάζονται και κάτι άλλο, κάτι που εμφανίζεται σαν επιτακτική ανάγκη στον επαγγελματία της ψυχικής υγείας. Αυτό το «κάτι άλλο» έχει πολλά ονόματα, όπως επίβλεψη, εποπτεία, θεραπευτική κλπ.

2. Η ομάδα ψυχοθεραπευτών


Εδώ και δυο χρόνια ανήκω σε μιαν ομάδα συναδέλφων. Προερχόμαστε από διαφορετικές σχολές, τα ψυχοθεραπευτικά εργαλεία μας είναι διάφορα. Αποφασίσαμε να ιδρύσουμε την ομάδα για τους λόγους που προείπα, για να διατηρήσουμε την αίσθηση πως δεν είμαστε γυμνοί την ώρα της δουλειάς, πως θα βρίσκουμε στην ομαδική δουλειά τον χώρο ανίχνευσης και επεξεργασίας των περιβόητων δυνάμεων της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης που αναπτύσσονται στα γραφεία του καθένα μας.
Να όμως που και στην ομαδική δουλειά καρποφορούν αντίστοιχες δυνάμεις με αυτές που αντιμετωπίζουμε στην επαγγελματική μας δραστηριότητα, στην ατομική ψυχοθεραπεία.  Το μέλημά μου λοιπόν (και ήταν επιθυμία μου το μέλημα αυτό να ισχύει για κάθε μέλος της ομάδας) ήταν να αναγνωρίσουμε και να επεξεργαστούμε τις ομαδικές ψυχικές κινήσεις, καθώς και τις επιμέρους αντιδράσεις του κάθε μέλους.

Έφτασε λοιπόν κάποια στιγμή που η ομάδα μας έδειξε συμπτώματα παρακμής. Πέρασε ένα πρώτο διάστημα όπου ήμασταν παρόντες όλοι σε κάθε συνάντηση και με έντονο ενδιαφέρον  παρουσιάζαμε ή ακούγαμε το κλινικό περιστατικό που εμφανιζόταν προς συζήτηση.
Μετά από την πρώτη περίοδο γνωριμίας, η ζήτηση για συζήτηση περιστατικού έπεσε  κατακόρυφα σε σημείο να πηγαίνει ο λόγος σε κοινά τηλεοπτικά θέματα της κρίσι-μης  επικαιρότητας. Και να προσπαθούμε εναγωνίως να τον προσαρμόσουμε στην κλινική δουλειά, συζητώντας την επίδραση της οικονομικής κρίσης στην επαγγελματική μας δραστηριότητα.
Δεν θα είχα αντίρρηση σ’ αυτό αν η κρίση που νιώθω, σχεδόν διαισθητικά, να κυκλώνει την ομάδα μας, δεν με παρέπεμπε σε ατυχείς ψυχαναλυτικές απόπειρες.
Οι συνευρέσεις μας παραλληλίζονται εύκολα με την εξέλιξη μιας θεραπείας που ξεκινάει με ένα αίτημα του αναλυόμενου. Το αίτημα αυτό είναι ομολογουμένως συχνά ασαφές και σχετικά αδύναμο, που θυμίζει, την εξής υπόθεση: αφού δεν έχω κάτι καλύτερο, ας δοκιμάσω την εμπειρία της ανάλυσης και βλέπουμε. Αρχίζει λοιπόν η διαδικασία. Μπαίνει το πλαίσιο, οι πρώτες συνεδρίες χαίρουν σταθερότητας και συνέπειας. Σιγά-σιγά όμως τα σύννεφα πλησιάζουν απειλητικά.
Αρχίζουν οι απουσίες, δικαιολογημένες ή όχι, λέξεις και έννοιες που παραπέμπουν στο σχολείο, στην εφηβεία  και στον κακό μαθητή. Οι ενοχές για την παραβίαση του συμβολαίου θεριεύουν. Ο αναλυόμενος χρησιμοποιεί διάφορα προσχήματα, από τα πιο ευφάνταστα ως τα πιο κοινά μέχρι και την οικονομική κρίση, που στις μέρες μας είναι και το πιο εύκολο και επίκαιρο, και μέχρις ενός σημείου κατανοητό.
Αρχίζουν τα «λάθη». Ο αναλυόμενος (αλλά αλίμονο συχνά και ο ψυχαναλυτής) κάνουν λάθος στην ώρα ή στη μέρα της συνεδρίας. Ποιος από μας δεν θορυβήθηκε από κάποιο τέτοιο λάθος; Θορυβήθηκε ερμηνεύοντάς το. Διότι η ερμηνεία του λάθους οδηγεί στην ερώτηση αν υπάρχει ακόμα ψυχική διέγερση για την συνέχεια της προσπάθειας επένδυσης στην μεταβιβαστική σχέση.      
Θέλω εδώ να σας μεταφέρω μιαν αντίστοιχη εμπειρία μου που έζησα από την μεριά του αναλυόμενου.
Κάνοντας τα πρώτα δειλά βήματα στον ψυχαναλυτικό δρόμο μου βρέθηκα στο γραφείο ενός ψυχαναλυτή. Το όνομά του τότε δεν μου έλεγε τίποτα απολύτως καθώς ήμουν πολύ μακριά από τα ψυχαναλυτικά πράγματα, τις σχολές και τις θεωρίες. Πολύ αργότερα έμαθα πως πρόκειται για έναν διάσημο Γάλλο ψυχαναλυτή, με μεγάλη εμπειρία και ακαδημαϊκό έργο (με κύρος και αυθεντία). Πάντως τότε εμένα μου φάνηκε αδιάφορος και άσχετος καθώς δεν κατάφερε να μου εμπνεύσει την απαραίτητη εμπιστοσύνη. Δεν εγκαταστάθηκε η μεταβίβαση, ευτυχώς όμως δεν επλήγη η προϋπάρχουσα μεταβίβαση στο αντικείμενο ψυχανάλυση. Έτσι συνέχισα αλλού, με άλλες πιο κατάλληλες συνθήκες.
Αυτό που θέλω να περιγράψω εδώ είναι τα συμπτώματα παρακμής που εμφανίστηκαν σε κείνη την διαδικασία. Μετά από ένα πρώτο χρονικό διάστημα γνωριμίας που σίγουρα υποστηριζόταν σθεναρά από την μεταβίβαση στην ψυχανάλυση που υπήρχε μέσα μου, άρχισαν οι αντιστάσεις να παίρνουν όλο και μεγαλύτερη δύναμη, να καλύπτουν όλο και περισσότερο χώρο, πνίγοντας την θεραπευτική θέση. Προφανώς εκείνος δεν πονηρεύτηκε έγκαιρα την ύπαρξή τους, ίσως η αντιμεταβίβαση έπαιξε τον αρνητικό ρόλο της, πάντως το αποτέλεσμα ήταν να νιώθω πως δεν προχωρούσε το πράγμα.
Τον πλήρωνα με επιταγή. Έφτανα στο γραφείο του, έβγαζα τον φάκελο από την τσέπη μου και τον άφηνα πάνω στο ράφι. Μια μέρα λοιπόν, μπαίνοντας, μου δίνει τον φάκελο της προηγούμενης συνεδρίας, λέγοντάς μου «Αυτό είναι δικό σας, ρίξτε μια ματιά».
Βγάζω την επιταγή που είχα υπογράψει και έκπληκτος είδα το λάθος μου: Είχα γράψει το σωστό ποσό, αριθμητικά και ολογράφως, αλλά στη θέση του δικαιούχου αντί για το ονοματεπώνυμο του ψυχαναλυτή είχα γράψει το όνομα του δρόμου όπου βρισκόταν το γραφείο του. Ζήτησα συγνώμη ντροπιασμένος, εκείνος ήταν αμίλητος.
Βγαίνοντας από κείνη τη συνεδρία, είχα πάρει την απόφαση. Θα σταματούσα να έρχομαι στον δρόμο αυτόν! Το υποσυνείδητο μίλησε, αρνήθηκε να πληρώσει τον ψυχαναλυτή, η φυσική παρουσία δεν φτάνει για να εδραιώσει την μεταβίβαση. (Ίσως, σκέφτομαι τώρα, η έννοια του «κύρους και αυθεντίας» του, που εγώ αγνοούσα τότε αλλά όχι εκείνος, να έπαιξε τον αρνητικό της ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης).

Τόσα χρόνια μετά, την θυμάμαι αυτή την ιστορία και νομίζω πως μου στάθηκε καλό μάθημα που χρησιμοποιώ στη δουλειά μου. Σκέφτομαι πως αυτό που ο ψυχαναλυτής Pierre S. παρέλειψε να κάνει είναι να σταθεί δυο λεπτά στο λάθος, να υπογραμμίσει την αντίσταση που εμφανίστηκε με τόσο θορυβώδη και εντυπωσιακό τρόπο. Η παράλειψή του αυτή, θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραία, αν στη θέση του αναλυόμενου, δεν βρισκόταν κάποιος που είχε αποφασίσει τόσο απόλυτα να συνεχίσει τον δρόμο, έστω και με άλλο όνομα.
Ίσως γι’ αυτό κάνω τώρα αυτές τις σκέψεις. Για να αναδείξω την ύπαρξη και τη σημασία των αντιστάσεων στα πλαίσιο της ομάδας μας ώστε η διεύθυνση των συνεδριών μας να συνεχίσει να είναι σταθερή.
Για να μην μείνει ανεπεξέργαστη η αντίσταση, για να μην σιωπήσω την αρνητική ή θετική μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση. Μέσα σε τούτη την ομάδα, ο καθένας από μας παίρνει διαδοχικά τον ρόλο του αναλυτή και του αναλυόμενου. Αναπόφευκτα δημιουργούνται ψυχικές κινήσεις που καλούμαστε να ανιχνεύσουμε και να αναλύσουμε, αν η επιθυμία μας είναι  να είναι η ομάδα ο χώρος εποπτείας, δηλαδή επεξεργασίας του ασυνείδητου των μελών της. Γράφοντας αυτά, αναρωτιέμαι σε ποιόν βαθμό οι σκέψεις τούτες δεν ενσαρκώνουν ένα υπερεγωτικό τμήμα του ομαδικού ψυχισμού. Νομίζω πως είναι! Και ανησύχησα για την από πλευράς μου παραβίαση της καλοπροαίρετης ουδετερότητας. Που σημαίνει πως παρεμβαίνω προς το συμφέρον του κανόνα σε βάρος του «Αυτό», που θα επέτρεπε χαλαρότητα και αποδοχή δίχως κριτική της οποιασδήποτε αυθόρμητης συμπεριφοράς της ομάδας.
Βρίσκομαι λοιπόν μπρος σε ένα παράδοξο: από τη μια ενσαρκώνω με αυτές τις σκέψεις την φωνή του Υπερεγώ και την αποδέχομαι, από την άλλη την αρνούμαι, (στην ουσία αρνούμαι να επενδυθώ το «κύρος και αυθεντία)προσπαθώντας να εμφυσήσω στα άλλα μέλη την ανάλυση της δικής τους ουδετερότητας σε σχέση με τα δυο στοιχεία, τού «Αυτό» και του «Υπερεγώ». Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να αναρωτηθεί ο καθένας μας πώς το «Εγώ» κάνει την διαιτησία ανάμεσα στις δυο συνιστώσες στα θέματα που αφορούν την ομάδα. Βλέπετε, στο «Εγώ» καταφεύγω για να βγω από τη δύσκολη θέση.
Μία από τις τελευταίες Πέμπτες, στο τέλος της μέρας μου δεν είχα καμιά διάθεση (το λέω έτσι για ευκολία, καθώς η λέξη διάθεση παραπέμπει προπαντός στην ψυχική διαθεσιμότητα) να παρατείνω τον χρόνο δουλειάς με την συνάντηση της ομάδας. Ήταν φανερό πως το «Αυτό» μου υπαγόρευε να ακυρώσω την προγραμματισμένη συνεδρία μας. Παρενέβη δυναμικά το Υπερεγώ με απειλητικές διαθέσεις και του επιτέθηκε βίαια. Το δε Εγώ συνεργάστηκε μαζί του κουβαλώντας σαν ακράδαντο επιχείρημα το πλαίσιο: καθώς οι συναντήσεις γίνονται στο χώρο μου, οι επιπτώσεις σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο κινδύνευαν να είναι καταστροφικές.
Τα συμπτώματα παρακμής που ανέφερα στην αρχή σχετίζονται με την δική μου ψυχική εσωτερική διένεξη. Αν μέσα στην ομάδα η διένεξη αυτή δεν μπορέσει να βρει (και να συζητήσει)την αντίστοιχη στα άλλα μέλη, τότε κατά τη γνώμη μου, η ομάδα οδηγείται σε παρακμή και σε θάνατο.  Η αντίστοιχη ψυχική διένεξη δεν μπορεί να ειπωθεί περιληπτικά σε ένα ολιγόλογο τηλεφώνημα, του τύπου: «Λυπάμαι αλλά κάτι μου έτυχε και δεν μπορώ να είμαι στη συνάντηση». Διότι η ευγενική αυτή έκφραση που σε κοινές κοινωνικές συνευρέσεις αρκεί, σε ομάδες του δικού μας τύπου αφήνει κενά. Και το μεγαλύτερο είναι να διευκολύνει το Υπερεγώ άλλων μελών να πιάνουν περισσότερο χώρο από εκείνον που απαιτεί η σωστή ψυχική λειτουργία της ομάδας. Η παραβίαση της καλοπροαίρετης ουδετερότητας του μέλους που απουσιάζει (καθώς το Αυτό υπερίσχυσε και αποφασίστηκε η απουσία) δίνει ευκαιρία στην καταπάτηση της ουδετερότητας στα άλλα μέλη, με τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της φαντασίωσης για κύρος και αυθεντία (σε μένα εν προκειμένω).
Από την ψυχαναλυτική πρακτική μας ξέρουμε πια τα κόλπα των αντιστάσεων. Μεταξύ μας δεν έχει νόημα (αντίθετα είναι βλαβερό) να μην τα ανιχνεύουμε. Και φυσικά θεωρώ πως πρέπει να σεβαστούμε τις αντιστάσεις μας. Αλλά σέβομαι, δεν σημαίνει παραβλέπω. Στην ψυχανάλυση όπως και στην ομάδα εποπτείας σημαίνει τις βλέπω, τις ανιχνεύω και τις αναλύω. Επειδή τις σέβομαι. Για να συνεχιστεί η μεταβίβαση στην ομαδική δουλειά. Για να βρουν τη θέση τους τα συμπτώματα. Αυτός δεν είναι ο σκοπός τους; Να δίνουν το ερέθισμα για ενδοσκόπηση και ανάλυση, παρακάπτοντάς τα. Αλλιώς η παρακμή και η αποεπένδυση παραμονεύουν.

Είναι νωρίς για να βγάλω συμπέρασμα για τα αποτελέσματα της παρέμβασής μου αυτής και την εξέλιξη της ομαδικής δουλειάς. Οι άμεσες αντιδράσεις των συναδέλφων πάντως είχαν ποικίλες αποχρώσεις. Με την πιο σημαντική και επώδυνη τον θυμό κάποιων μελών, που δεν κατάφεραν να ακούσουν το πραγματικό νόημα της παρέμβασης. Ο θυμός αυτός είχε να κάνει ακριβώς με το κύρος και την αυθεντία. Διότι ενώ το ουσιαστικό μήνυμα που έστελνα ήταν να επεξεργαστεί ο καθένας μας την θέση του στην ομάδα (ως προς το Υπερεγώ το Αυτό και το Εγώ) υπήρξαν αποδέκτες που παρεξήγησαν την παρέμβαση ως «υπερεγωτική» άσκηση εξουσίας και αυθεντίας από μέρους μου. Ελπίζω σύντομα να αποκατασταθεί η κοινότατη αυτή παρεξήγηση που δεν έχει θέση κατά τη γνώμη μου σε χώρους που ασχολούνται με την ανθρώπινη ψυχική ζωή και τα στοιχεία που την διέπουν.


3. Οι ψυχαναλυτές και η ομάδα

Μετά τον Φρόιντ, που ενδιαφέρθηκε ελάχιστα για το θέμα, πολλοί σύγχρονοι ψυχαναλυτές ασχολούνται με την ομάδα. Aνάμεσά τους δύο Γάλλοι μου φαίνονται πιο προσιτοί και θα αναφερθώ στη θεωρία τους: ο Nτιντιέ Aνζιέ και ο Pενέ Kαές.
Για τον Aνζιέ η ομάδα είναι η προβολή μιας ατομικής τοπικής[2] (το εγώ, το υπερ-εγώ και το αυτό, της δεύτερης τοπικής του Φρόιντ). Αυτή η προβολή δημιουργεί μια τοπική της ομάδας, κάτι σαν ο εαυτός της ομάδας. H λειτουργία της ομάδας στηρίζεται στη συμμετοχή των μελών της στην κοινή φαντασίωση, την «ομαδική αυταπάτη», πως όλα τα μέλη είναι ίδια, έχουν τις ίδιες αξίες τους ίδιους στόχους κλπ.
Τα μέλη ταυτίζονται μέσα σε ένα ομαδικό ναρκισσισμό, κι αυτός είναι ο δυναμικός λόγος ύπαρξης της ομαδικής αυταπάτης.
Ο οικονομικός λόγος υπάρχει επίσης διότι αυτή η φαντασίωση χρησιμοποιείται σαν άμυνα κατά του άγχους καταδίωξης που αισθάνονται τα μέλη σε σχέση με τους άλλους, τους εκτός ομάδας.
Ο τοπικός λόγος ύπαρξης της φαντασίωσης εξηγείται διότι με την ομαδική αυταπάτη αντικαθίσταται το ιδεώδες-εγώ του κάθε μέλους με το κοινό ιδεώδες-εγώ της ομάδας.
O Aνζιέ δίνει ορισμένους οργανωτές που θεωρεί υπεύθυνους για τους ασυνείδητους ομαδικούς μηχανισμούς: η ατομική φαντασίωση, τα Iμαγκώ (μορφοείδωλα), η πρωταρχική φαντασίωση, το Oιδιπόδειο, και η εικόνα του ίδιου του σώματος (συχνά μιλώντας για μιαν ομάδα χρησιμοποιούμε λέξεις που έχουν σχέση με το ανθρώπινο κορμί. Πχ λέμε το "διπλωματικό σώμα", ή "η κεφαλή της ομάδας, η ουρά της, τα μέλη της").
Βλέπουμε ότι οι οργανωτές που είναι υπεύθυνοι για τους ομαδικούς μηχανισμούς αφορούν τον ατομικό ψυχισμό.
O Anzieu επισημαίνει επίσης τρεις αρχές που χαρακτηρίζουν την ομαδική φαντασία: Τον μη διαχωρισμό ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα, την αυτάρκεια της ομάδας σε σχέση με την ψυχική και κοινωνική πραγματικότητα και τέλος τον διαχωρισμό εντός-εκτός.
To να υπάρχουν μαζεμένα ορισμένα άτομα δεν σημαίνει ότι υπάρχει ομάδα. Μιλάμε για ομάδα όταν σχηματιστεί αυτός ο «φάκελος» που θα βάλει το όριο ανάμεσα στον μέσα χώρο και χρόνο και τον έξω χώρο και χρόνο. Δημιουργείται έτσι ένας συμβολικός κάναβος, το περιέχον, ο «φάκελος» του Anzieu που θα κλείσει μέσα του το περιεχόμενο που είναι το σύνολο των ατομικών προβολών.
Η αγωνία μου για το μέλλον της ομάδας των συναδέλφων μου έγκειται ακριβώς σ’ αυτό. Δημιουργήθηκε άραγε ο κατάλληλος φάκελλος που θα εμπεριέξει τις ατομικές προβολές των μελών;
O Pενέ Kαές δούλεψε με τον Aνζιέ[3]. H ιδιαιτερότητά του είναι ότι ασχολείται με την ψυχανάλυση της ομάδας. εκείνος δίνει μιαν ενδιαφέρουσα άποψη για την ομαδικότητα του ατομικού ψυχισμού: Σε αναφορά στον Λακάν που θεωρεί ότι ο λόγος δομεί το υποκείμενο, ο Kαές λέει ότι η ομάδα δομεί το υποκείμενο. Προωθεί επίσης την έννοια του ομαδικού ψυχικού μηχανισμού[4].

O Kαές δίνει τρεις ορισμούς για την ομάδα:
1. H ομάδα είναι μία οργάνωση δια-υποκειμενικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη που δημιουργούν κατασκευές και ιδιαίτερους ψυχικούς μηχανισμούς.
2. H ομάδα σημαίνει την μορφή και δομή μιας εσω-ψυχικής οργάνωσης που χαρακτηρίζεται από αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα στοιχεία που την συνθέτουν και έχει μια αποστολή στον ψυχικό μηχανισμό.
3. H ομάδα μέσα στην ψυχαναλυτική διαδικασία είναι ένα μέσον έρευνας και επεξεργασίας των κατασκευών και μηχανισμών της ψυχικής πραγματικότητας των υποκειμένων μιας ομάδας.

Έτσι φτάνουμε να μιλάμε για τρία επίπεδα ψυχικών διεργασιών στα πλαίσια της ομάδας:
-το εσω-ψυχικό (ατομικό, υποκειμενικό)
-το δια υποκειμενικό (ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα υποκείμενα)
-το μετα υποκειμενικό (τρανς) η ομάδα σαν σύνολο. O ομαδικός ψυχικός μηχανισμός δεν μπορεί να υπάρξει παρά μέσα σε μια ομάδα.
Ένα τελευταίο σημείο από τη θεωρία του Kαές που θέλω να αναφέρω γιατί σχετίζεται με τη λειτουργία των ομαδικών χώρων ψυχικής υγείας είναι οι έννοιες κάποιων ασυνείδητων μηχανισμών:
To «ναρκισσιστικό συμβόλαιο». Που σημαίνει την απονομή μιας θέσης σε κάθε μέλος της ομάδας. O καθένας ιδιοποιείται με τον τρόπο του τα λεγόμενα απ' το σύνολο των μελών. Σ' αυτά περιλαμβάνονται τα ιδεώδη και οι κοινωνικές αξίες σύμφωνα με τον θεμέλιο μύθο που θα δούμε πιο κάτω.
To «αποποιητικό συμβόλαιο» αφορά τα στοιχεία που πρέπει να μείνουν απωθημένα από κάθε υποκείμενο ώστε να μπορέσει να υπάρξει ομάδα.
Αυτές ακριβώς οι ασυνείδητες αμυντικές διασυνδέσεις απώθησης είναι το αντικείμενο της ομαδικής ψυχαναλυτικής διεργασίας.

O όρος «θεμέλιος μύθος»[5] χρησιμοποιείται από τούς ψυχαναλυτές και αφορά τα ιδρύματα, οργανισμούς, και γενικά χώρους όπου λειτουργούν ψυχοθεραπευτικές ομάδες. Αυτά τα ιδρύματα δημιουργήθηκαν για να επιτελέσουν δύο κοινωνικές αποστολές: η πρώτη είναι να προσφέρουν μιαν ανοιχτή πόρτα σε όσους ξεφεύγουν από το κανονικό, τη νόρμα. H δεύτερη είναι θεραπευτική και τείνει στην κανονικοποίηση αυτών των περιθωριακών. Έτσι το ίδρυμα και κατ' επέκταση κάθε εργαζόμενος σ' αυτό βρίσκεται σε μια παράδοξη θέση: Μέσα και έξω από το κοινωνικό καθεστώς. O Eσκιρόλ λέει ότι η κοινωνική απαίτηση είναι να "εξουδετερωθούν οι επικίνδυνοι περιθωριακοί για τούς ίδιους και για τους άλλους". Έτσι η καθημερινή επαφή με άτομα που υποφέρουν προκαλεί πόνο. Τα θεραπευτικά ιδρύματα γίνονται ασθενή ιδρύματα. Βέβαια, όπως λέει ο Kαές, είναι οι άνθρωποι που υποφέρουν και όχι το ίδρυμα. Μέσα του συναντάμε τα τρία επίπεδα: ενδο, δια και μετα υποκειμενικό.

Tο ίδρυμα είναι κληρονόμος ενός ή περισσοτέρων εγκλημάτων. H βία που φαίνεται να προϋπάρχει της ζωής μέσα σ' αυτό είναι νομιμοποιημένη και ζητά από το προσωπικό να αγνοήσει τις ενορμήσεις του. Και όπως ξέρουμε η απαγόρευση γεννά την επιθυμία παράβασης.
Mε τη δημιουργία ομάδας διάφοροι μηχανισμοί μπαίνουν σε λειτουργία: όπως η προβολή προς τα έξω εσωτερικών αντικειμένων, η επίθεση κατά των συνδέσμων (BION)[6], χρησιμοποιώντας αρχέγονες άμυνες όπως ο διχασμός ή ο αποκλεισμός. Όσο για τις δομές που υιοθετούνται για να λειτουργήσει το ίδρυμα, παρουσιάζονται σαν άμυνα κατά του άγχους κατάθλιψης και καταδίωξης, του άμορφου, των ενορμήσεων, του άλλου, του άγνωστου, ή της σκέψης.

Ασθενεί ένα ίδρυμα όταν
-δεν καταφέρνει να δημιουργήσει μία οθόνη που να εμποδίζει τις αμοιβαίες προβολές των μεν πάνω στους δε. Αυτό προκαλεί ένα αίσθημα βιασμού της ψυχής, αποξήρανση της σκέψης και των συναισθημάτων.
-όταν δυσκολεύεται να πείσει το προσωπικό του για την ανάγκη να συγκρατήσουν, να συμβολοποιήσουν τον αποχωρισμό (τον αρνείται).
-Κυριαρχείται από κινήσεις αποεπένδυσης ή αντιεπένδυσης
-Όταν, κάνοντας λόγο για «ιδεώδη», διευκολύνει την εμφάνιση παρανοϊκών συμπεριφορών (προσκαλώντας στο όνειρο αφήνει πεδίο δράσης σε διαστροφικές επιθυμίες: το πιο τρελό και επικίνδυνο όνειρο μπορεί να κρυφτεί κάτω από τη μάσκα της δημιουργικότητας).
Τότε πρέπει να δεχτούμε ότι ο Θάνατος παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή του ιδρύματος.
Αυτό μας παραπέμπει στην έννοια του «θανατηφόρου»: Θανατηφόρος είναι αυτός που θα ενεργήσει την πράξη μέσα σε μιαν ομάδα. Επιτίθεται στους δια υποκειμενικούς συνδέσμους, τον συμβολικό λόγο, τη σκέψη, και το αντικείμενό του είναι το μίσος.
Σαν σύμπτωμα εμφανίζεται η μη επικοινωνία μέσα στην ομάδα που γίνεται το αντικείμενο προβολών του θανατηφόρου. Σπάει την αλυσίδα ομαδικών συνειρμών, και το κάθε μέλος της ομάδας αναγκάζεται να κλειστεί στον εαυτό του για «ναρκισσιστική επανάκλιση» (στήριξη). O θανατηφόρος ξυπνάει στο προσωπικό των ιδρυμάτων την αμφιβολία για τις επαγγελματικές ικανότητες, ενοχές, αυτο-υποτίμηση.
Οι τακτικές του: Χρησιμοποιώντας ασαφή λόγο, μιλώντας απρόσωπα και με υπονοούμενα,
Α. Επιτίθεται στο πλαίσιο, αγνοεί και αρνείται τον νόμο, αλλάζει τη χρήση των ενδιάμεσων χώρων των οποίων η σημασία είναι μεγάλη, και σπάει έτσι τον ψυχικό φάκελλο των υποκειμένων που δουλεύουν μαζί του (τραυματισμός).
Β. Επιτίθεται κατά του «αποποιητικού συμβολαίου»: Όταν αυτό που εγγυάται την ασφάλεια στη βάση μίας ομάδας καταστραφεί, η απόσχεση, η αποσύνδεση των ενορμήσεων και η υπερβολή ύπαρξης ναρκισσισμού απελευθερώνουν μια θανατηφόρα βία δίχως όρια.
Γ. Επιτίθεται κατά του ναρκισσιστικού συμβολαίου: O θανατηφόρος, με προβολές κακών αντικειμένων προς τα έξω (αρχηγό, ομάδα, ίδρυμα κλπ) με σχιζο-παρανοϊκή παλινδρόμηση, δημιουργεί «ναρκισσιστικά τραύματα» ατομικά ή ομαδικά.
Σαν αποτέλεσμα, το ίδρυμα πάσχει! Γίνεται εκδραμάτιση της φαντασίωσης, ή παρανοειδής ερμηνεία, ακόμα και επίθεση ζήλιας. Όλα αυτά έχουν σοβαρές επιπτώσεις στους ασθενείς, και κυρίως την ενοχοποίηση.
Επανέρχομαι στον θεμέλιο μύθο για να μιλήσω για το φάντασμα των πρώτων θεμελιωτών. Αυτοί (οι θεμελιωτές τού κέντρου, ιδρύματος κλπ) δημιούργησαν ένα μυθικό φάκελλο που επέτρεψε το στήσιμο του ιδρύματος.
O ρόλος του μύθου είναι τετραπλός:
1. Εκφράζει ότι στο ξεκίνημα υπήρχε ένα δέσιμο όλων γύρω από το κοινό σχέδιο, χωρίς συγκρούσεις, πράγμα που ενοχοποιεί τους νεότερους που πρέπει να φανούν αντάξιοι των προγόνων.
2. Κρατά στη θέση της την εξουσία των ακόμη παρόντων θεμελιωτών που θέλουν να είναι ιδεώδεις πόλοι και ταυτοτικές αναφορές ακόμη κι αν η εξέλιξη του χώρου έχει σαν αποτέλεσμα την ακαταλληλότητα του μύθου ή της ιδεολογίας.
3. Δεν αμφισβητείται το αρχικό σχέδιο, ακόμη κι αν φαίνονταν οι ατέλειές του από την αρχή, ατέλειες που εξηγούν τις παρούσες δυσκολίες.
4. Ευνοεί τα σχόλια, τις ιστορίες, τις φήμες (οι γνωστοί "σκελετοί στα ντουλάπια"). Αυτό βεβαιώνει την υπόγεια ύπαρξη μιας πρωταρχικής σκηνής.
Όλα αυτά τα στοιχεία (ενοχοποίηση, εξουσία, δυσκολία αλλαγής, ανομολόγητο λάθος) συμβάλλουν στην αδυναμία του ιδρύματος να εγκαταλείψει το παρελθόν για να σκεφθεί το παρόν και να λύσει τα προβλήματά του. 

Θα παραθέσω δυο λόγια για τα "ενδιάμεσους χώρους", ή καλύτερα τα "ενδιάμεσα διαστήματα".
Στην κλασσική ψυχαναλυτική διαδικασία πρόκειται για την αίθουσα αναμονής, τη χειραψία, τις σκάλες κλπ. Όσο για τα ιδρύματα, είναι οι κοινοί χώροι, οι διάδρομοι, η κουζίνα με τον καφέ, η γραμματεία. Είναι χώροι ανάμεσα στο έξω και το μέσα, όπου οι δια προσωπικές σχέσεις κυμαίνονται ανάμεσα στο επαγγελματικό και το ιδιωτικό, και ευνοούν την έκφραση φαντασιώσεων.
O Pουσσιγιόν[7] χρησιμοποιώντας τα λεγόμενα του Φρόιντ για το τι γίνονται τα "υπόλοιπα", διακρίνει τρεις τύπους ενδιάμεσων χώρων:
1 την επανάληψη: ό,τι έχει γίνει ή ειπωθεί μέσα στο ενδιάμεσο έχει νόημα και πρέπει να επαναληφθεί σε δεύτερη φάση ενταγμένο στην αλυσίδα συνειρμών.
2 την αποθήκη:  ό,τι έχει γίνει ή ειπωθεί μέσα στο ενδιάμεσο μένει αποθηκευμένο, διατηρημένο, παγωμένο και ακίνητο.
3               την κρύπτη: ό,τι έχει γίνει ή ειπωθεί μέσα στο ενδιάμεσο τοποθετείται στην κρύπτη απ' όπου δεν έχει δυνατότητα να βγει. Δεν θα επαναληφθεί ποτέ στην αλυσίδα συνειρμών.
H αξία των ενδιάμεσων χώρων εξαρτάται από την σχέση ενδιάμεσου-ιδρύματος. Είναι σχέση αμοιβαίας στήριξης; Είναι σχέση διχασμού;
O Pουσσιγιόν λέει ότι τα θεραπευτικά ιδρύματα μπορούν να γίνουν πεδία καλλιέργειας ενόρμησης θανάτου. Oι θεραπευτές αντιμετωπίζοντας καθημερινά την ψυχική ασθένεια και τα αντικοινωνικά της αποτελέσματα, οφείλουν να συγκρατήσουν να περιέξουν τους αρχαϊκούς μηχανισμούς προβολής, και αυτή η μόνιμη πίεση μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα "πραγματικούς ομαδικούς τραυματισμούς". Παράδειγμα: να σαμποτάρουν τη δουλειά τους, να αδρανούν. H ακόμα ο ψυχαναγκασμός επανάληψης των ασθενών μπορεί να κατακλύσει όλη τη λειτουργία (λειτουργική ομολογία), διότι κάθε αλλαγή προκαλεί βαθιά άγχη των οποίων είναι δύσκολη η διεργασία.
To ενδιάμεσο δεν παίζει πια τον ρόλο του ρυθμιστή των εντάσεων αλλά γίνεται χώρος ή χρόνος όπου η ζήλια είναι σε παροξυσμό, και όπου δομούνται κοινωνίες απάρνησης.

Δυο λόγια τώρα για την "λειτουργική ομολογία". O όρος είναι του Bleguer, γνωστός για τη θεωρία του περί κάδρου, και ξαναχρησιμοποιείται από τον J.P. Pinel στις σκέψεις του για το ενεργείν και αντι-ενεργείν.
O Πινέλ λέει ότι ο ασθενής ενεργώντας διακατέχεται από απάρνηση αποχωρισμού (déni de séparation). Kινητοποιεί έτσι ένα ταυτοτικό ξερίζωμα στον θεραπευτή. O ασθενής εγχύνει σε ένα εξωτερικό περιέχον χαοτικά στοιχεία, τις εσωτερικές ασυγκράτητες συγκρούσεις. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα εναλλαγές ανάμεσα στον υπερερεθισμό και την απάθεια, την υπερεπένδυση και την αντιεπένδυση και υπερχειλίζει η αντι-διεγερτική λειτουργία του θεραπευτή.
Έτσι το ενεργείν καλεί το αντι-ενεργείν. O θεραπευτής λειτουργεί σαν τον ασθενή.

Ένα παράδειγμα.


Πριν από αρκετά χρόνια εργαζόμουν σε ένα κέντρο ψυχικής υγείας (CMP) στο Παρίσι. Στην κουζίνα του Κέντρου, τοιχοκολλούνται διάφορες ανακοινώσεις. Μια μέρα διαβάζω: Mε την ευκαιρία της συνταξιοδότησής της η κυρία A σας προσκαλεί όλους το Σάββατο κλπ.
Αυτή η ανακοίνωση προκάλεσε το ενδιαφέρον μου για πολλούς λόγους:
1. Αρχικά είχε προγραμματιστεί η γιορτή μέσα στο χώρο του Κέντρου ένα Σαββατόβραδο αλλά τελικά έγινε στο σπίτι της κυρίας A.
2. Oι καλεσμένοι έπρεπε να δηλώσουν εγκαίρως αν θα παραστούν και προπαντός να αναγγείλουν στις κοπέλες της γραμματείας, που είχαν αναλάβει την οργάνωση, τι θα φέρει ο καθένας. To προσωπικό του ιδρύματος έχει έτσι μπλεχτεί με πολύ ιδιάζοντα τρόπο σ' αυτό το γεγονός, αν συγκριθεί με το τι γίνεται συνήθως σε άλλες περιπτώσεις.
3. (και σημαντικότερο) H κυρία A είναι Ψυχολόγος και σύζυγος του διευθύνοντος γιατρού του κέντρου.

Θέλοντας και μη έκανα τους συσχετισμούς ανάμεσα στο γεγονός και στα περί αυτού λεγόμενα (πάντα στο ενδιάμεσο) με την κουβέντα που τριγύριζε εδώ και καιρό στο μυαλό μου: το ίδρυμα ασθενεί.
H κυρία A φεύγει από το Κέντρο. Είναι μια αναχώρηση που προαναγγέλλει μιαν άλλη σημαντικότατη αναχώρηση: του κυρίου A που είναι ο διευθυντής-γιατρός του κέντρου. Εκτός των πρακτικών προβλημάτων που σημαίνουν αυτές οι αναχωρήσεις (ποιος θα τον αντικαταστήσει, πως θα γίνει το πέρασμα απ' τη μια κατάσταση στην άλλη, πως θα πληρωθεί το οργανωτικό κενό που ήδη διαφαίνεται κλπ) δημιουργεί στο προσωπικό του Κέντρου και μια έκδηλη αλλά υπολανθάνουσα σύγχυση που συνδέεται με την αναχώρηση του γονεϊκού ζεύγους. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με προβλήματα ψυχικής πραγματικότητας και όχι πολιτικά ή πρακτικά όπως ισχυρίζονται οι θεραπευτές τού Κέντρου. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για επανεργοποίηση εσω-ψυχικών, δια-υποκειμενικών και μετα-υποκειμενικών συγκρούσεων σε επίπεδο ομάδας του Κέντρου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για συγκρούσεις που έχουν σχέση με την Οιδιπόδεια προβληματική των ατόμων.
To «Κέντρο» σύμφωνα με τη θεωρία του Kαές[8] είναι χώρος φανταστικής πραγματοποίησης απωθημένων επιθυμιών αλλά και εξασφαλίζει τις άμυνες κατά του άγχους που έχει τις ρίζες του στην ψυχική ζωή των υποκειμένων απέναντι στην εξουσία και/ή την αγάπη του γονιού-διευθυντή. Και στις παρούσες συνθήκες το Κέντρο αδυνατεί να εξασφαλίσει και την πραγματοποίηση των επιθυμιών καθώς και τις άμυνες εναντίον τους.

Αυτές οι σκέψεις για την σχέση της ασθένειας του Κέντρου με την γενεαλογία του, με έσπρωξαν να μάθω περισσότερα γύρω απ' τον θεμέλιο μύθο που το αφορά:
Στην αρχή ήταν ένας σύλλογος ψυχικής υγιεινής, της δεκαετίας του 60. O σημερινός διευθυντής και η σύζυγός του ήταν υπάλληλοι του συλλόγου. Όσο για τον τότε διευθυντή-γιατρό θεμελιωτή του συλλόγου, μαθαίνω ότι πέθανε νέος από μια αλματώδη ασθένεια ή δυστύχημα... (σκελετοί στα ντουλάπια).
Ήταν η εποχή της τομεοποίησης. Tο υπουργείο διορίζει μετά από διαγωνισμό τον διευθυντή-γιατρό που θα είναι ο κύριος A. Oι άλλοι ψυχίατροι δυσαρεστούνται διότι υποψιάζονται μη καθαρές διαδικασίες. H κατάσταση γίνεται εκρηκτική και έξι μήνες μετά η ομάδα του νοσοκομείου ημέρας απαγορεύει την είσοδο στο γιατρό-διευθυντή.
H σύγκρουση σκληραίνει και το νοσοκομείο ημέρας κάνει απεργία. Μπρος σ' αυτή την κατάσταση ο σύλλογος διαλύεται και το Κέντρο κλείνει για έξι μήνες (Σεπτ 75 με Iούν 76). Τότε το υπουργείο Υγείας υποχρεώνει το νοσοκομείο Perray-Vaucluse να ξανανοίξει την υπηρεσία με την ακόλουθη επιβολή (dictat): Κανένα μέλος από την παλιά ομάδα δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στη νέα δομή. H αποστολή που δίνεται στον διευθυντή-γιατρό είναι η δημιουργία 30 θέσεων νοσοκομείου ημέρας.
Μετά από μερικά επεισόδια διαμαρτυρίας τη μέρα της έναρξης, το Κέντρο οργανώνεται με νέα σύνθεση γύρω από το διευθυντή. Νοσοκομείο ημέρας και περιοδεύουσα συμβουλευτική ( consultation ambulatoire).
Υπεύθυνος του νοσοκομείου ημέρας διορίζεται μια άλλη εμβληματική μορφή, έντονη παρουσία και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ένας κύριος που έχει μια ιδιάζουσα σχέση με τον κύριο A: ο ένας είναι ο νονός του παιδιού του άλλου.
Λίγα χρόνια αργότερα επανεμφανίζονται τρεις από τους παλιούς υπαλλήλους του Κέντρου, μεταξύ των οποίων η κυρία A, σύζυγος του διευθυντή. Αυτοί οι τρεις μπόρεσαν να ξαναμπούν στην ομάδα διότι ήταν απόντες με άδεια γιατρού την εποχή των γεγονότων.
Μέσα στους τρεις ήταν και μια ειδική παιδαγωγός που άρχισε να ανακινεί τα λιμνάζοντα νερά, να έχει διαμάχες με τον υπεύθυνο του νοσοκομείου ημέρας. Μεγάλες συγκρούσεις ξεσπούν ανάμεσα στις ομάδες και ο διευθυντής-γιατρός ζητά απ τον δυο φορές κουμπάρο του να εγκαταλείψει την υπηρεσία.
Από τότε υπάρχει διχασμός (clivage) ανάμεσα στο νοσοκομείο ημέρας και το ιατροψυχολογικό Κέντρο. Επιπλέον δύο άλλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας (7ου και 8ου παρισινού διαμερίσματος) προστέθηκαν στον ίδιο χώρο. Σημειώνω εδώ ότι αυτό έγινε μετά τον πρόωρο θάνατο του γιατρού-διευθυντού αυτών των υπηρεσιών.

Βλέπουμε καθαρά τη δύναμη του θεμέλιου μύθου (λίθου) στην ιστορία του Κέντρου. Όλα τα στοιχεία υπάρχουν:
H βία σαν καταγωγή του ιδρύματος, το φάντασμα των πρώτο-θεμελιωτών, η εξουσία τους, οι φήμες, η υπόγεια ύπαρξη της πρωταρχικής σκηνής, και ο αποχωρισμός και η απάρνησή του που φαίνεται να δημιουργεί πρόβλημα στον ψυχισμό του προσωπικού.

Στην περίπτωση του Κέντρου που ανέφερα, η πιο εύγλωττη λειτουργική ομολογία (καθόλου ομολογούμενη άλλωστε, αλλά καλυμμένη πίσω από πολιτικο-πρακτικά προβλήματα που φέρνουν δυσλειτουργίες) ήταν οι περιπτώσεις βιασμού του πλαισίου από τους θεραπευτές και το προσωπικό του ιδρύματος.
Ένα κλασικό παράδειγμα ήταν η αργοπορημένη άφιξη των θεραπευτών στη συνεδρία, όπου οι ασθενείς διαμαρτύρονται και τους επιπλήττουν.
Ακούγοντας συχνά τους συναδέλφους να μιλούν για πρόβλημα, δυσλειτουργία, αναποτελεσματικότητα, ανικανότητα συνεργατών, μελανό μέλλον, συνδυάζω αυτή την ανομολόγητη λειτουργική ομολογία με την ιστορία του Κέντρου και τη σημασία της για τους παλιούς και τούς καινούργιους ψυχοθεραπευτές-υπαλλήλους του.

Έχοντας βέβαια υπ' όψη μου τα δυο συμβόλαια του Kαές [9] ξέρω πως οι πληροφορίες που έχω για το Κέντρο αφήνουν κενά:
O πληροφοριοδότης μου έχει θέση μέσα στην ομάδα. Καθώς σέβεται προφανώς το «αποποιητικό συμβόλαιο», μου λέει αυτά που μπορεί να μου πει. Όσο για μένα επειδή ακριβώς η θέση μου στην ομάδα ήταν συγκεκριμένη και προσωρινή, είχα τη δυνατότητα απόστασης από την πραγματικότητα του Κέντρου, δεν είχα όμως τη θέση του τρίτου που θα κατάφερνε μέσα από μια διαδικασία Ανάλυσης να μετατρέψει τον διχασμό και το μίσος σε εσω-υποκειμενική σύγκρουση. Αυτός θα ήταν ο σκοπός μιας ψυχανάλυσης του Κέντρου σε επίπεδο ομάδας.

To αποτέλεσμα που έχει η πράξη πάνω στο πλαίσιο του ιδρύματος.
Για να καταλάβουμε και να δουλέψουμε με ασθενείς που εκφράζονται με την πράξη (agir) πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το αποτέλεσμα που έχει η πράξη πάνω στο πλαίσιο του ιδρύματος. To αρνητικό γίνεται το μέσο δουλειάς. To αποτέλεσμα είναι η επανάληψη της παθολογίας δεσμών που υπέστησαν στο παρελθόν οι ασθενείς. H πρόταση είναι: χρησιμοποίηση της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης. Εδώ ο ρόλος του κλινικού ψυχολόγου-αναλυτού θα ήτανε σημαντικότατος.

Το αποτέλεσμα της πράξης αγγίζει τον ψυχισμό των ατόμων που δουλεύουν στο χώρο, και δημιουργεί κρίση, διάλυση ή «λειτουργική ομολογία».
H θεραπεία των ασθενών περνά από την ανάλυση των κρίσεων σε επίπεδο θεραπευτών. Που σημαίνει δυνατότητα υποδοχής και διεργασίας των πράξεων των θεραπευτών.

Tα κυριότερα αδιέξοδα που συναντάμε σε αντίστοιχες περιπτώσεις είναι τεσσάρων τύπων:
Στοματικό, ναρκισσιστικό, αδιέξοδο σχέσεων επιρροής, πρωκτικό αδιέξοδο.
α) στοματικό. Ανάγκη άμεσης ικανοποίησης. Tοξικομανία κλπ
Το δίλημμα του θεραπευτή: ή απαντώ στο αίτημα οπότε ενθαρρύνω τη δομή της έλλειψης, καμιά δυνατή διεργασία, ή συνεχίζω την απόλυτη στάση απαγόρευσης, που επιφέρει ρήξη ή παρανοειδείς προβολές.
β) ναρκισσιστικό. Nα επενδύσεις στο αντικείμενο σημαίνει κίνδυνος να αφανιστεις. Nα κρατήσεις αποστάσεις σημαίνει αντιμετώπιση άγχους απώλειας αντικειμένου. Καμιά σωστή απόσταση δεν είναι δυνατή, που μεταφράζεται με "πράξεις".
γ) αδιέξοδο σχέσεων τυραννικής επιρροής. O ασθενής εκφράζει μια επιθυμία, ο θεραπευτής την εξαφανίζει, την καταστρέφει στην καλύτερη περίπτωση. Αυτό το τρίτο αδιέξοδο έχει κατά τη γνώμη μου την μεγαλύτερη σχέση με το θέμα «κύρους και αυθεντίας» που μας απασχολεί εδώ.
Τέλος, το δ) πρωκτικό αδιέξοδο. Δηλαδή, συγράτηση-απελευθέρωση, ένα συνεχές παιχνίδι με τους κανόνες και το πλαίσιο.

H ένδειξη υγείας του ιδρύματος καθώς και δυνατότητα θεραπείας είναι μια μερική απο-ταύτιση, μια αναγκαία λήψη απόστασης από τα πραγματικά γεγονότα. Γι' αυτό είναι σημαντική η σκέψη πάνω στην λειτουργία του ιδρύματος. Είναι ανάγκη για την υγεία του «χώρου» να υπάρχουν 3 επίπεδα σκέψης:
1ο επίπεδο. Ασθενής-θεραπευτής, συνεδρία.
2ο επίπεδο. Oι θεραπευτές μεταξύ τους, συνελεύσεις, συγκεντρώσεις, συζητήσεις για τους ασθενείς και τη θεραπεία.
3ο επίπεδο. Σκέψη και δουλειά πάνω στη λειτουργία του ιδρύματος, ανάλυση ομάδας.

Συνήθως το πρώτο επίπεδο είναι γνωστό και συνηθισμένο. Το δεύτερο υπάρχει συχνά και ορισμένες φορές λειτουργεί αποτελεσματικά. Το τρίτο επίπεδο είναι σχεδόν άγνωστο τις περισσότερες φορές.
Αυτά τα επίπεδα συχνά συγχέονται από το προσωπικό τής δομής ψυχικής υγείας. Για να αποφευχθούν οι συγχύσεις ανάμεσα στα επίπεδα, για να είναι σαφές το πλαίσιο του ιδρύματος είναι σημαντικό να υπάρχουν ξεκάθαρα τα τρία επίπεδα σκέψης.
Μόνον έτσι θα διαχωριστεί ό,τι έχει να κάνει α) με την παθολογία β) με τη θεραπευτική ομάδα, γ) με το ίδρυμα.

Επίλογος

Όλα αυτά δεν θα γίνουν με αρμονικό τρόπο. Νομίζω πως πρέπει να κάνουμε το πένθος του αρμονικού ιδρύματος, της τέλεια αρμονικής ομάδας. Τουλάχιστον η συνειδητοποίηση των προβλημάτων μέσα από μια ομαδική αναλυτική διεργασία, δίνει σαν αποτέλεσμα την μετατροπή του μίσους να σε σύγκρουση. Αυτή η σύγκρουση αρχικά θα αναπτυχθεί μέσα στην ομάδα, για να καταλήξει σε εσω-ψυχική σύγκρουση (του καθένα από τους εμπλεκόμενους), και να μπορέσει να λυθεί. Αυτή ακριβώς είναι και η ελπίδα μου για το μέλλον της ομάδας εποπτείας που περιέγραψα.

Αλλά τόσο στο παράδειγμα του Κέντρου στο Παρίσι, όσο και στην ομάδα των συναδέλφων, κατάλαβα ότι, και εδώ όπως ακριβώς στην ατομική ψυχανάλυση, ο δρόμος για την ωρίμανση του αιτήματος βοήθειας, για την προσπάθεια επεξεργασίας των θανατερών παρεμβολών των αντιστάσεων, είναι μακρύς.  Είναι όμως απαραίτητος! Διότι, το κύρος μπορεί να είναι δεδομένο χάρη στην πρόωρη μεταβίβαση στην αυθεντία της ψυχανάλυσης ή της ψυχοθεραπείας, αλλά χρειάζεται ανίχνευση, αναγνώριση και καλλιέργεια, ώστε να διατηρηθεί η φαντασίωση και να δώσει καρπούς.
Και ο υπεύθυνος ψυχοθεραπευτής δεν μπορεί να κάνει την οικονομία της επεξεργασίας τόσο του δικού του ψυχισμού όσο και εκείνου της ομάδας, είτε εργάζεται μόνος, είτε δραστηριοποιείται στο πλαίσιο μιας Δομής.






[1] Θανάσης Καράβατος, Ταξίδι γύρω από ένα ντιβάνι, Σύναψις, 2013, 30.
[2] C.CHABERT, Didier Anzieu, PUF,1996.
[3] R. KAES, avec Didier Anzieu, Louis-Vincent Thomas : Fantasme et formation Ed.: Dunod, 2007
[4] R. KAES, Le groupe et le sujet du groupe, éléments pour une théorie psychanalytique du groupe, Paris Dunod, 1993.
[5]. KAES, avec Olivier Nicolle, Margaret Ann Blanchar, Jean-Pierre Pinel: L’Insititution R en héritage. Mythes de fondation, transmissions, transformations, Ed.: Dunod 2008
[6] BION, W.R.1970. «L’attention et l’interprétation. Une approche scientifique de la compréhension intuitive en psychanalyse et dans les groupes». Sciences de l’homme. Paris, Payot, 1990.
[7] R. ROUSSILLON, Logiques et archéologiques du cadre psychanalytique, Paris, PUF, 1995
[8] R. KAES, 1976 - L'appareil psychique groupal, Paris, Dunod.
[9] KAES, René, 1989. «Alliances inconscientes et pacte dénégatif dans les institutions» . RPPG. No 13. Toulouse, Erès.