Συνειρμοί...
Ο ψυχαναλυτής Αναστάσιος Ντυπόν, η Μία, η Άλλη και όλη η παρέα τους βρήκαν τη θέση τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων και τις βιτρίνες. Περιμένουν τώρα τους καινούργιους φίλους για το ταξίδι της ανάγνωσης στους κόσμους της φαντασίας. Για τον προορισμό θα ευθύνονται από κοινού, ο αναγνώστης, οι ήρωες και ο συγγραφέας.
Στα σίγουρα, ο κόσμος αυτός δεν θα απομακρύνεται απ' τα ψυχικά μονοπάτια και τις αμφισβητήσεις τους...
Πιο πίσω, ίσως σε κάποιο σκονισμένο ράφι, ένας άλλος γνωστός μας ψυχαναλυτής, ο Νικηφόρος Φωκάς, χαίρεται για τους νιοφερμένους ένοικους του βιβλιοπωλείου. Χαίρεται γιατί δεν του είναι άγνωστοι. Είχε κάποτε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή μαζί τους, αλλά μετά την έκδοση του βιβλίου που τον αφορά.
Πράγματι, στα Διηγήματα Ψ, δεν περιλαμβάνεται το παρακάτω διήγημα. Έτσι το ταξίδι της ανάγνωσης που λέγαμε, έχει έναν τουλάχιστον στόχο: Την σύνδεση των γεγονότων και των συναισθημάτων, την συνειρμική συσχέτιση των ονομάτων, των εκπλήξεων και των περίπλοκων ψυχικών καταστάσεων…
Καλή ανάγνωση.
Η κηδεία (Διήγημα)
Κλασικά η Χαλκιδική
αποτελεί τον αγαπημένο προορισμό των Θεσσαλονικέων για σαββατοκύριακα και
διακοπές, και ο Νικηφόρος Φωκάς δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Έτσι δεν
είχε τύχει ποτέ μέχρι τώρα να επισκεφτεί το Πήλιο. Και να που σήμερα έρχεται
στο μαγικό βουνό για δεύτερη φορά μέσα σε δυο μέρες.
-Τι περίεργη που είναι η ζωή,
μουρμουρίζει οδηγώντας μέσα στο καυτό αυγουστιάτικο μεσημέρι. Χθες περνούσα
πάλι από δω, αλλά με πόσο διαφορετική διάθεση!
Κοιτάζει πλάι στο δρόμο
τον λαχταριστό Παγασητικό και τους κολυμβητές που χαίρονται την δροσιά του. Σε
άλλη περίπτωση θα σταματούσε ευχαρίστως για μια βουτιά, αλλά τώρα, μέσα στα
πένθιμα ρούχα και με μαυρισμένη την καρδιά, η περίπτωση θαλάσσιας απόλαυσης αποκλείεται.
«Χτες ναι!, χτες θα
μπορούσα να το έχω κάνει, αν είχα προβλέψει να ακυρώσω κάποια απογευματινά
ραντεβού πριν φύγω. Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος! Όταν οι ευκαιρίες τού έρχονται
στο πιάτο, αυτός κάνει τον αδιάφορο πιστεύοντας πως θα υπάρξουν σύντομα άλλες,
πιο δελεαστικές», μονολογεί μελαγχολικά.
Η ευκαιρία να ξανάρθει
στο Πήλιο (αν και η λέξη «ευκαιρία» δεν ταιριάζει στην περίσταση) εμφανίστηκε
λίγες ώρες αφότου είχε επιστρέψει από το πρώτο του ταξίδι στο όρος των
Κενταύρων. Η συνάδελφός του, Άννα Ντυπόν, τού τηλεφώνησε για να του ανακοινώσει
τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της. Πέθανε ήρεμα, μέσα στον ύπνο του, λέει, η
κηδεία θα γίνει σήμερα το απόγευμα, στις έξι. Αν μπορεί ας πάει, αλλά ξέρει
πόσο δύσκολο είναι… ας κάνει όπως νομίζει!
Το ενδεχόμενο να
απουσιάζει ο Φωκάς από αυτή την κηδεία, δεν υπήρχε ούτε σαν αμυδρή, φευγαλέα
σκέψη στο νου του. Θα ακύρωνε όλες τις προγραμματισμένες συνεδρίες, θα άλλαζε
προγράμματα και δεδομένα, θα υπέμενε, αν χρειαζόταν, μύριες όσες κατηγορίες και
παράπονα από τους ασθενείς του, αλλά θα έτρεχε με χίλια, για να είναι παρών
στον τελευταίο χαιρετισμό τού αγαπημένου του ψυχαναλυτή.
Ο Αναστάσιος Ντυπόν
υπήρξε ο αναλυτής τού Νικηφόρου. Αυτός ο αγέρωχος σοφός τον οδήγησε με
μαεστρία, με τέχνη και υπομονή στον μεγάλο και περίπλοκο κόσμο της ψυχανάλυσης.
Πριν γνωρίσει τον Ντυπόν, σε ένα κομψό γραφείο της Λεωφόρου Νίκης, η ζωή τού
Νικηφόρου ήταν μέτρια, συνηθισμένη, καθημερινή, οριακά υποφερτή, αλλά κυρίως
άχρωμη! Ο γέρος ψυχαναλυτής τούδωσε την
ευκαιρία να την χρωματίσει. Ο Ντυπόν έβαλε τα πινέλα και το μουσαμά, ο Φωκάς
ανάπτυξε τα ταλέντα του. Η συνεργασία ήταν θυελλώδης αλλά ανακουφιστική και
εξαιρετικά δημιουργική. Το αποτέλεσμα έδωσε ένα καταπληκτικό έργο τέχνης, που
φυλούσε κρυμμένο ο Νικηφόρος βαθειά μέσα του, σαν πολύτιμο θησαυρό. Ελπίζει
μονάχα πως οι ασθενείς του το νιώθουν, εύχεται να παίρνουν και εκείνοι το
μερίδιο που τους αναλογεί από την κληρονομιά τού αριστουργήματος που του άφησε
ο Ντυπόν.
Χθες, είχε ξανακάνει αυτό
τον δρόμο πηγαίνοντας να τον συναντήσει. Ήταν καλεσμένος της οικογένειας
Ντυπόν στην πρεμιέρα του θεατρικού που έγραψε ο καλλιτέχνης αναλυτής του. Το
έργο παίχτηκε στο εξοχικό σπίτι του γέρου συγγραφέα σε ένα άγνωστο πηλιορείτικο
χωριό. Ο Νικηφόρος το απήλαυσε! Και το χωριό, και το ταξίδι, και το έργο, αλλά
χάρηκε, προ παντός, τα λίγα εγκάρδια
λόγια που αντάλλαξε με τον υπερήλικα πια «δάσκαλο». Εννοείται πως το
ευχαριστήθηκε χωρίς φυσικά να έχει την παραμικρή υπόνοια πως θα ήταν η
τελευταία φορά που μιλούσαν. Έζησε μιαν όμορφη, ειδυλλιακή βραδιά, αλλά, όπως
συμβαίνει συχνά στη ζωή, υπήρξε κάποια ενοχλητική λεπτομέρεια. Αυτή χάλασε την
συνταγή της ονειρεμένης στιγμής στο βουνίσιο περιβάλλον της τελειότητας.
Μάλιστα, τώρα που το σκέφτεται, καθόλου λεπτομέρεια δεν ήταν! Αντίθετα, η
διαβολική σύμπτωση, η ατυχής και εκνευριστική συγκυρία αποτέλεσε κεντρικό και
άκρως δυσάρεστο γεγονός:
Προς το τέλος, ευτυχώς,
της βραδιάς, ανάμεσα στους θεατές τής παράστασης αναγνώρισε μια κυρία που τον
είχε πρόσφατα επισκεφθεί στο γραφείο του. Αυτό από μόνο του ήταν άσχημο για τον
Φωκά, καθώς αντιπαθεί ιδιαίτερα να συναντάει ασθενείς του εκτός γραφείου. Αλλά
η ανάμνηση που κρατάει από την επίσκεψη της συγκεκριμένης γυναίκας αποτελούσε
μια πολύ ιδιάζουσα περίπτωση που μέσα στην γιορτινή ατμόσφαιρα της παράστασης
έπαιρνε για τον ψυχαναλυτή εκρηκτικές διαστάσεις.
Η κυρία, περιχαρής πλάι στον
Αναστάσιο Ντυπόν, δεν φάνηκε να τον αναγνώρισε, προς μεγάλη του ανακούφιση. Ο
Νικηφόρος περίμενε την κατάλληλη στιγμή απουσίας της, πλησίασε τον ενενηντάρη
σοφό του και, μετά την σύντομη συνομιλία τους, αποσύρθηκε και επέστρεψε στην
Θεσσαλονίκη.
Το γεγονός που του θύμισε
η παρουσία της, ενώ παρακολουθούσε την
παράσταση μερικά μέτρα πιο κει, έχει ως εξής:
Ένα απόγευμα, εμφανίζεται
στο γραφείο του μια καλοντυμένη και όμορφα χτενισμένη κυρία, γύρω στα
εβδομήντα. Του συστήνεται με το μικρό της όνομα, που, αν η μνήμη του δεν τον
απατάει, είναι Μ. Από την πρώτη στιγμή τού ζητάει επίμονα να κρατήσει το
απόρρητο της επίσκεψης, τον παρακαλεί να την διαβεβαιώσει πως δεν θα συζητήσει
με κανέναν απολύτως τα θέματα που την απασχολούν. Κι αυτό γιατί όσα έχει να του
πει εμπλέκουν έναν σοβαρό «συνταξιούχο συνάδελφό του», που η κυρία δεν θα ήθελε
να εκθέσει επ’ ουδενί.
-Στο φιλικό μου
περιβάλλον, αρχίζει, υπάρχει τώρα ένας κύριος, ο συνάδελφός σας όπως έλεγα πριν,
που από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα άσκησε πάνω μου μιαν ανεπανάληπτη
γοητεία. Γνωριστήκαμε όταν μετακόμισα, πριν από λίγους μήνες, καθώς τυχαίνει να
μένει στο διπλανό διαμέρισμα.
Εξηγεί λοιπόν στον Φωκά,
πως από τότε που χήρεψε, δηλαδή πριν είκοσι χρόνια, δεν είχε ουδέποτε αισθανθεί
έλξη για άλλον άντρα, δεν είχε τύχει ή δεν είχε αφήσει την καρδιά της να
σκιρτήσει για οποιαδήποτε αρσενική παρουσία. Γι αυτό τώρα είναι αναστατωμένη,
αισθάνεται εγκλωβισμένη σε μιαν ιστορία με κάποιον που γνωρίζει ελάχιστα, αλλά
για τον οποίο οι φαντασιώσεις της οργιάζουν. Γι αυτό ήρθε! Για να προσπαθήσει
να τιθασεύσει το πάθος της, να αντιμετωπίσει ψύχραιμα την πραγματικότητα. Και η
πραγματικότητα αποκλείει τέτοιες γελοιότητες, οι γεροντικοί έρωτες είναι κάτι
που μισεί, που θεωρεί παλιμπαιδισμούς και αστεία παιδιαρίσματα, δεν μπορεί να
επιτρέπει στον εαυτό της να ονειρεύεται τέτοια πράγματα, δεν γίνεται, δεν
θέλει, δεν γίνεται να θέλει!
-Τι πράγματα; ρωτά δήθεν
αδιάφορα ο Φωκάς.
Η κυρία, ξαναμμένη, τον
κοιτάζει στα μάτια, επίμονα, και ξανακατεβάζει το βλέμμα.
-Βασανίζομαι από
φαντασιώσεις, του λέει. Σε άσχετες στιγμές, αλλά ιδιαίτερα το βράδυ όταν
ξαπλώνω, φαντάζομαι πως ο κύριος αυτός έρχεται στο κρεβάτι μου με λαγνεία και
ερωτικές διαθέσεις, με πλησιάζει με τρυφερότητα και αντρική δύναμη, με πάθος,
με ορμή και με αγάπη συγχρόνως. Πολλή αγάπη, τόση που φτάνει στα άκρα…
Κομπιάζει.
Το χειρότερο είναι πως
ενδίδω. Πάντα ενδίδω! Σε όλες αυτές τις φαντασίες, δέχομαι τις ορέξεις του με
ευχαρίστηση, το σώμα μου σκιρτάει από ηδονή, λες και τα ζω στην πραγματικότητα.
Μετά, όταν καταλαγιάζω, είναι αδύνατον να κοιμηθώ χωρίς υπνωτικό,
καταλαβαίνετε…
-Μμμ, κάνει ο Φωκάς και
την αφήνει να συνεχίσει.
-Ξέρετε, είναι πολύ
δύσκολο για μένα. Έχω είκοσι χρόνια να αγγίξω αντρικό σώμα, να με αγγίξει
ανθρώπινο χέρι, δεν ξέρω, εσείς, μόνος ζείτε; Έχετε συντροφιά; Γνωρίζετε την
μοναξιά; Ελπίζω όχι. Είναι βαρύ πράγμα. Ασήκωτο! Μ’ αυτό τον άνθρωπο ξανανιώθω
γυναίκα, τώρα που πια πέρασα τα εβδομήντα, γελοίο δεν είναι; Κάνουμε όμορφες
συζητήσεις, εκείνος μιλάει για τα ψυχαναλυτικά άδυτα του ανθρώπου και με
μαγεύει, με σαγηνεύει. Εγώ του διηγούμαι την ιστορία μου, και εκείνος ξέρει να
ακούει όπως δεν μ’ άκουσε ποτέ κανείς, με συμβουλεύει, με ενθαρρύνει, δίνει
νόημα στην παράξενη υπόθεση που λέγεται ζωή. Τον ακούω και νιώθω μέλι να στάζει
από τα χείλη του. Τα χείλη αυτά που, αργότερα, στο κρεβάτι μου, φαντάζομαι πως
φιλάω με ηδονή. Και μετά τα χάδια και τα φιλιά φαντάζομαι κι άλλα πιο περίεργα
πράγματα να συμβαίνουν ανάμεσά μας. Πως η αγάπη μας παίρνει μιαν άλλη πιο
σκληρή μορφή, πως ασκεί πάνω μου ερωτική βία, με χτυπήματα και μώλωπες αλλά εγώ
τα δέχομαι γιατί είναι δικά του και γι αυτό τα αγαπώ, κι ας με βασανίζουν κι ας
με πονάνε…
Το πρόσωπό της είναι συσπασμένο,
ο ψυχαναλυτής αισθάνεται περίεργα, άβολα. Άθελά του κάνει κάποιες σκέψεις για
τον κύριο «συνταξιούχο συνάδελφό» του.
Δεν μπορεί, σκέφτεται, θα την έσπρωξε
κάπως ο πονηρούλης γεροπόρνος! Τρέχα γύρευε πώς την τύλιξε έτσι την κακομοίρα,
πώς της ενέπνευσε όλες αυτές τις σεξουαλικές διαστροφές, με τι γαλιφιές και
γλυκόλογα της μιλάει, κι άντε τώρα τούτη δω να ξεμπερδεύει…
Κοντολογίς, ο Φωκάς είχε
ήδη φτιάξει στη φαντασία του ένα πορτραίτο διαστροφικού ψυχαναλυτή, όπως
άλλωστε συχνά ακούει να λέγονται τέτοια στην πόλη. Πολλά φημολογούνται για
διάφορους κομπογιαννίτες, δήθεν θεραπευτές, που την πέφτουν στις ασθενείς τους,
πως χρησιμοποιούν τα ψυχαναλυτικά κόλπα τους για να φτάνουν τους ρυπαρούς
στόχους τους. Αισθάνθηκε μάλιστα να
θυμώνει μαζί του, να τον κατηγορεί για παράβαση καθήκοντος, για κατάχρηση
εξουσίας, για κακοποίηση τής δεοντολογίας.
Είχε πάρει φόρα, ένιωθε πως ήταν
έτοιμος να της ζητήσει το όνομά του για
να τον καταγγείλει στον ιατρικό σύλλογο. Όμως, ευτυχώς, ο Νικηφόρος Φωκάς ξέρει
να συγκρατείται, αυτή είναι η δουλειά του, να ακούει κι όχι να κρίνει σαν
κοινός δημόσιος κατήγορος. Έτσι, μετανοιωμένος, κρατάει το στόμα του κλειστό,
περιμένει την συνέχεια της διήγησης.
Η κυρία Μ, αφού
άδειασε το σακί με τους προβληματισμούς της, μοιάζει τώρα πιο ανάλαφρη, πιο
ανακουφισμένη. Του λέει πως τον ευχαριστεί που την άκουσε, πως πνιγόταν να
κρατάει μόνη της το βάρος όλων αυτών των σκέψεων και τολμηρών ονειροπολήσεων.
Κι αν αισθανόταν την ανάγκη θα τηλεφωνήσει πάλι, να έρθει να του ξαναμιλήσει,
ελπίζοντας πως δεν θα χρειαστεί, πως η δύναμη της εγκλωβισμένης ερωτικής της
διάθεσης θα βρει διέξοδο σε άλλα, πιο αποδεκτά, για κείνη, κανάλια. Πάντως τον
ευχαριστεί για την υπομονή αλλά κυρίως για την εχεμύθεια που ελπίζει από
κείνον.
Ο Νικηφόρος, διασχίζοντας
μια κατάφυτη περιοχή με οπωροφόρα και οργιώδη βλάστηση, πλάι στη θάλασσα,
φρενάρει απότομα. Αισθάνεται ότι είναι σε απόσταση αναπνοής απ’ το να αλλάξει
άρδην τα πλάνα του, να πετάξει μαύρες γραβάτες και πένθιμα κοστούμια και να
βουτήξει στα ανακουφιστικά νερά του Παγασητικού. Η ιδέα ότι πλάι στον αγαπημένο
του νεκρό θα ξαναδεί την καλοχτενισμένη κυρία να κλαίει και να θρηνεί,
αναπολώντας τις χαμένες ηδονές τού πόνου, τού είναι ανυπόφορη.
Αυτόματα όμως
συνειδητοποιεί και κάτι ακόμα, κάτι ουσιαστικό, που τώρα του φαίνεται απείρως
πιο αβάσταχτο. Αντιλαμβάνεται πως αισθάνεται ντροπή και τύψεις. Μια ογκώδης και
ασύλληπτη ενοχή τον κατακλύζει. Πώς τόλμησε η φαντασία του, πώς μπόρεσε έστω
και για δευτερόλεπτα, να υποψιαστεί για γεροπόρνο και διαστροφικό τον «συνταξιούχο
συνάδελφο» που περιέγραφε η Μ; Πώς έφτασε η αρρωστημένη του ψυχή σε τέτοιο
σημείο αθλιότητας που να περάσει από το νου του η σκέψη πως ο άγνωστος φίλος
τής ασθενούς του, ο μυστηριώδης ψυχαναλυτής τού "απορρήτου" θα μπορούσε
ανεξέλεγκτα να ασκεί τις σαδιστικές του λαγνείες πάνω της;
Η πραγματικότητα με
τις εκπλήξεις και τις ανατροπές της τού ρίχνει τώρα ένα δυνατό χαστούκι. Διότι,
φυσικά, αν ήξερε ο Φωκάς για ποιόν μιλούσε η Μ, οι υποψίες και οι
κατηγόριες του θα εξανεμίζονταν. Τόσο ηλίθιος είναι!
Ξανασφίγγει τον κόμπο της
γραβάτας του. Θα πάει στην κηδεία! Και όταν θα λέει αντίο στον ψυχαναλυτή του
θα του ζητήσει σιωπηλά συγνώμη. Μια βαθειά και έντιμη συγνώμη. Θα του ζητήσει
συγχώρεση, όχι που τον υποψιάστηκε χωρίς να ξέρει ποιος είναι, αλλά, κυρίως, που αθέτησε
τον όρκο του, που αμέλησε την «καλοπροαίρετη στάση δίχως κριτική», που ο
γίγαντας Ντυπόν τού είχε διδάξει τόσο γενναιόδωρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου