Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Το δαχτυλίδι της κυρίας Αλίξ


01/11/2019
Τρύφων Ζαχαριάδης
Το δαχτυλίδι της κυρίας Αλίξ…

Καλησπέρα σας.
Υπήρξαν εποχές που ζούσαμε χωρίς ίντερνετ, χωρίς υπολογιστές, χωρίς κινητά τηλέφωνα. Πριν μπει ο 21οςαιώνας. Τότε όσοι τύχαινε να είναι μακριά επικοινωνούσαν με ταχυδρομικές επιστολές, ή με πανάκριβες τηλεφωνικές κλήσεις με δύσκολο σήμα και με αμφίβολη ποιότητα ήχου. Οι κοντινοί, χτυπούσαν απλά το κουδούνι της πόρτας κι έμπαιναν. Υπήρξαν εποχές που ό, τι πολύτιμο είχε η οικογένεια, φυλασσόταν δίπλα στα στέφανα του γάμου στο εικονοστάσι. Εποχές που οι γιαγιάδες διηγούνταν τις ιστορίες του παρελθόντος στα εγγόνια, πλάθοντας πασχαλινά κουλουράκια στο τραπέζι της κουζίνας, ή ταΐζοντας τα εγγόνια με κεφτεδάκια. Και μιλούσαν!
Διηγούνταν ιστορίες για τον πόλεμο, την κατοχή, τον τρόμο, δύσκολα θέματα. Ήταν όμως διηγήσεις επενδυμένες με γλύκα, (έτσι κι αλλιώς ο χρόνος γλυκαίνει τις αναμνήσεις), εκμυστηρεύσεις για τα μικρά μυστικά της οικογένειας, για τις μικρές ιστορίες του σπιτιού, που τοποθετούνται όμως μέσα στην μεγάλη Ιστορία του κόσμου. Τα μικρά οικογενειακά γεγονότα βρίσκουν τη θέση τους ανάμεσα στα μεγάλα γεγονότα της κοινωνίας.



Σε τέτοιες εποχές μας μεταφέρει ο Τρύφων Ζαχαριάδης με την αρχή του βιβλίου του. 
Θυμάται ο Αντρέας τις διηγήσεις της γιαγιάς, των γονιών του, θυμάται και μας τα διηγείται με τη σειρά του. 
Η διήγηση τοποθετείται στα 199τόσο… Τόσο πρόσφατα, τόσο παλιά…

Προσπάθησα να φανταστώ την πλοκή του μυθιστορήματος στη σημερινή εποχή, είκοσι και βάλε χρόνια μετά.
Αν η Κίρκη ( του μυθιστορήματος, όχι η παρούσα κυρία Κεφαλέα) είχε κινητό τηλέφωνο, αν η διεύθυνση του Αντρέα βρισκόταν στο google maps, κι εκείνος είχε 4g, αν δεν χρειαζόταν να ταχυδρομήσει η Χαρίκλεια το γράμμα του Αντρέα παρά έστελνε ο ίδιος ένα sms στην αγαπημένη του, αν επίσης σε κάθε οικοδομή υπήρχε κι ένας ψυχοθεραπευτής διαθέσιμος να ακούει τα αδιέξοδα των ανθρώπων… 

Σε μια τέτοια υπόθεση, όλα ανατρέπονται, το μυθιστόρημα του Ζαχαριάδη θα έμενε  μετέωρο, ίσως και ατελείωτο, πάντως σίγουρα η ιστορία θα εξελισσόταν διαφορετικά. 
Θα μου πείτε είναι στη μόδα να μένουν ατελείωτα τα κείμενα και να χρησιμοποιούνται άλλα παρόμοια λογοτεχνικά τεχνάσματα, να αφήνεται στον αναγνώστη να φανταστεί ελεύθερα τη συνέχεια και το τέλος. 
Άλλωστε,  όπως φοβάμαι πως θα συμβεί σύντομα, το βιβλίο θα μπορούσε να ήταν e-book για τάμπλετ, κι εμείς δεν θα είχαμε τώρα μπροστά μας την χειροπιαστή ωραία έκδοση του Αρμού για να τη συζητήσουμε… 
Θα ανταλλάσσαμε ίσως μερικοί κάποια e-mails μεταξύ μας, θα γράφαμε σε γκρίκλις ολιγόλογα σχόλια και θα χάναμε τη μαγεία της ζωντανής παρουσίασης εδώ, στο ναό των έντυπων βιβλίων.
Εμένα δεν μου αρέσουν τα μοντέρνα κόλπα στη λογοτεχνία, όπου προβάλεις ό,τι θες και φαντάζεσαι ελεύθερα το τέλος. 
Γι’ αυτό μου άρεσε το βιβλίο του Τρύφωνα. Διότι έχει αρχή (με ίντριγκα που εξάπτει την φαντασία), πλούσια πλοκή (με ανατροπές), και ένα τέλος που εκπλήσσει και ικανοποιεί την αγωνία του αναγνώστη για την έκβαση της ιστορίας. 
Και επίσης η εποχή που διαδραματίζεται είναι νοσταλγική και αγαπημένη.

Βέβαια, οι αναμνήσεις των ηρώων πηγαίνουν πολύ πιο πίσω στο χρόνο, διασχίζουν ολόκληρο τον τελευταίο αιώνα. Και είναι, όπως είναι πάντα οι αναμνήσεις, πολύτιμες και υπερεκτιμημένες. Σαν τα πολύτιμα δαχτυλίδια, «αμυθήτου αξίας» που έλεγε και η γιαγιά του Αντρέα.

Αν και η ιστορία του δαχτυλιδιού «αμυθήτου αξίας» που περιγράφει ο Τρύφωνας είναι ενδιαφέρουσα, διεγερτική και καλογραμμένη,  δεν θα μιλήσω για αυτή. Σας αφήνω να έχετε την ευχαρίστηση να την ανακαλύψετε με την ανάγνωση. 
Η δική μου ερμηνεία είναι πως το δαχτυλίδι είναι το «μεταβατικό αντικείμενο» που λέμε στην ψυχολογία. Είναι ένα εύρημα του συγγραφέα για να πλέξει την ιστορία του χρησιμοποιώντας το μεταβατικό αντικείμενο, εδώ ένα κόσμημα. Και πέρα από τη αμύθητη οικονομική αξία, ξέρουμε την μεγάλη συμβολική αξία των κοσμημάτων. Των οικογενειακών κοσμημάτων. Κι επί πλέον δαχτυλίδι! Εξαίρετο σύμβολο δεσμού, σχέσης, δέσμευσης, υπόσχεσης!

Όταν χρησιμοποιούμε στην ψυχολογία την φράση «μεταβατικό αντικείμενο», εννοούμε τον όρο που εισήγαγε ο ψυχαναλυτής Ντόναλτ Γουίννικοτ για να προσδιορίσει ένα υλικό αντικείμενο ιδιαίτερης αξίας για το βρέφος ή το μικρό παιδί, (ένα παιχνίδι ή μια κούκλα), που χρησιμοποιείται κυρίως σε στιγμές που νιώθει φόβο ή εγκατάλειψη από την μητέρα του (π.χ.  όταν το βρέφος πάει για ύπνο ή όταν πρέπει για λίγο να μείνει μόνο χωρίς την παρουσία της μητέρας). Αυτή η εμπειρία με το αντικείμενο βοηθάει το βρέφος να δημιουργήσει μια εσωτερική κατάσταση, στην οποία η σχέση με τον Άλλον (εν προκειμένω με την μητέρα) συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και αν ο Άλλος δεν είναι παρών.

Όλα τα παραπάνω ισχύουν στην περίπτωση του δαχτυλιδιού της κυρίας Αλίξ. Ακόμη κι όταν το δαχτυλίδι αλλάζει χέρια παραμένει ένα υλικό αντικείμενο εναντίον του φόβου της εγκατάλειψης, και βοηθάει στην δημιουργία εσωτερικής κατάστασης όπου η σχέση με τον άλλον συνεχίζει να υπάρχει ακόμα κι αν ο άλλος δεν είναι παρών.
Θα τα βρείτε όλα αυτά στο μυθιστόρημα.
Ο ευρηματικός Ζαχαριάδης που συνδυάζει την ψυχολογία με την λογοτεχνία πετυχαίνει το εξής: Ο αναγνώστης μπαίνει στο παιχνίδι, υιοθετεί το μεταβατικό αντικείμενο, ενδιαφέρεται για την προέλευσή του, ανησυχεί για την τύχη του, παρακολουθεί με αγωνία την πορεία του δαχτυλιδιού.  Είναι το μέσον για να κρατηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος του βιβλίου. Είναι το νήμα που θα συνδέσει τον αναγνώστη με το βιβλίο, και δεν θα το εγκαταλείψει αν δεν φτάσει στη λέξη «τέλος».
Δεν θα μιλήσω λοιπόν για την ιστορία του δαχτυλιδιού που αλλάζει δάχτυλα και χέρια, και διατρέχει έτσι το αφήγημα του Ζαχαριάδη. 

Θα εστιάσω στις σχέσεις που υποστηρίζει και αναδεικνύει η ύπαρξη τού δαχτυλιδιού, πότε ως δώρο ευγνωμοσύνης, πότε ως κλοπιμαίο, κυρίως ως κρυφό και πολύτιμο οικογενειακό κειμήλιο, ως ελπίδα.
Επίσης σε συναισθήματα που ανίχνευσα ανάμεσα στους ήρωες του μυθιστορήματος. Σε οικογενειακά μυστικά, ιστορίες ανεξιχνίαστες, όπου το δαχτυλίδι κρατάει τον ρόλο της σύνδεσης των προσώπων και των γεγονότων.
Ξέρει ο Ζαχαριάδης από συναισθήματα, και ξέρει να τα περιγράφει, με λόγια και μερικές φορές με εικόνες σαν δαντέλες φτιαγμένες με λέξεις.

Ξεκινάει παρουσιάζοντας τον συμπαθή κεντρικό ήρωα, τον Αντρέα, που, βουτηγμένος σε καταθλιπτική διάθεση, ζει στο ημιυπόγειο της ζωής του, πονεμένος, απογοητευμένος, άρρωστος.
Μονολογεί: 
Τα σκατά της ζωής σμίξανε με την κατάντια μου. Λέω, λέω, αλλά θέλω να τα βγάλω έξω. Με παιδεύουνε. 

Ε ναι! Έλεγα πιο πριν πως αν, όπως σήμερα, υπήρχε ψυχοθεραπευτής σε κάθε πολυκατοικία  θα έβρισκε ίσως χώρο ο Αντρέας να βγάλει έξω τα σκατά της ζωής και την κατάντια του. Όμως ο Τρύφων Ζαχαριάδης  απέφυγε αριστοτεχνικά να κάνει έστω και μία νύξη για οτιδήποτε αφορά την άλλη την του ιδιότητα, του ψυχοθεραπευτή.
Για να στήσει την διήγηση της ιστορίας του, προτίμησε να αφήσει τον Αντρέα να λέει, να λέει, να λέει όσα τον παιδεύουν, σε μονόλογο, σαν σε ψυχοθεραπευτική συνεδρία, θα έλεγα εγώ. Έξυπνο τέχνασμα του Ζαχαριάδη για να κρυφτεί ο ψυχοθεραπευτής πίσω από τον μυθοπλάστη συγγραφέα! 

Κι ο αναγνώστης περιδιαβαίνει στις αναμνήσεις και τα παράπονα του Αντρέα. Θυμάται και ζει στο σώμα του τις αναμνήσεις! 
Τον έγδαρε μέσα του η ανάμνηση… γράφει ο συγγραφέας δίνοντας εικόνα της σύνδεσης σώματος και ψυχής. Άλλωστε δίχως να το πει ευθέως, παραπέμπει στην ψυχοσωματική εξήγηση των προβλημάτων υγείας του Αντρέα, καθώς και την ψυχοσωματική εξάλειψή τους, αφήνοντας να εννοηθεί πως και ο ίδιος ο ήρωας ψυχανεμίζεται μια τέτοια ερμηνεία. 
Γράφει:
Του ήρθαν στο σώμα και στην σκέψη όσα πέρασε με την Κίρκη.

Ο Αντρέας υποφέρει από χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια. Μέσα στον μονόλογό του, λέει:
Τώρα και μόνο που τα ανακατεύω, σφίγγουν όσα νιώθω και δεν μπορώ να ανασάνω.

Από μικρός υποφέρει με τις απώλειες, νιώθει πιο ευαίσθητος από τους άλλους ανθρώπους μπροστά σε αποχωρισμούς, θεωρεί πως αυτή του η ιδιαιτερότητα ευθύνεται για τα τωρινά του προβλήματα:
Πήρα τα υλικά της εγκατάλειψης κι έχτισα ολόκληρο μπουντρούμι για να φυλακιστώ μέσα.

Όσο όμως καταθλιπτική κι αν είναι η κατάσταση του Αντρέα, είναι δοσμένη από τον συγγραφέα με κάποιες διασκεδαστικές λεπτομέρειες. Όπως η περιγραφή της τρύπας όπου μένει, χωμένη στα θεμέλια μιας πολυκατοικίας, με το βλέμμα του να πλαγιάζει στα απλωμένα μικροσκοπικά κιλοτάκια της φοιτήτριας από τον πρώτο. Ή πάλι οι μυρωδιές φαγητών και τα άλλα ερεθιστικά μηνύματα του φωταγωγού:

Μικρές κραυγές τον επανέφεραν στα συμβάντα του φωταγωγού. Κράτησε την ανάσα του. Ο ενοχλητικός θόρυβος από την μπουκάλα οξυγόνου, με ένα μόνιμο ζζζ συνέχιζε να θυμίζει ότι μπορεί να αναπνέει. 
-Με πεθαίνεις, άκουσε μια αντιπαθητική αντρική φωνή. 
-Συνέχισε, συνέχισε, επανέλαβε  επιτακτικά η φωνή της γυναίκας. 
Πίεσε με τα χέρια του την πιτζάμα κάτω από την κοιλιά του..

Επίσης μια άλλη διασκεδαστική στιγμή είναι η περιγραφή του αστείου περιστατικού ενός τηλεφωνήματος: 
Μετά τον χωρισμό από την αγαπημένη του, το τηλέφωνο χτυπάει, δεν ακούει κανέναν, ο Αντρέας νομίζει πως είναι εκείνη που τον παράτησε, της λέει τρυφερότητες και λόγια αγάπης ώσπου ήρθε η προσγείωση: μαθαίνει αργότερα πως τηλεφωνούσε η κουφή, η θεόκουφη θεία Ιωάννα.

Μέσα από τον μονόλογο με τις αναμνήσεις του Αντρέα, διαγράφονται οι περίπλοκες σχέσεις των ατόμων μέσα στην οικογένεια. Λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων που εκφράζονται με λόγια, αλήθειες ή ψέματα, αποκαλύψεις για υποτιθέμενες συζυγικές απιστίες και απάτες «δεν βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο», λέει η μάνα. Σχέσεις βαθιές και σύνθετες, καμιά φορά με αμφιθυμίες και υπερβολές. Σχέσεις της γιαγιάς με τον παππού, της νύφης με την πεθερά, του πατέρα με τη μάνα του κλπ.
Όλοι οι συνδυασμοί δοσμένοι αβίαστα και διασκεδαστικά με το γνωστό αριστοτεχνικό ύφος του λόγου του Τρύφωνα Ζαχαριάδη.
Και το δαχτυλίδι, που περνάει από γενιά σε γενιά, μας θυμίζει πως πέρα από κοσμήματα κληρονομούμε και πολλά άυλα πράγματα. Που εκείνα δεν είναι  απαραίτητα θετικής αξίας, συμφέροντα και ζωοφόρα, αναπόφευκτες κληρονομιές που γεννιούνται μέσα στις οικογενειακές σχέσεις.

Άλλα πρόσωπα τού έργου, οι αντίζηλες ερωμένες, η Χαρίκλεια και η Κίρκη.  Η Χαρίκλεια, αν και φοράει βέρα γάμου, ονειρεύεται ένα δαχτυλίδι ερωτικής υπόσχεσης από τον Ανδρέα. Ίσως όχι το συγκεκριμένο  δαχτυλίδι αμυθήτου αξίας της κυρίας Αλίξ. 
Ίσως ένα άλλο δαχτυλίδι, δίχως υλική αξία, αλλά πραγματικής ψυχικής δέσμευσης. Είναι ένας έρωτας που έχει τις ρίζες του στα τρυφερά χρόνια, είναι όμως έρωτας μονόπλευρος, δίχως μέλλον, ένα δόσιμο δίχως πραγματική ανταπόκριση.  
Να σημειώσουμε εδώ μια σημαντική λεπτομέρεια, η Χαρίκλεια είναι εξαδέλφη του Αντρέα. Παιδικές και εφηβικές εμπειρίες, στη σκιά της οικογενειακής ανεπάρκειας, θα λέγαμε αν θέλουμε να είμαστε αυστηροί, εμπειρίες από εκείνες που σημαδεύουν ανεξίτηλα την ανθρώπινη ψυχή. Που από ηδονικές καταστάσεις μετατρέπονται σε ψυχικό τραύμα με δύσκολη έως αδύνατη επούλωση.
Από την άλλη πλευρά, το έρμο το δαχτυλίδι θα γίνει εργαλείο έκφρασης αρνητισμού, αντικείμενο για εκδίκηση από την Κίρκη. Συγχρόνως όμως θα γίνει ίσως το «υλικό αντικείμενο» που αντικαθιστά την παρουσία του άλλου, του Αντρέα,  έστω κι αν εκείνος είναι απών. Χρήση «μεταβατικού αντικειμένου» που λέγαμε νωρίτερα.

Ανάμεσα στις γραμμές του μυθιστορήματος αναγνωρίζουμε ένα αρνητικό συναίσθημα, θανατηφόρο θα λέγαμε στην ψυχανάλυση, την ζήλεια. Η Χαρίκλεια ζηλεύει την Κίρκη, η Κίρκη ζηλεύει τον Αντρέα.
Τι είναι αυτό το περίεργο συναίσθημα, η ζήλεια; Είναι κατά βάση μια διπλή αίσθηση, φόβου και θυμού. Αυτά τα δυο συνθέτουν τη ζήλεια. Ο φόβος της απώλειας, της έλλειψης. Πρόκειται στην ουσία για έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό, ή μάλλον στη ζωή. Και ο θυμός έρχεται να απαντήσει στον φόβο μπροστά στην ανασφάλεια.
Η ζήλεια παίρνει συχνά την μορφή του φθόνου. Να θέλω αυτό που έχει ο άλλος. Η Χαρίκλεια φθονεί την Κίρκη διότι νιώθει πως εκείνη έχει κατακτήσει την καρδιά του Αντρέα.
Η Κίρκη ζήλεψε τον Αντρέα διότι υποψιάστηκε πως την απατούσε. Και μέσα στην ανασφάλειά της τον εγκαταλείπει. Το δαχτυλίδι θα παίξει κι εδώ τον ρόλο του. Θα χρησιμοποιηθεί σαν μεταβατικό αντικείμενο, θα βρείτε τις περιγραφές στο βιβλίο. 

Όμως η δύναμη της αγάπης έρχεται να δράσει θεραπευτικά. Η ζήλεια θα υποκύψει, θα απελευθερώσει  την ψυχή. Το κλειδί για την απελευθέρωση από τη ζήλεια είναι η παραίτηση από την απόλυτη εξάρτηση. Το καταστρεπτικό συναίσθημα της ζήλειας θα απενεργοποιηθεί όταν μπουν τα πράγματα στην ψυχική ζυγαριά και φανεί η αξία των συναισθημάτων που γέρνουν προς την πλευρά της ζωής. 

Και σε τούτο το δεύτερο μυθιστόρημά του, ο Ζαχαριάδης έχει τον δικό του γλαφυρό τρόπο να μιλάει με ιστορίες για βασικές ψυχαναλυτικές έννοιες. 
Όπως για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που, δίχως να το κατονομάζει,  δείχνει πώς αυτό παίζει κεντρικό ρόλο στον φθόνο:
Γράφει η Κίρκη στον Αντρέα: 
Έκανα ό,τι μπορούσα για να γίνω το σαράκι της ζωής σου. Ένιωθα να θέλω να σε καταστρέψω. Βίωνα μία ατέλειωτη μανία  καταστροφική. Μετά από καιρό, κατάλαβα ότι το μίσος και ο θυμός μου σε άλλον απευθύνονταν.
Εννοούσε την πατέρα της. 
Πιο κάτω:
Χάρηκα που υπέφερες.  Μου είχε βγει οργή και ζήλεια, που δυστυχώς, τότε, δεν κατάφερα να μαζέψω. Ήθελα οπωσδήποτε να διαλυθείς μέσα σου, όπως διαλύθηκα κι εγώ.  Εκείνη την περίοδο ήσουν ίδιος ο πατέρας μου! 

Η οργή και η ζήλεια, τα θανατηφόρα συναισθήματα, εξαϋλώνονται, όταν η ενόρμηση ζωής, ή αλλιώς η ερωτική ενόρμηση, θα υπερισχύσει, θα έχει το πάνω χέρι απέναντι στην ενόρμηση θανάτου, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ.  Στην προκειμένη περίπτωση ο συγγραφέας συγχρονίζει την απελευθέρωση με έναν θάνατο. Έξοχο!
Όταν καταφέρουμε να κάνουμε λόγια την αγάπη και την αφοσίωση  στο αγαπημένο πρόσωπο, ακόμα και με μια επιστολή όπως έκανε η Κίρκη, και όταν μπορέσουμε να πούμε στο αντικείμενο του έρωτα μας τον πόνο της ζήλειας και την επιζήμια παρουσία της, τότε υπάρχει ελπίδα απελευθέρωσης.

Κίρκη:
Βίωσα εκείνη τη μέρα που με πληροφόρησαν για το τέλος του, κάτι ανάμεσα σε πίκρα και οδύνη. Σιγά-σιγά ξεκίνησα τόσες συνομιλίες μαζί του και του έβγαλα όλα τα παράπονα και την αγάπη μου! Με μαγικό τρόπο τα βρήκαμε μέσα μου. Το περίεργο ήταν ότι με το δικό του θάνατο και τις «τακτοποιήσεις» μου άρχισα να σκέφτομαι έντονα εσένα. Φωτίστηκαν  λεπτομέρειες και γεγονότα από την δική μας σχέση.

Ως ψυχολόγος που είμαι δεν μπορώ να μην σκεφτώ πως πίσω από τις λέξεις αυτές κρύβεται η πεμπτουσία της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Αν για την Κίρκη του μυθιστορήματος αυτή η στροφή έγινε με «μαγικό τρόπο» όπως γράφει, στην πραγματική ζωή θαύματα αυτού του τύπου είναι το ζητούμενο σε κάθε ψυχοθεραπευτική προσπάθεια.

Είπαμε όμως πως ο Ζαχαριάδης αποσιωπά τις ψυχοθεραπευτικές θεωρίες στο βιβλίο του. Προτιμάει να μας μιλάει για …δαχτυλίδια. Ανεπαίσθητα όμως η αμύθητη αξία του δαχτυλιδιού θα μετατοπιστεί στην αμύθητη αξία των πραγματικών συναισθημάτων, θα οδηγήσει στην περιπλάνηση μέσα στους δαιδάλους των σχέσεων, ως την διαλεύκανση του μύθου, ως την κάθαρση. 
Και τότε ο στόχος του δαχτυλιδιού της κυρίας Αλίξ θα έχει επιτευχθεί. Το δαχτυλίδι θα έχει αναδείξει την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, θα έχει μιλήσει για τα πάθη που ταλανίζουν κρυφά ή φανερά άτομα και οικογένειες, μπορεί πια στο τέλος του βιβλίου να πάρει δευτερεύοντα ρόλο, θα φτάσει μέχρι και να μεταλλαχθεί σε αντίγραφο μηδαμινής αξίας, ώσπου τελικά να αποσυρθεί από την κεντρική σκηνή.

Η διαδρομή του δαχτυλιδιού περνάει από πολλές ευφάνταστες περιπέτειες και θα λέγαμε πως πρόκειται για κείμενο με «αστυνομική πλοκή» και συναντήσεις με πολλά πρόσωπα. Σε κάθε σταθμό, σε κάθε νέο πρόσωπο, έχουμε εμβάθυνση στην προσωπικότητα, στην προσωπική ιστορία του καθένα, στις σχέσεις του, στα ψυχικά αδιέξοδα.   Και πάντα οικογενειακά μυστικά και εκπλήξεις: 
Της Ιταλίδας φίλης Νερίνα, του φροντιστικού και βοηθητικού Μάσσιμο (του εραστή με την απέραντη κατανόηση), της Στεφανία, τής ομοφυλόφιλης Φραντσέσκα, τού ταπεινωμένου, καταθλιπτικού ποιητή Δώρου (με το συμβολικό όνομα), όλοι συνοδοιπόροι και συνένοχοι στον περίπλοκο δρόμο του δαχτυλιδιού και της ζωής.

Αξίζει να σταθούμε ένα λεπτό στο δώρο του Δώρου. Ο ψυχοθεραπευτής-συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία  να μας προσκαλέσει να σκεφτούμε πάνω στο τεράστιο θέμα της κατάθλιψης και όσων κρύβονται πίσω της. Σε μία από τις περιπέτειες του δαχτυλιδιού συναντάμε τον αυτοκαταστροφικό Δώρο, που  συνδέει το σημερινό του αδιέξοδο με τις ματαιώσεις που έζησε στο οικογενειακό του περιβάλλον.
Διαβάζουμε: 
Οι ταπεινώσεις και οι απορρίψεις στη ζωή του ήταν σίγουρα περισσότερες από τις ελάχιστες ικανοποιητικές στιγμές. Η μάνα του, λίγο μετά τη γέννηση του, επειδή χώρισε με τον πατέρα του, τον άφησε στη γιαγιά να τον μεγαλώσει. Η γιαγιά έβριζε γιατί της τον φορτώσανε.

Αν και, όπως είπαμε, συναντάμε τον Δώρο σε μία από τις περιπέτειες του δαχτυλιδιού εκείνος δεν θα μάθει ποτέ τίποτα για την ύπαρξη του. Πίσω από τις γραμμές ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί την τεράστια έλλειψη συναισθηματικής υποστήριξης του καταθλιπτικού ανθρώπου, υπονοείται η σαθρότητα των «ναρκισσιστικών θεμελίων» που θα λέγαμε με ψυχαναλυτικούς όρους.
Το έλλειμα σύνδεσης με τους άλλους, το κενό που αφήνει το αίσθημα της εγκατάλειψης, της απόρριψης, στάθηκε εμπόδιο στην ρωμαλέα ψυχική δόμηση. Το κενό της ψυχικής ασυνέχειας με τις προηγούμενες γενιές μένει για πάντα ανοιχτό τραύμα, αγιάτρευτο.

Σκέψη του Δώρου:
Με κάτι τέτοια, λες «άντε και γαμήσου στη ζωή» και τελείωσε η ιστορία.

Η ιστορία με τον κεντρικό ήρωα, τον Αντρέα, θα συνεχιστεί. Διότι στη δική του περίπτωση η κατάθλιψη έχει άλλα ερείσματα και άλλη εξέλιξη, ευτυχώς για κείνον. 
Το δαχτυλίδι θα παρακάμψει το δυσάρεστο περιστατικό του Δώρου και θα έχουμε κι άλλες περιπέτειες κι άλλες ψυχολογικές περιγραφές, σας αφήνω να τις απολαύσετε διαβάζοντας.

Πριν κλείσω, μια μικρή συμβουλή για την ανάγνωση του βιβλίου: Αφεθείτε στην παραπλάνηση της διήγησης, απωθείστε μικρά τυχαία περιστατικά, όπως συναντήσεις δήθεν αθώες σε ένα πεζοδρόμιο ή σ’ ένα αδιάφορο γκισέ ταχυδρομείου, θεωρήστε τα σαν τυχαίες εικόνες, δοσμένες λες για να διανθίσουν το μυθιστόρημα να το εμπλουτίσουν κινηματογραφικά. Ξεχάστε τα, Απωθείστε τα! 
Διότι έτσι θα απολαύσετε την πλοκή και τις ανατροπές της. Όταν τα  «δήθεν τυχαία» επιστρέψουν, η έκπληξη θα είναι θεραπευτική. 
Αυτή είναι ικανότητα του συγγραφέα Τρύφωνα Ζαχαριάδη: να εκπλήσσει τον αναγνώστη με την «επάνοδο του απωθημένου» που θα έλεγε η ψυχανάλυση.

Το μυθιστόρημα «Το δαχτυλίδι τής κυρίας Αλίξ» διαμηνύει πως τα συναισθήματα όπως η γονική αγάπη, η φιλία, και προπαντός ο έρωτας κάνουν το δικό τους δρόμο στη ζωή. Ο δρόμος των συναισθημάτων ξετυλίγεται πότε σύγχρονα με το ριζικό των διάφορων κοσμημάτων που κληρονομήσαμε, πότε κόντρα σε αυτό, πότε παράλληλα και ανεξάρτητα. Όπως λέει η παροιμία «κι αν έπεσαν τα δαχτυλίδια έμειναν τα δάχτυλα», η αγάπη (όπως η ευγένεια) ξέρει να επιβάλλεται και να θεραπεύει ακόμη και δίχως φτιασίδια και δίχως κοσμήματα.

Τώρα, για την κυρία Αλίξ μη με ρωτήσετε, δεν θα σας πω ποια ήταν. Άλλωστε, στην εποχή μας, με ένα κλικ μπορείτε να μπείτε στο ίντερνετ και στην wikipedia  και να μάθετε όλα όσα την αφορούν, αυτήν και την εποχή της.   
Όμως για το περιβόητο δαχτυλίδι μην ψάχνετε, δεν θα βρείτε στοιχεία. Διότι αυτό, το δαχτυλίδι, δημιουργήθηκε εξολοκλήρου από τον κοσμηματοτεχνίτη Τρύφωνα Ζαχαριάδη. Ο οποίος, αφού το φιλοτέχνησε, το παρέδωσε στον κοσμηματοπώλη Αρμό.  Κι εκείνος με την σειρά του μας το εμπιστεύεται σήμερα. 
Φυλάξτε το μαζί με τα άλλα πολύτιμα κοσμήματα στην βιβλιοθήκη σας, είναι πράγματι «αμυθήτου αξίας»,  όχι για τα σμαράγδια και τα ρουμπίνια που έχει πάνω του αλλά για την ψυχαγωγία, την συγκίνηση και τα μηνύματα που δίνει.
Όπως λέει και η ηρωίδα (στη σελίδα 198) μιλώντας για το δαχτυλίδι: 
Δεν το πήρα για την αξία του. Το πήρα για όσα σημαίνει στην ψυχή του.
Σας ευχαριστώ.

Γιάννης Βαϊτσαράς


Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Με τα χέρια ενός άλλου

Από την παρουσίαση του βιβλίου 
τής
Μαρία Παπαδημητρίου
με τίτλο:
Με τα χέρια ενός άλλου
Βιβλιοπωλείο ΠΛΕΙΑΔΕΣ,
Αθήνα, Παγκράτι
Δευτέρα 30 Σεπτ 2019

Καλησπέρα σε όλους.
Αγαπητή Μαρία, πριν μιλήσω για το βιβλίο σου, ζητώ την άδειά σου να αναφερθώ στην επεισοδιακή στιγμή της γνωριμίας μας. 
Οι συνθήκες εκείνο το βράδυ ήταν αρκετά ανάλογες με την σημερινή, μόνο που εγώ βρισκόμουν στη θέση σου, ήταν η παρουσίαση ενός από τα πρώτα μου βιβλία, εσύ ήσουν στο κοινό, και υπαίτιος ήταν ο κοινός μας φίλος ο Διονύσης. 
Μου είχε λοιπόν τεθεί το ερώτημα «αν, ως συγγραφέας, υπέφερα, πονούσα στη διάρκεια της συγγραφής ενός βιβλίου». 
Είχα απαντήσει, ίσως λίγο αιφνιδιασμένος από την ερώτηση, και σίγουρα δίχως να καλοσκεφτώ τα λόγια μου, πως όχι, αντίθετα, οι ώρες της συγγραφής ήταν διασκεδαστικές έως και απολαυστικές για μένα. 
Η απάντησή μου σήκωσε θύελλα αντιδράσεων, μεταξύ των οποίων και μια δική σου φραστική επίθεση που με κατακεραύνωσε. 
Πώς τολμούσα, εγώ, ένας άπειρος ερασιτέχνης συγγραφέας να υποστηρίζω την άποψη πως η διαδικασία της συγγραφής δεν φέρνει πόνο, αγωνία, άγχος, κατάσταση αντίστοιχη με τις επώδυνες ωδίνες τοκετού!


Από τότε πέρασε καιρός, εκείνη η επίθεση έγινε ευτυχώς η αρχή μιας πραγματικής και ενδιαφέρουσας φιλίας, απολαμβάνουμε τώρα πλούσιες στιγμές ανταλλαγής των ιδεών μας και της δημιουργίας μας.
Αν επανέρχομαι στην πρώτη εκείνη συνάντησή μας δεν είναι για να αναμοχλεύσω δαιμόνια, αν και σε μια παρουσίαση βιβλίου θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να ξανασυζητηθεί το επίμαχο θέμα. 
Όχι, μιλώ πάλι για εκείνη την εμπειρία διότι διαβάζοντας το βιβλίο σου, όπως και τα προηγούμενα βιβλία σου, δεν σε φαντάστηκα ούτε στιγμή, να γράφεις και να σβήνεις ασθμαίνοντας, αγωνιώντας και πονώντας. Καθόλου! Αντίθετα σε έβλεπα να απολαμβάνεις τη στιγμή, χαμογελώντας μάλιστα τσαχπίνικα στην ιδέα της απόλαυσης που θα νιώσουν οι αναγνώστες σου κάποτε, δηλαδή σήμερα.
Μπορεί να κάνω λάθος, στο τέλος της βραδιάς, στη συζήτηση, ίσως μου απαντήσεις στο ερώτημα, αυτή τη φορά όμως είμαι σίγουρος πως θα μου τα πεις μειλίχια και ήρεμα δίχως ίχνος από την επιθετικότητα που είχα εισπράξει τότε…

Ας απευθυνθώ τώρα στους αναγνώστες σου.

Που λέτε, την πρώτη φορά που διάβασα το κείμενο της Μαρίας Παπαδημητρίου, με τίτλο «Με τα χέρια ενός άλλου» ήταν από το χειρόγραφο. Το απήλαυσα, απλά, όπως θα το απολαύσετε κι εσείς όταν το διαβάσετε. 
Τη δεύτερη φορά όμως τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Το διάβαζα έχοντας στο νου να γράψω τις σκέψεις μου για να σας τις παρουσιάσω σήμερα. Το εγχείρημα αυτό με έφερε μπροστά σε διάφορες δυσκολίες και ερωτήματα.

Κρατούσα μολύβι για να υπογραμμίζω τις λέξεις και προτάσεις που θεωρούσα σημαντικές και θα χρειαζόταν να αναδείξω προς υποστήριξη αυτών που θα έγραφα.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα υπογραμμισμένο βιβλίο σχεδόν από την αρχή ως το τέλος. Άντε τώρα μ’ αυτό να βγει άκρη και να συνταχθεί ένα σύντομο και συγκροτημένο κείμενο για την βραδιά της παρουσίασης.

Πρώτο σημείο λοιπόν: έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που βρίθει νοημάτων, μηνυμάτων και σκέψεων. Κι όταν ο αναγνώστης είναι ψυχολόγος, αντιλαμβάνεστε πως η αποστολή του ως παρουσιαστής του έργου περιπλέκεται ιδιαίτερα.
Άλλη δυσκολία μου ήταν ως προς την επιλογή του ύφους που θα διάλεγα.

Αποφάσισα να μην ασχοληθώ με την ψυχιατρική πλευρά της νουβέλας, αν και το κείμενο είναι ιδιαίτερα ερεθιστικό και σε παρασύρει σε ψυχιατρικά θέματα. Θέλησα όμως να ξεχάσω τις διαγνώσεις και τις τεχνικές ορολογίες και να το ακούσω ελεύθερα, χρησιμοποιώντας και το τρίτο αυτί, το ιδιαίτερο, το αυτί τού ψυχαναλυτή. Από αυτό, δυστυχώς, ό τι και να κάνω, δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεφύγω. Το τρίτο αυτί είναι κομμάτι μου, κι αυτό δεν είναι μυστικό, η Μαρία Παπαδημητρίου το ήξερε καλά όταν μου πρότεινε να παρουσιάσω το βιβλίο της. Άρα δεν θα την εκπλήξω με τις παρατηρήσεις μου.

Ήδη, στις πρώτες γραμμές της πρώτης σελίδας το "τρίτο αυτί" μου κουδούνισε:
Διαβάζουμε:
Μια ακατανίκητη δύναμη έφθανε στα χέρια της και τα έσπρωχνε επιτακτικά, να σπρώξουν κι εκείνα με τη σειρά τους στις ράγες του μετρό μια κυρία μεσόκοπη που το περίμενε φορτωμένη στην αποβάθρα.
Το οποιοδήποτε φυσιολογικό αυτί τι ακούει; πως η μεσόκοπη κυρία περίμενε το μετρό. Το τρίτο αυτί μου όμως άκουσε πως η κυρία περίμενε αυτό που θα συμβεί μην έχοντας φυσικά καμιά συνείδηση για το γεγονός που θα ακολουθούσε.

Αρχίζω την παρουσίαση του βιβλίου με αυτή την παρατήρηση διότι με ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Θεωρώ πως η συγγραφέας προδόθηκε από αυτή της την έκφραση, «που το περίμενε». 

Η Μάγια επιτίθεται έτσι σε διάφορους αλλά και στον εαυτό της παρασυρμένη από την «ακατανίκητη δύναμη» των πρώτων γραμμών του κειμένου. Το ερώτημά μου είναι κατά πόσο τα θύματά της ακόμα και η ίδια, «περιμένουν» την επίθεση. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως επιτίθεται έτσι, τυχαία, δίχως να νιώσει το κάλεσμα, την αναμονή μιας επίθεσης, μιας ανατροπής, μιας τρέλας που θα τους βγάλει απ’ τις γραμμές της κανονικής μα ίσως ανούσιας ζωής. Θα μου πείτε, μια ερμηνεία είναι αυτή. Ναι, μα αυτό ακριβώς κάνει η Μάγια: ερμηνεύει την ζωή των άλλων και την δική της, μέσα από τα γυαλιά των τραυμάτων της. Και επιτίθεται. Καταστροφικά και αυτοκαταστροφικά.
Επειδή όμως δεν είναι τρελή, και επειδή ξέρει τι κάνει και πώς το κάνει, αποφασίζει πως αυτά τα χέρια που σπέρνουν την καταστροφή δεν της ανήκουν! Αυτή η σκέψη της είναι και ο τίτλος του βιβλίου «Με τα χέρια ενός άλλου»

Αν έχω μια και μοναδική αμφισβήτηση είναι ακριβώς ο τίτλος. Ξέρει καλά και η συγγραφέας και η ίδια η Μάγια πως τα χέρια αυτά δεν είναι κανενός άλλου, μα είναι τα δικά της! 
Στην καλύτερη περίπτωση είναι τα χέρια του άλλου που κρύβουμε μέσα μας. Μα που δεν παύει να είναι κι αυτός μέρος του εαυτού μας. 
Ως το τέλος του βιβλίου περίμενα με αγωνία τη στιγμή αυτής της αναγνώρισης. Όμως μάταια. Ο τίτλος θα τιμήσει τον ρόλο του, όλα θα γίνουν με τα χέρια ενός άλλου, ο αναγνώστης ίσως και να πειστεί πως η Μάγια έχει χάσει τα λογικά της και τα χέρια της κινούνται με έξωθεν διαταγές, ακατανόητες από την λογική.

Να λοιπόν το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του βιβλίου. Μετατοπίζεται η λογική, ο αναγνώστης ψάχνει τον Άλλον ενώ ο άλλος είναι μπροστά του. Η συγγραφέας δίνει όλα τα στοιχεία, μα τα σερβίρει με τέτοια μαεστρία που σε παρασύρει σε λαθεμένα συμπεράσματα περί μαγείας και μαγικών.
Μάλιστα γράφει κάπου: «Μάγισσα την είπαν μόλις γεννήθηκε». 
Αναρωτιέσαι: γεννήθηκε μάγισσα ή αποφάσισαν οι άλλοι να είναι μάγισσα;
Κεντρικό ερώτημα στο οποίο πήρα πολύ ικανοποιητική απάντηση με την συνέχεια της ανάγνωσης, παρά την ηθελημένη από την συγγραφέα μετατόπιση της λογικής που έλεγα πριν. 
Γι’ αυτό λέω πως προδόθηκε στις πρώτες γραμμές. Δίχως να το θέλει, νομίζω, το είπε με την έκφραση «που το περίμενε φορτωμένη στην αποβάθρα». 
Τώρα το «δίχως να το θέλει» που λέω, όπως όλοι ξέρουμε, σηκώνει αμφισβήτηση. Τις περισσότερες φορές ένα επιτυχημένο κείμενο γράφεται με πολλά «δίχως να τα θέλουμε». Είναι δουλειές του υποσυνείδητου, αλλά, είπαμε, δεν θα μιλήσω σήμερα με ψυχαναλυτική ορολογία.

Θα μιλήσω όμως για τον λόγο. Διότι αυτός, ο λόγος, είναι ο κορμός της ιστορίας. 
Τα λόγια. Οι κουβέντες. Η παρουσία και η απουσία του λόγου. 
Ό, τι δεν μπορεί να μιληθεί, να γίνει λόγος, γίνεται πράξη. Και συχνά γίνεται πράξη καταστροφική. Είτε με τα χέρια της Μάγιας είτε με τα χέρια ενός άλλου, αλλά ας μην ξαναγυρίσω σ’ αυτό. 
Τα χέρια αναλαμβάνουν να μιλήσουν για τα ανείπωτα. Κι όταν τα ανείπωτα είναι τραυματικά η πράξη θα έχει καταστροφή. 
Είναι θυμός ανεξέλεγκτος, ανεπεξέργαστος, τυφλός.
Στο σπίτι που μεγάλωσε η ηρωίδα η σιωπή ήταν κανόνας. Οι άνθρωποι, και ήταν πολλοί, δεν μιλούσαν με λόγια. Μιλούσαν με βλέμματα, με κινήσεις, με στάσεις του σώματος, με προσευχές και κραυγές. Ο λόγος ήταν απών. 
Περιέργως το επάγγελμα της Μάγιας, είναι να ακούει τα λόγια των πελατών της. Τυχαίο μάλλον, ε; 
Είναι, όπως έλεγα, γραμμένο από τη συγγραφέα δίχως να το θέλει, έτσι, τυχαία, η Μάγια ακούει…
Διαβάζουμε:
Η Μάγια δεν ήταν ψυχίατρος ούτε ψυχολόγος ούτε καν χαρτορίχτρα δεν ανήκε σε καμιά σέκτα ούτε παρίστανε τον γκουρού.

Αν μου ζητούσαν να αλλάξω τον τίτλο που αμφισβητώ (εντός εισαγωγικών) θα πρότεινα «Με τα χέρια του λόγου». 
Αυτή είναι η δική μου μετάφραση του «Άλλου». 
Ο λόγος που έπνιγε η Μάγισσα Μάγια. Κι ήταν λόγος μαζί και συναίσθημα. Έκφραση. Πόνος, λύπη, ντροπή, χαρά, αγάπη, λέξεις ανύπαρκτες σε μια ζωή. Καταχωνιασμένες βαθιά στα σκοτάδια της ψυχής. Μόνο τα χέρια έμεναν να αναλάβουν τη δουλειά. Να χαϊδέψουν, να αγγίξουν ερωτικά, έστω μέσα στην παράνομη αιμομικτική αναπόφευκτη έλξη. Κυρίως όμως να σφίξουν, να χτυπήσουν, να πονέσουν, να σκοτώσουν. Παράλυτος ο λόγος, ανύπαρκτος, ανήμπορος να αναχαιτίσει την ορμή του ανείπωτου τραύματος, της ανομολόγητης επιθυμίας.

Αντίθετα, οι ασθενείς της, συγνώμη, οι πελάτες της ήθελα να πω, εκείνοι μιλούν, εκφράζονται. 
Αλλά ο λόγος των άλλων, των πελατών της, λόγος που ανεξήγητα έρχεται να την βρει, δεν καταφέρνει να επουλώσει τις ρωγμές. Δεν την αγγίζει. 
Τα χέρια του λόγου των άλλων δεν την αγγίζουν. Τα χέρια του δικού της λόγου είναι προσωρινά παράλυτα. Μόνο όταν ξυπνάει μέσα της το θηρίο των ανέκφραστων συναισθημάτων, τότε τα χέρια της γίνονται χέρια καταστροφής.

Κλείνοντας θα πω μόνο μια λέξη για την εξαίρετη γραφή με τις περιγραφές για την ιστορία αυτής της γυναίκας, για τα παιδικά της χρόνια, την προσφυγιά, την σημερινή της πραγματικότητα, περιγραφές ζωντανές και καλογραμμένες που σε καθηλώνουν. Μόνο ένα μικρό παράδειγμα:

Η Μάγια, γύρω στα σαράντα, είχε ένα γεροδεμένο λεπτό κορμί και μόνο οι μηροί της ήταν κάπως πιο γεμάτοι από το υπόλοιπο σώμα της και όταν αντάμωναν πάνω, κοντά στο εφηβαίο έδιναν την εντύπωση ότι τίποτα δε χωράει να περάσει ανάμεσά τους.

Με τι κομψό τρόπο περιγράφει η συγγραφέας την μοναχικότητα της ψυχρής γυναίκας! 
Δεν βρίσκετε;

Σας ευχαριστώ.

Γιάννης Βαϊτσαράς 
ψυχολόγος