Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Διαβάζοντας το βιβλίο του άλλου...



Σάββατο 20/10/17
PUBLIC, Αθήνα









κείμενο Γιάννη Βαϊτσαρά:

Τι έγινε ρε Φωτεινή;

Αγαπητέ φίλε, Τρύφων, σ’ ευχαριστώ για την ιδέα σου να συνομιλήσουμε δημόσια για τα βιβλία μας.
Η «Μία και η Άλλη» μου έρχονται απόψε εδώ να συναντήσουν τη «Φωτεινή» σου και να μας δώσουν την ευκαιρία να ανταλλάξουμε τις σκέψεις μας.
Για τους φίλους που είναι μαζί μας σήμερα και μας ακούν θα γίνουμε
ο Ένας και ο Άλλος που θα μιλήσουν για τις γυναίκες που τους συντρόφεψαν τόσο καιρό, και, αν κρίνω από την περίπτωσή μου, μας συντροφεύουν ακόμα. Θα γίνουμε ο ένας και ο άλλος που θα προσπαθήσουν να ανασύρουν επίσης και κάποια από όσα κρύβονται πίσω από τις σελίδες των μυθιστορημάτων τους.
Αφήνω λοιπόν στα χέρια σου τις δικές μου, την Μια και την Άλλη, για να σου πω δυο λόγια, ως αναγνώστης αλλά και ως ψυχολόγος, για το δικό σου βιβλίο.

Τι έγινε ρε Τρύφων;
Πώς κι έτσι, άφησες την πολυθρόνα τού ψυχοθεραπευτή για να πιάσεις την πένα τού μυθιστοριογράφου; Ή μήπως κάνω λάθος και δεν άφησες ακριβώς την θέση σου, μα γράφεις αντλώντας την έμπνευση από την ψυχοθεραπευτική σου εμπειρία; Αν συμβαίνει αυτό, ομολογώ πως το κρύβεις αποτελεσματικά, ο αναγνώστης τού μυθιστορήματος «Τι έγινε ρε Φωτεινή;» παρασύρεται από την διήγηση και ξεχνάει εντελώς την επαγγελματική σου ιδιότητα.
Αν ο ένας, δηλαδή εσύ, το πετυχαίνει αυτό, ο άλλος, δηλαδή εγώ, τους ζαλίζω τους αναγνώστες μου με τα ψυχαναλυτικά μου, κάτι που φοβάμαι πως θα συμβεί και σήμερα, εδώ, με τους φίλους που ήρθαν να μας ακούσουν.
Ε, τι να κάνουμε, ίσως δυσανασχετήσουν λιγάκι, αλλά ας σκεφτούν πως βραδιά βιβλιοπαρουσίασης είναι, θα περάσει. Άλλωστε ξέρουν πού ήρθαν, θα αντέξουν ελπίζω λίγες ψυχαναλυτικές σκέψεις.
(Μεταξύ μας, μπορεί να γκρινιάζουν, αλλά στο βάθος το ευχαριστιούνται).

Που λες, στη δουλειά μας, και φαντάζομαι πως θα συμφωνήσεις και συ, Τρύφων, δεν είναι σπάνιο να χρειάζεται να υποδυόμαστε τον πεθαμένο. Μου συμβαίνει συχνά. Να κάνω πως δεν υπάρχω, ίσα ίσα να αναπνέω. Για να αφήσω χώρο να μιλήσει ο άνθρωπος που έχει αυτή ακριβώς την ανάγκη. Να μιλήσει! διότι ξέρουμε πια καλά πως στη ζωή εμφανίζεται συχνά η ανάγκη αυτή στον καθένα μας. Γιατί άραγε;
Μου απαντάς μέσα στο βιβλίο σου, με μια σκέψη της Φωτεινής, μου το λες, γιατί ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να μιλήσει.
Όπως γράφεις  στη σελ. 129: Για να πετάξει έξω τη σαβούρα που κρατάει φυλακισμένη…, όταν έχεις κάτι κρυμμένο, χρειάζεσαι ένα δεσμοφύλακα να το κρατάει στο σκοτάδι.

Στο περιστατικό λοιπόν όπου η Φωτεινή πάει στον τάφο των γονιών και της γιαγιάς της για να μιλήσει, ταυτίστηκα με τους νεκρούς προγόνους μέσα στον τάφο, η παρομοίωση της σκηνής με ψυχαναλυτική συνεδρία όπου ο αναλυτής κάνει τον πεθαμένο, είναι αναπόφευκτη:

Αρχίζει διστακτικά να μιλάει στους πεθαμένους γονείς:.
-       Δεν θέλω να στενοχωρηθείτε με αυτά που θα σας πω… Ένα πρωινό στο χωριό πριν 21 χρόνια, άρχισε μια ιστορία. Θυμάστε το γείτονα, το κυρ Ανέστη τον θυμάστε έτσι; Μου είπε λοιπόν εκείνο το πρωινό να πάω να δω τα γατάκια που γέννησε η χοντρή η καφετιά, που της είχανε βγάλει το ένα μάτι. Για τη γάτα του λέω…
Ακολουθεί μια εκμυστήρευση-χείμαρρος, που, όσο εξασκημένη και να είναι η ψυχαναλυτική μου επιπλέουσα προσοχή, ομολογώ πως παρασύρθηκα, πως συγκινήθηκα.

Στέκομαι σ’ αυτό τον μονόλογο, διότι κρύβει όλη την τραυματική εμπειρία αυτής της γυναίκας. Μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα παιδικά-εφηβικά της χρόνια αλλά που την τραυμάτισε ως το τέλος της διπλής ζωής της. Και που είναι το κλειδί της κατανόησης τής υπόθεσης. Της κατανόησης του μυθιστορήματος που διηγείται η Φωτεινή.

Χρησιμοποίησα αρχικά αυτό το απόσπασμα του βιβλίου σου σαν παράδειγμα της συνομιλίας μέσα από τα έργα μας. Αντίστοιχες ερωταπαντήσεις εμφανίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Η Φωτεινή, αν και φαινομενικά άσχετη με το επάγγελμά μας, έχει απόψεις και αντιδράσεις πολύ ψυχαναλυτικές, κατά τη γνώμη μου. Μας διηγείται εκείνη, με το μυθιστόρημα που έγραψες εσύ, το δικό της οικογενειακό μυθιστόρημα. Και, υποτίθεται πως δεν είχε ιδέα για το τι είναι το οικογενειακό μυθιστόρημα. Εσύ όμως μάλλον αυτό είχες στο νου σου όταν το έγραφες.


Όπως ξέρεις, «οικογενειακό μυθιστόρημα» ονόμασε  Ο Σίγκμουντ Φρόυντ τις διηγήσεις των ασθενών του για την παιδική τους ηλικία. Ένα αφήγημα όπου ο καθένας στήνει την ιστορία της οικογένειας με τον δικό του τρόπο,  χρησιμοποιώντας αποσπάσματα της πραγματικότητας αλλά κυρίως φαντασιώσεις και απωθημένες επιθυμίες ώστε η ανακατασκευή του παρελθόντος να είναι σύμφωνη με την ψυχική του κατάσταση, συμφέρουσα για την ψυχική του εξέλιξη μέσα στην ψυχοθεραπεία.  Βέβαια, η κατασκευή αυτή μοιάζει πέρα για πέρα κατανοητή, αληθοφανής, ποτέ του ο ψυχαναλυτής δεν θα αναρωτηθεί αν αυτά που ακούει είναι η πραγματική πραγματικότητα ή μια φαντασίωση.  Γιατί αυτό δεν έχει καμιά σημασία.

Για να μιλήσω ειλικρινά η πρώτη δική μου ανάγνωση του μυθιστορήματος, έγινε σαν να βρισκόμουν σε συνεδρία και να άκουγα. Σαν να άκουγα την πραγματικότητα τής Φωτεινής και τις φαντασίες της.
Μην ανησυχείς, δεν μπήκα στον πειρασμό να σε ψυχαναλύσω, εσένα τον συγγραφέα. Κάτι έχω κι εγώ από συγγραφική εμπειρία για να ξέρω πως ο ήρωας της κάθε ιστορίας που γράφουμε, συχνά αυθαιρετεί και κάνει του κεφαλιού του, αγνοώντας τις αρχικές προθέσεις του μυθιστοριογράφου.

Το οικογενειακό μυθιστόρημα λοιπόν της Φωτεινής είναι πολύπλοκο όπως κάθε ανθρώπινο παρελθόν που ακούμε στις συνεδρίες μας, όταν το παρατηρούμε μέσα από τον ψυχαναλυτικό φακό.
Η Φωτεινή γεννήθηκε σε μια φτωχική οικογένεια, στο χωριό, με γονείς ξεριζωμένους από τον τόπο τους το 22. Ήταν η δίδυμη αδελφή της Αγγελικής. Ίδιες,  ολόιδιες. Στην εμφάνιση. Με πολύ διαφορετική συμπεριφορά όμως και φαινομενικά εντελώς ανόμοια ψυχοσύνθεση.
Σε απασχολεί και σένα το μυστήριο των διδύμων! Καταλαβαίνω. Τα ζευγάρια των διδύμων αποτέλεσαν και αποτελούν πόλο ενδιαφέροντος για την ψυχολογία, δεδομένης της ιδιαιτερότητάς τους.
Μελετώντας την ιστορία αυτή, συχνά εμφανίστηκαν στο μυαλό μου τα ερωτηματικά που τους αφορούν.

Ποιες απροσδιόριστες δυνάμεις ώθησαν τις δυο αδερφές σε τόσο διαφορετικούς δρόμους στην περιπέτεια της ζωής; Ποια υπόγεια μονοπάτια τις οδήγησαν στην υποσυνείδητη προσπάθεια να διαχωριστούν, να πάρουν εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις, χωρίς όμως ποτέ να επιτύχουν να χωριστούν πραγματικά;

Η Αγγελική και η Φωτεινή του βιβλίου σου, είναι δίδυμες τριανταπεντάχρονες, η πρώτη πόρνη και η δεύτερη θρησκευόμενη νοικοκυρά. Η πρώτη είχε πρώτη δραματικό τέλος.

Παραθέτω μια μικρή-πικρή συνομιλία που είχε η Φωτεινή με κάποιον αστυνομικό, μετά την δολοφονία της αδερφής της, σελ. 56:

-Είστε δίδυμες, μάλιστα… από αυτές που μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό ή από τις άλλες;
-Στην εμφάνιση σαν δυο σταγόνες νερό, ίδιες. Στη ζωή και την συμπεριφορά είμαστε από τις άλλες.
Δεν καταλάβαινε και η ίδια αν τον ειρωνευόταν ή αν μίλαγαν οι πικρές σκέψεις της.
- Το βλέπω παιδί μου, το βλέπω. Είστε μια απόλυτα αξιοπρεπής κυρία.

Εκτός από το δραματικό τέλος της, για την Αγγελική θα μάθουμε λίγα πράγματα. Μάλιστα έκανες την «πονηριά» να αρχίσεις το μυθιστόρημα με αυτό ακριβώς το τραγικό γεγονός. Πετυχημένη συγγραφική κίνηση!
Στις πρώτες σελίδες, ρίχνεις τη βόμβα, αρπάζεις το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς περιγράφεις τολμηρά τις πιπεράτες λεπτομέρειες του βιασμού και τελικά του φόνου της Αγγελικής, μέσα στο τρένο. Μέσα στον έρημο συρμό Θεσσαλονίκη-Αθήνα, όπου κυκλοφορούν λιγοστοί νταβραντισμένοι φαντάροι, (οι πελάτες της), κι ο μιλημένος υπάλληλος του τρένου. Μέσα στην μυστηριακή κι ανησυχητικά ερεθιστική νυχτερινή ατμόσφαιρα, όπου εξαφανίζονται όλοι, τη στιγμή του «απολαυστικού φόνου», όπως θα έλεγε κι ο Ερνέστ Μαντέλ, στην κοινωνική ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Από κει και μετά, δυσκολεύτηκα να αφήσω το βιβλίο.

Από τον φόνο ως τη στιγμή που η αδερφή της η Φωτεινή θα μάθει τον θάνατο και την κρυφή ζωή της Αγγελικής, μεσολαβούν 27 ολόκληρες σελίδες (17 με 48). Ο αναγνώστης αδημονεί, καίγεται να μάθει τη συνέχεια. Όμως, υπομονετικά σε ακολουθεί να τον περιδιαβαίνεις με μαεστρία στις σκέψεις και στην καθημερινότητα της δίδυμης αδερφής, της Φωτεινής. Στις αναμνήσεις και στις συνήθειές της. Την περιγράφεις μέσα απ’ τους ελεύθερους συνειρμούς της με τόση γλαφυρότητα και χάρη που, να σου πω, έπιασα τον εαυτό μου να εύχομαι να παραταθεί η περιπλάνηση στην διήγηση, αν οι 27 σελίδες ήταν περισσότερες, δε θα με χαλούσε.
Μη μου πεις πως δεν χρησιμοποίησες την ψυχαναλυτική μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού, δεν θα σε πιστέψω.
Προδίδεσαι από τις προτάσεις που χρησιμοποιεί η ηρωίδα σου. Θες παραδείγματα;

Γέλασε για το πώς πήδαγε το μυαλό της από το ένα θέμα στο άλλο.
Τώρα που τα λέει αυτά, παραλίγο να ξεχάσει μιαν άλλη ιστορία.
Έπειτα, είχε τόσους δικούς της στον επάνω κόσμο... Τώρα που είπε απάνω κόσμο θυμήθηκε που της άρεσε…

Στην ψυχανάλυση, ο ελεύθερος συνειρμός είναι το όχημα που οδηγεί τον αναλυόμενο στην εμφάνιση του μίτου της σκέψης του, στην ανάδυση του υποσυνείδητου.
Στο βιβλίο σου, οι ελεύθεροι συνειρμοί της ηρωίδας σου είναι το όχημα που μας ξεναγεί στην ιστορία και την προσωπικότητα, στον ψυχισμό της. Κι αυτό ξέρεις να το περιγράφεις πειστικά και γενναιόδωρα. 
Με την περιήγηση στον σκοτεινό και τον φωτεινό κόσμο της Φωτεινής και τής Ελλάδας του 60, σχεδόν ξεχνάμε τα τραγικά γεγονότα της αρχής του μυθιστορήματος.
Όμως, επειδή σέβεσαι τον αναγνώστη σου, αφού τον στροβίλισες με νοσταλγία και τρυφερές λεπτομέρειες, τον επαναφέρεις στην πραγματικότητα του σήμερα. Να όμως που η Φωτεινή, ακόμα και στο τραγικό σήμερα εκείνη βρίσκει διέξοδο με το να αναπολεί τα όμορφα περασμένα, βγαλμένα λες από παραμύθι.

Την οδήγησαν σε ένα γραφείο που την περίμενε ο διοικητής. Είδε την εικόνα του Χριστού και από κάτω τις φωτογραφίες των βασιλέων. Της ήρθε στο νου ο γάμος του Κωνσταντίνου με την Άννα-Μαρία. Από το μπαλκόνι ενός γνωστού του πατέρα τους στην Βασιλίσσης Σοφίας, τον περασμένο Σεπτέμβρη του 63, είχαν  παρακολουθήσει με την Αγγελική την άμαξα με τα άλογα και…
 -Σας κάλεσα εδώ, κυρία Ασλάνογλου, γιατί χρειάζεται να σας πληροφορήσω για κάτι πολύ δυσάρεστο…

Μετά τον θάνατό της η Αγγελική θα συνεχίσει να είναι συμπρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα αλλά μέσα από τις διηγήσεις και τις εμπειρίες τής αδερφής της, τής Φωτεινής. Τις κάποιες πληροφορίες για την πολυτάραχη και σύντομη ζωή τής Αγγελικής τις περιγράφεις με τα λεγόμενα, τις αναμνήσεις και τις σκέψεις τής Φωτεινής. Μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του μονόλογου. Αυτό που μένει πάντως σαν γεύση είναι ο άρρηκτος δεσμός αίματος που τις συνδέει, διπλός δεσμός, ομοζυγωτικός. 

Λέει η Αγγελική στη αδερφή της, στη σελίδα 31:
Φωτεινή, άσε τα ανάμματα στα καντήλια και κοίτα να ανάψεις τα αίματα στους άνδρες. Ρε παιδί μου, και εγώ πιστεύω στον θεό αλλά εσύ χέσε μέσα. Λιβάνια, προσευχές, μετάνοιες,   θανατίλα βρωμάς. Βάλε, μωρέ, και καμιά κολόνια. Το ξέρεις ότι μυρίζεις μοσχολίβανο και καμένο κερί; Δηλαδή, ρε Φωτεινή, πρέπει να διαλέξεις ή την ζωή με τις χαρές της και τα σκατά της ή το μοναστήρι. Άμα αποφασίσεις, πες και σε μένα για να κάνω το κουμάντο μου.

Την Φωτεινή εγώ την συμπάθησα. Βέβαια κι εκείνη έκανε τα πάντα για να ελκύσει την συμπάθειά μου. Η Φωτεινή είναι άνθρωπος της προηγούμενης γενιάς από μένα αλλά πολλές από τις εμπειρίες της  μου μίλησαν, ταίριαξαν με δικές μου αναμνήσεις και αναφορές. Όταν, ας πούμε, περιέγραφε την γειτονιά που έζησε, τις συνήθειες, το Ρομάντζο όπου διάβαζε ερμηνείες των ονείρων της, τα μαγαζιά όπου πήγαινε, το γαλατάδικο της ΕΒΓΑ με το τηλέφωνο της περιοχής. Τις θυμάμαι κι εγώ, τις ραδιοφωνικές εκπομπές, την «Πικρή – μικρή μου αγάπη», τις διαφημίσεις του ρολ και του κλιν, που άκουγε στο ραδιόφωνο BRAUN. Μεγάλο, με σκούρο ξύλο, που γυάλιζε κι έπιανε μέχρι Αίγυπτο, όπως λες.  Αναμνήσεις ζωντανές από την παιδική μου ηλικία, την δεκαετία του 60. Αυτές οι αναμνήσεις είναι προφανώς κοινές για εμάς του δυο, που, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, να πω δημόσια, πως εμείς είμαστε της ίδιας γενιάς.

Πρέπει να επαναλάβω πως το βρίσκω ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Το διάβασα πάλι, αυτή τη φορά όχι σαν ψυχοθεραπευτής, αλλά σαν αναγνώστης. Ξέρουμε πια πως κατά την ανάγνωση ενός κειμένου, ο καθένας διαβάζει το δικό του βιβλίο και, ανάλογα με αυτά που έχει μέσα του, βρίσκει και παίρνει από το έργο ό,τι ο ίδιος χρειάζεται, συν-δημιουργώντας με τον συγγραφέα.

Μπορεί μια θεοσεβούμενη νοικοκυρά να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να βλέπει το πρόσωπο μιας πόρνης με τα ίδια χαρακτηριστικά;
Ε λοιπόν, στο δικό σου σύμπαν, στον κόσμο της φαντασίας του συγγραφέα Τρύφωνα Ζαχαριάδη μπορεί.
Το λες, με άλλα λόγια, στη σελ. 78, μέσα στο νεκροτομείο:

Παρά το διαφορετικό χτένισμα και το έντονο κραγιόν στα χείλη, που είχε πασαλειφτεί γύρω από το στόμα της Αγγελικής, παρά τα μελανιασμένα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της, το ξεραμένο αίμα και τα μεγάλα σημάδια στο λαιμό, η Φωτεινή ήταν σα να έβλεπε πεθαμένο το δικό της πρόσωπο, τον εαυτό της.

Η πορεία των δυο γυναικών μοιάζει παράλληλη και κυκλική, τόσο, που από απόσταση, δεν διακρίνεις τη διαφορά. Άλλωστε, το μυθιστόρημα αρχίζει και τελειώνει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε κανείς να το διαβάσει ανάποδα από το τέλος προς την αρχή, σαν  παλίνδρομο, θα έλεγα. Σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που μπλέκει το πρόσωπο με το είδωλό του, σαν το ριζικό των διδύμων.
Δεν θα πω στους ακροατές μας σήμερα περισσότερα για το τέλος του μυθιστορήματος. Θα πω μόνο όμως, ότι όπως στις πρώτες σελίδες, έτσι και στις τελευταίες, εμφανίζεται απογυμνωμένη από φτιασίδια και μπιχλιμπίδια η ανθρώπινη υπόσταση: ο έρωτας με τον θάνατο βγάζουν τα μαχαίρια δίχως αναστολές, δίχως δεύτερες σκέψεις. Κυνικά, υποχθόνια, το αρχέγονο τυφλό πάθος θα επιβάλει την ακατέργαστη παρουσία του.



Κι αναρωτιέμαι: πώς εσύ, ο ψυχοθεραπευτής, ο συγγραφέας, άφησες ανεξέλεγκτη αυτή την εξέλιξη; Πώς γίνεται ο άνθρωπος που έγραψε το βιβλίο Συντροφικότητα-Αποχωρισμός, να επέτρεψες την ακατέργαστη εκδήλωση του πάθους στο μυθιστόρημά σου;
Από το εξώφυλλο τού «Συντροφικότητα-Αποχωρισμός», αντιγράφω:
Με βάση τις σκιερές πλευρές του καθενός μας, στο βιβλίο αυτό, πραγματοποιείται μία διερεύνηση της συντροφικότητας και του φόβου της συντροφικότητας, της εγγύτητας και της απόστασης, της σύνδεσης και της αποσύνδεσης, που σε  κάθε τους εκδοχή κρύβουν μέσα τους μια ελπίδα αγάπης.




Η απάντηση που δίνω εγώ στο ερώτημα, είναι πως εδώ, στο μυθιστόρημα, ενδιαφέρεσαι ακριβώς για τις σκιερές πλευρές του καθενός, τελεία. Δεν δρας ως ψυχοθεραπευτής, αλλά ως μυθιστοριογράφος, ως παρατηρητής.
Παρατηρητής της συντροφικότητας και του φόβου της συντροφικότητας, της εγγύτητας και της απόστασης, της σύνδεσης και της αποσύνδεσης των ηρώων σου.
Όσο για την ελπίδα αγάπης που κρύβουν μέσα τους, αφήνεις σε μας τους αναγνώστες να την ανιχνεύσουμε και να την φέρουμε στο φως, συν-δημιουργώντας μαζί σου και όχι θεραπεύοντας.

Όπως έλεγα στην αρχή, δεν εμφανίζεσαι πουθενά ως ψυχολόγος, παρατήρησα πως ούτε μια φορά δεν εμφανίζονται στο μυθιστόρημα λέξεις όπως ψυχολογία, ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση κλπ…

Το φαινόμενο της μη αναφοράς των ψυχοθεραπευτικών εργαλείων στο μυθιστόρημα, μου φέρνει μια υποψία: Λες γι’ αυτό, σκέφτηκα, ο Ζαχαριάδης να επέλεξε την εποχή αυτή, την δεκαετία του 60, για να ξεδιπλώσει το μυθιστόρημα, εποχή που ούτε περνούσε απ’ το μυαλό κανενός μέσου Έλληνα η ψυχοθεραπευτική ιδέα, πολύ περισσότερο η ψυχανάλυση και τα παράγωγά της;
Λες να επέλεξε αυτή την εποχή για να μην μπει στον πειρασμό να κάνει καν ψυχαναλυτικές αναφορές και ερμηνείες στις αντιδράσεις και συμπεριφορές των ηρώων του;
Αν ισχύει αυτό είναι σοφή η επιλογή σου.
Πρώτον διότι έχεις έναν υπέροχο τρόπο να περιγράφεις την γοητευτική και ενδιαφέρουσα αυτή εποχή της ελληνικής «Χαμένης Άνοιξης».
Και δεύτερον αποφεύγεις να εμπλέξεις στη λογοτεχνία σου τις επαγγελματικές σου διαστροφές. Κάτι που ομολογώ πως εγώ, όπως είπα, στα γραφτά μου, όχι απλά δεν αποφεύγω αλλά επιδιώκω, δυστυχώς, λένε κάποιοι, για πολλούς αναγνώστες μου.

Κι όμως, η ψυχανάλυση λάμπει δια της απουσίας της στο βιβλίο σου. Ίσως, θα μου πεις, γιατί όπως λέγαμε πριν ο αναγνώστης, δηλαδή εγώ, διαβάζει το δημιούργημα με τον δικό του, προσωπικό τρόπο. Σε κάθε σελίδα λοιπόν της Φωτεινής, σκεφτόμουν πόσο χρήσιμη θα ήταν μια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση στο περιβάλλον που στήνεις, κύριε Ζαχαριάδη.

Εγώ βρίσκω πως το μυθιστόρημα αυτό είναι η χαρά του ψυχοθεραπευτή.
Να, για παράδειγμα αναφέρεσαι, δήθεν τυχαία, στη διήγηση ενός ονείρου, ενός ερωτικού ονείρου της Φωτεινής! Συγνώμη, αλλά σε ποιον δε θυμίζει ψυχαναλυτική κατάσταση;

Είδε ότι βρισκόταν στην μικρή αποθήκη της αυλής ξαπλωμένη στο ντιβάνι με το σομιέ.
Την φίλαγε αυτός ο ξένος στο λαιμό και στην κοιλιά και ένιωθε ένα γλυκό μούδιασμα από την μια, και από την άλλη ίδρωνε και έτρεμε σαν να την απειλούσε κάτι. Το σίγουρο είναι ότι ξύπνησε ταραγμένη, ακριβώς την ώρα που ένιωσε ευχαρίστηση ανάμεσα στα πόδια της.
Και, πιο κάτω, αναρωτιέται κάθιδρη η Φωτεινή:
Πώς να διώξει κάποιος τους πειρασμούς όταν κοιμάται; Σε καλό να μου βγει!.

Ή πάλι, κάποια από τα λόγια τής Φωτεινής δεν είναι πολύτιμο καμπανάκι και μάθημα για όλους μας, για τον κάθε γονιό, τον κάθε άνθρωπο που αγαπάει τον διπλανό του;
Όταν χτίζεις τις μέρες σου με μυστικά, οι αλήθειες σε μαραζώνουν. Κανείς σας δεν πόνεσε, γαμώτο μου, με τον δικό μου πόνο. Φύγατε όλοι από τη ζωή, χωρίς ν’ ακούσετε κάτι που θα σας ανησυχήσει, κάτι που να σας κάνει να πείτε: Αυτό το παιδί βασανίζεται από τίποτα; Χαμπάρι όλοι σας!

Ήδη, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου σου, είχε φανεί πως οι αναγνώστες αγαπήσαμε ιδιαίτερα τις σελίδες με τις λεπτομέρειες της κηδείας. Ας σου ξαναθυμίσω τι έλεγα τότε, γιατί ταιριάζουν με τα ψυχαναλυτικά που συζητάμε σήμερα:
Βρισκόμαστε στην κηδεία της Αγγελικής. Γράφεις στη σελ. 104:

Η κηδεία είχε μια περίεργη αξιοπρέπεια. Ένας ξένος, που δεν μπλεκόταν με τα συναισθήματα όσων  γνώρισαν την Αγγελική, θα έλεγε:
-Πρώτη φορά σ’ επαγγελματία πουτάνα, τόση αρχοντιά και σεβασμός!

Εκεί, λοιπόν, έχουμε μια εξαιρετική σκηνή: Ανάμεσα σε αρχιμανδρίτες και παπάδες, δεκάξι τον αριθμό, δίπλα στα άπειρα στεφάνια, άλλα κανονικά κι άλλα δήθεν, που τάχα έστειλαν διάφοροι επώνυμοι σαν τη Μάγια Μελάγια, τη Μάρθα Βούρτση ή τον Ηλία Τσιριμώκο, εκεί μέσα στο πλήθος ακούγεται το εξής:
-Τι σου είναι ο άνθρωπος;
Τότε,
Ο άντρας της κυρά Άννας από την Έβγα τους όρμησε, μια και τους γνώριζε, σαν του πάτησαν δικό του κάλο.
-Τι να είναι, ρε μαλάκες, ο άνθρωπος, ό,τι κι εσείς! Ένας χαζός, που ασχολείται με το πώς τον βλέπετε, πώς θα θέλατε να είναι και δε βάζει μπροστά να γίνει αυτό που θέλει αυτός. Ζούμε μια ολόκληρη ζωή για τους άλλους και όχι για τον εαυτό μας.

Με έξυπνο τρόπο, περνάς το ψυχοθεραπευτικό μήνυμα μέσα από το μυθιστόρημα.
Ζούμε μια ολόκληρη ζωή για τους άλλους και όχι για τον εαυτό μας.
Σοφή η επιλογή σου να αφήσεις να μιλήσουν οι ήρωες κι όχι οι ασθενείς σου. Έστω κι αν τα λόγια τους είναι, πιθανώς, ακούσματα στις συνεδρίες σου.
Διότι, μια ψυχανάλυση δεν μπορεί να γίνει μυθιστόρημα, λέει ο αγαπημένος μου Γάλλος ψυχαναλυτής και συγγραφέας ΠΟΝΤΑΛΙΣ. Ατίθετα,
Ο μυθιστοριογράφος, ακόμη κι αν φιλοδοξεί να μετατρέψει τον λόγο και να τον κάνει δικό του, θα είναι πάντα ένας αφηγητής, και αρκείται σ’ αυτό που μπορούν να μεταδώσουν οι γραπτές λέξεις. Μια ψυχανάλυση δεν μπορείς να την διηγηθείς. Ανήκει στον προφορικό λόγο και ανθίσταται στον γραπτό.
Ο ψυχοθεραπευτής Ζαχαριάδης λοιπόν, εμφανίστηκες εδώ ως μυθιστοριογράφος. Μετέτρεψες τον λόγο, αφηγήθηκες μια ιστορία. Και μπορεί να βρίσκει κανείς κρυμμένα μέσα της όλα τα βασικά ψυχαναλυτικά στερεότυπα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, την δύναμη της ερωτικής ενόρμησης, το βασανιστικό υπερεγώ με τα πρέπει και τις αναστολές του, τις συγκρούσεις του έρωτα με τον θάνατο, την ψυχοπαθολογία του τραύματος…
Όλα όμως είναι δοσμένα δίχως ίχνος θεωρίας, με μυθοπλαστική σοφία, με πλοκή και περιγραφές που ψυχαγωγούν και διασκεδάζουν.
Ας πούμε, δίνεις τόσο όμορφα εικόνες από τους δαιδάλους που δημιουργούνται στην ψυχή, μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να διαβάσω το παρακάτω απόσπασμα, σελ. 117, μονόλογος τής Φωτεινής.

Περίεργος άνθρωπος ήταν η Αγγελική. Να κάνει βίζιτες στα τρένα και να μην μου έχει πει τίποτα; Αν μου το φανέρωνε, ίσως και να της έλεγα πως, άμα αυτή είναι ευχαριστημένη, εμένα μου περισσεύει.
Από μικρή, όταν της έμπαινε κάτι στο μυαλό δεν της το έβγαζες με τίποτα. Σ’ αυτό επίσης είμαστε ίδιες κι απαράλλακτες. Από τη μια, θυμάμαι, φοβόταν τον μπαμπά, απ’ την άλλη μόλις έβρισκε ευκαιρία, όταν δεν την έπαιρνε χαμπάρι, έστηνε στο μικρό σαλόνι του σπιτιού μας παιξίματα και ιστορίες που εκείνον τον νευρίαζαν.
Εμένα με έβαζε πάντα να κάνω δίπλα της την υπηρέτρια. Δεν είχα πρόβλημα, ούτε μ’ ένοιαζε. Την αγαπούσα και έκανα χάζι με τα καμώματα της. Την κάλυπτα πολλές φορές. Από παιδί, όμως, ήξερα ότι εγώ ήθελα μια απλή ζωή χωρίς μπλεξίματα. Ίσως τρόμαζα με τους ανθρώπους. Το πολύ κοντινό με τάραζε. Εκείνη είχε άλλα όνειρα. Οι άντρες άρεσαν και στις δυο μας αυτή όμως τολμούσε και το έδειχνε.
Εγώ κρυβόμουν πίσω από φόβους. Έτσι κλειδωμένη ήταν και η μάνα μας. Έτσι κλείδωσε και τον καρκίνο μέσα της και έφυγε γρήγορα. Μαζεμένη γυναίκα, που δεν έκανε ποτέ εκείνο που ήθελε. Έκανε πάντα αυτό που ένιωθε ότι ήθελαν οι άλλοι. Την έχω αντιγράψει σε όλα. Αναστενάζω όπως η μακαρίτισσα. Τηρώ τα θρησκευτικά όπως εκείνη. Χτενίζω τα μαλλιά μου όπως έκανε τα δικά της. Σωπαίνω στα λόγια των άλλων, για να ακουστεί η φωνή τους. Μιλάω μόνο όταν καταλαβαίνω ότι η μουγγαμάρα τους είναι απελπισία.

Πολύ πυκνό για να σταθώ σε όλες τις λεπτομέρειες του αποσπάσματος.
Φυσικά, προσέχω το κλειδωμένη γυναίκα που κλείδωσε τον καρκίνο, καθώς και το κρυβόμουν πίσω από τους φόβους. Προτάσεις που μαρτυρούν άθελά σου, την εξάσκηση που έχεις στα λογοπαίγνια και τους συμβολισμούς. Όσο για την τελευταία πρόταση του αποσπάσματος Σωπαίνω στα λόγια των άλλων για να ακουστεί η φωνή τους, ε, εκεί πια, εγώ ακούω τη δική σου φωνή, του ψυχοθεραπευτή στις συνεδρίες, όπου μιλάς μόνο όταν καταλαβαίνεις ότι η μουγγαμάρα τους είναι απελπισία.

Και μια που είμαστε στα λογοπαίγνια, τους συμβολισμούς και άλλα ψυχαναλυτικά φαινόμενα, ήθελα να σε ρωτήσω για μια λεπτομέρεια που όμως χτύπησε στο μάτι μου, ένα «λάθος» που με διασκέδασε, τόσο, που θα πρότεινα να το χρησιμοποιήσεις και να το υιοθετήσεις σαν τίτλο στην επόμενη έκδοση. Πρόκειται άραγε πράγματι για τυπογραφικό λάθος, ή ηθελημένα γλίστρησε στο κείμενο το Ρωτεινή, αντί του Φωτεινή, στη σελ. 139;

Πριν μου απαντήσεις επίτρεψέ μου μια ερμηνεία:
Προς το τέλος της σελίδας, συναντάμε τις λέξεις που αποτελούν και τον τίτλο του βιβλίου: Τι έγινε ρε Φωτεινή, όπου το Φ κεφαλαίο έχει αντικατασταθεί από Ρ κεφαλαίο. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης θα αναφωνήσει: ο δαίμων του τυπογραφείου! Δαίμων πράγματι, είτε του τυπογραφείου, είτε, ίσως όμως όχι, σκέφτομαι εγώ, ίσως να είναι ο δαίμων του ίδιου του συγγραφέα. Διότι αν διαβάσει κανείς με προσοχή τα διαμειβόμενα στην παράγραφο, δεν θα εκπλαγεί με την παραπραξία, το λάθος, το γλίστρημα της γλώσσας του ανθρώπου που μιλάει. 

Πρόκειται για τον άντρα που χάραξε τη ζωή της Φωτεινής, με το τραύμα που προξένησε στο κοριτσάκι που ήταν κάποτε.

Είκοσι ένα χρόνια έμεινε σφηνωμένη στο νου μου η μέρα με τον κωλόγερο τον Ανέστη, το σιχαμένο πράμα του και τ’ άγρια χέρια του να με πασπατεύουν. Δεν μου έφταναν όλα τ’ άλλα κάθε Πάσχα μετά τα μεσημεριανά, έπρεπε οικογενειακώς να πάμε να του ευχηθούμε για τη γιορτή του. Μ’ έπιανε από το σβέρκο, και καλά δεν με πρόσεχε τις άλλες μέρες, κι έλεγε: τι έγινε ρε Ρωτεινή;

Πιστεύω πως η ψυχή του ανθρώπου ξέρει από δικαιοσύνη. Πώς να διαγραφεί το έγκλημα που τον βαραίνει; Έτσι, δίχως την παραμικρή υποψία ενοχής, ο Ανέστης προσποιείται τον ασυνείδητο δίχως να ξέρει πως το έγκλημα δεν μένει ατιμώρητο. Απλά το υποσυνείδητο εμφανίζεται απρόσκλητο και μπερδεύει τη γλώσσα του, δεν καταφέρνει μήτε το όνομα του θύματός του να προφέρει σωστά. Άλλωστε το φως δεν είναι το στοιχείο του. Μένουν μόνο αναπάντητες ερωτήσεις που θα τον βασανίζουν εσαεί, εν αγνοία του… Τι έγινε ρε Ρωτεινή; ρωτάει απεγνωσμένα, δίχως απάντηση. Στην ουσία, μόνον εκείνος θα μπορούσε να ξέρει τι έγινε στην τρικυμισμένη ψυχή του.

Σου είπα, αγαπητέ Τρύφων, μερικές μόνον σκέψεις μου για το βιβλίο σου. Όπως κατάλαβες θα μπορούσα να μιλάω για ώρες, αλλά αντιλαμβάνομαι πως ο στόχος σήμερα είναι, όχι να κουράσουμε τους ακροατές μας, αλλά να ερεθίσουμε το ενδιαφέρον τους. Έτσι θα  περιοριστώ, κλείνοντας, στο θέμα του θυμού που υποβόσκει σ’ όλο το μυθιστόρημα.
Τον θυμό του αναγνώστη σου, για τη μοίρα της Φωτεινής και για τη μοίρα της χώρας που ζει, αυτόν τον θυμό ξέρεις να τον γαληνεύεις. Με τις τρυφερές περιγραφές ακόμα και στις σκληρότερες στιγμές του βιβλίου, με τις σοκολάτες που βάζεις σε χέρια συμπονετικά, με όμορφες ερωτικές σκηνές για πονεμένα σώματα, με φαντασίες και όνειρα, με «μάγισσες που φέρνουν βότανα»…
Μα, με το θυμό της Φωτεινής σου, μ’ αυτόν …τι έγινε;
Δεν θα το πω εδώ τώρα. Ας αφήσω αυτή τη χαρά στους αναγνώστες σου να το ανακαλύψουν.
Διότι είναι απ’ τα δυνατότερα κομμάτια του βιβλίου, αυτό μπορώ να το πω. Όπου η Φωτεινή βουτάει στην ζωή της Αγγελικής και στη συνέχεια με μια εκπληκτικής φαντασίας κίνηση εκδικείται τον θάνατο της δίδυμης αδερφής της.
Όσο εμβάθυνα στην ιστορία που έγραψες, ήρθε στο νου μου μια ιδέα. Ίσως αν το είχαμε σκεφτεί νωρίτερα να βάζαμε στα δυο μας βιβλία τον ίδιο τίτλο, μιας και θα ήταν ταιριαστό στο περιεχόμενο, σαν συγγραφική άσκηση ύφους…
Η Αγγελική και η Φωτεινή, η Μία και η Άλλη…
Ρίχνω την ιδέα, ίσως μια άλλη φορά να το επιχειρήσουμε, τι λες;
Γ. Βαϊτσαράς









κείμενο Τρύφωνα Ζαχαριάδη:

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΪΤΣΑΡΑ


Ο σύγχρονος Έλληνας στον τόπο μας προβάλει δικαιολογημένα, ως πιεστικό πρόβλημα, το οικονομικό. Όλοι μας  γνωρίζουμε και το κουβεντιάζουμε, ότι εκτός των άλλων πάσχει ηθικά, πολιτικά και λόγω ψυχοθεραπευτικής ιδιότητας σας διαβεβαιώνω και σεξουαλικά. Αντιμετωπίζοντας με αθωότητα και απλοϊκότητα αυτό που μας συμβαίνει, υπονομεύουμε την όποια προσπάθεια βελτίωσης και εξέλιξης της ζωής μας.  Όλοι αισθανόμαστε και δικαιολογημένα το νοιώθουμε ότι μας αδικούν. Μας αδικεί το κράτος, μας αδικούν οι ξένοι, μας αδικεί ο συλλογικός μας περίγυρος και συχνά νοιώθουμε ότι αδικούμε εμείς τον εαυτό μας που επιτρέπουμε στους άλλους να μας φορούν το κοστούμι της αδικίας. Αν το περιβάλλον που ζούμε δεν εμπεριείχε τόσες αδικίες, ίσως η τέχνη και στην περίπτωση η λογοτεχνία, δεν θα είχε τη στιγμιαία ευχέρεια να μας συγκινεί και να μας παρηγορεί.


Ξεκινώντας λίγο αφοριστικά, θα υπενθυμίσω ότι διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο, μας βοηθάει να επαναφέρουμε μέσα μας χαμένα κομμάτια του εαυτού μας. Ερχόμαστε σε επαφή με κάτι που έχουμε νοιώσει κι εμείς αλλά δεν το έχουμε αναγνωρίσει ξεκάθαρα. Συναντάμε μακρινές συγγένειες από βολεμένες εκκρεμότητες της ζωής μας. Προσωπικά, στο μυθιστόρημα του Γιάννη Βαϊτσαρά συνάντησα αρκετές μνήμες από την παρελθοντική διαδρομή μου, που ομολογώ κόντευα να τις ξεχάσω. Η επαφή με ένα βιβλίο που με συγκινεί, μοιάζει με μια διαδικασία συναισθηματικής ανασύστασης!
Έτσι, θα ήθελα να πω απλά, αυτό που λέει ένα ικανοποιημένος αναγνώστης τελειώνοντας ένα μυθιστόρημα: Μου άρεσε! Μου άρεσε ιδιαίτερα «Η Μία και η Άλλη».
Στην συνέχεια, θα δανειστώ μικρές αναφορές από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, που προσδιορίζουν σε γενικές γραμμές την ιστορία που ξεδιπλώνει ο συγγραφέας του.
«Δυο συνονόματες γυναίκες αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Αγοράζουν ένα διαμέρισμα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, πλάι στο γραφείο ενός υπερήλικα ψυχαναλυτή, και συνδέονται οι τρεις τους με στενή φιλία… Οι γιοί των γυναικών και η κόρη του ψυχαναλυτή εμπλέκονται σε σχέσεις περίπλοκες καθώς η συγκατοίκηση των μεγαλυτέρων γεννά και σ’ εκείνους πρωτόγνωρα και απρόσμενα συναισθήματα, με απρόβλεπτη εξέλιξη».
Λόγοι συμβολικής διάκρισης - και όχι μόνο - βαφτίζουν με παιγνιώδη διάθεση, Μία την πρώτη και Άλλη τη δεύτερη. Θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα από τα ευρήματα του Γ.Β. για να βάλει από την πόρτα και όχι από το παράθυρο του μυθιστορήματος τον «σημαντικό άλλο» που πάντοτε είναι ο απέναντι. Αν γυρίσεις, λοιπόν, ανάποδα τα πρόσωπα λέγοντας την Μία, Άλλη και την Άλλη, Μία, ίσως να μην υπάρξει τόσο έντονη διαφοροποίηση, επειδή δεν αλληλοσυμπληρώνονται μόνο, αλλά η Μία καθρεφτίζει την Άλλη και το ανάποδο.
Ο «σημαντικός άλλος» μας διευκολύνει να κάνουμε διάλογο με τα σκοτάδια του ψυχισμού μας. Μας προκαλεί προσδοκίες, επιθυμίες, θυμούς, ζήλιες, χαρές κι αφόρητη απογοήτευση γιατί και αυτός δεν είναι τέλειος αλλά και αυτό που μας καθρεφτίζει για τον εαυτό μας δεν προσεγγίζει καμιά τελειότητα. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν ωριμότητα συναισθηματική είναι η αποδοχή ότι δεν είμαστε τέλειοι! Είμαστε μέτριοι. Περίπου καλοί, περίπου κακοί. Κάπου-κάπου σχεδόν όμορφοι, με αρκετά όμως σημεία ασχήμιας. Αν ωριμάσουμε μέσω του άλλου, μας διευκολύνει να αντέξουμε την εικόνα μας. Δηλαδή να αποδεχθούμε αυτό που εκπέμπουμε και να  δοκιμάσουμε να το βελτιώσουμε.
Ποιά είναι η Μία και ποια η Άλλη; Ποιά από τις βασικές ηρωίδες του βιβλίου του θα μιλήσει για τις παρεκκλίσεις του συναισθήματος και του σώματος; Και οι δύο, αλλά μόνο όταν καταφέρουν μέσα από τις βρεφικές ανάγκες της ενήλικης ζωής τους να αρθρώσουν το αίτημα  της ανάγκης του ΑΛΛΟΥ.
Το βρέφος όταν γεννιέται είναι ανήμπορο. Για να καλυφθούν οι ανάγκες του χρειάζεται την προσφορά του άλλου.(της μητέρας). Η παρουσία του άλλου ικανοποιεί τις ανάγκες του βρέφους και συνάμα οργανώνει στα συναισθήματά του την έννοια της ΑΓΑΠΗΣ. Όταν του καλύπτουν τις ανάγκες του το αγαπούν, όταν δεν ανταποκρίνονται τότε δεν το αγαπούν! Ο ρόλος του βρέφους και ο ρόλος της μητέρας εναλλάσσονται ανάμεσα στη Μια Και στην Άλλη. Το ίδιο πράττει και ο συγγραφέας του βιβλίου αναλαμβάνοντας να διαμορφώσει την προσωπικότητα και το προφίλ των προσώπων του έργου του.  
Βέβαια, το μυθιστόρημα του Γ.Β, δεν ξεδιπλώνει μόνο τις σχέσεις ή τα άγχη της καθημερινότητας των ανθρώπων για το χθες το σήμερα και το αύριο. Προσφέρει απλόχερα πρόσβαση σε  ένα τρόπο σκέψης, όπου το μέγεθος του χρόνου και του χώρου γίνεται αντιληπτό κυρίως συναισθηματικά. Να υπενθυμίσω ότι οι σπουδές του συγγραφέα στην αρχιτεκτονική αυξάνουν και ευαισθητοποιούν την αίσθηση του για το χώρο. Από την άλλη, η ψυχαναλυτική του γνώση μεγιστοποιεί τη σχέση του με τον χρόνο.
Όπως μας είναι γνωστό, κάθε μορφή τέχνης, φυσικά και η λογοτεχνία, αποκαθιστά τις αδυναμίες της σκέψης μας. Δηλαδή, αφού δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι είμαστε δέσμιοι του χρόνου, μας είναι απαραίτητες οι προειδοποιήσεις. Ο χρόνος χάνει μέρος της δύναμής του αν είμαστε προετοιμασμένοι. (Αν συγκατοικήσω εγώ με τον άλλο)! Αυτό κάνουν και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου του : η Μία, η Άλλη και ο ψυχαναλυτής Ντυπόν, μπαίνουν και βγαίνουν συναισθηματικά στο χρόνο, χρησιμοποιώντας τερτίπια της συντροφικότητας και του αποχωρισμού.
«Η μοναξιά των γηρατειών είναι τρομαχτική και ασήκωτη. Αυτές οι δύο είχαν την τύχη, ή την εξυπνάδα, να ξεγελάσουν την πραγματικότητα. Η ιστορία τους είχε υπάρξει πλούσια, δημιουργική, ζεστή και ανθρώπινη, δεν ήθελαν να μην την συνεχίσουν με αντίστοιχες συνθήκες. Ο θάνατος τις άφησε χήρες, η ζωή απομάκρυνε τα παιδιά τους, τα γεράματα καραδοκούσαν ανελέητα. Έτσι σοφίστηκαν την συγκατοίκηση. Να βρουν ένα σπίτι για να απλώσουν την καθημερινότητα, το τώρα και το παρελθόν τους, για να χαρούν το αύριο. Δηλαδή την Δύση τους».(ΣΕΛ. 15).
Για το συγγραφέα και τους ήρωες της μυθιστορίας του, δεν καταγράφεται μια ιστορία, αλλά η ιστορία των συναισθημάτων, που είναι συστατικό στοιχείο της αποτύπωσης δύο αλληλοσυμπληρούμενων εκδοχών. Η ΜΙΑ  προδίδει τον ιδιωτικό βίο της ΑΛΛΗΣ. Τον μεταφέρουν αυτόν το βίο, φιλτραρισμένο, από τα εντός τους συντελούμενα.
Η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα κουβαλάει τη δύναμη του φωτισμού των τραυμάτων, η αφήγηση ωστόσο δεν βαραίνει τον αναγνώστη. Κυλάει. Κι  αυτό είναι η επιτυχία του Γ.Β.
Επεξεργάζεται, συνδέει τη Μία και την Άλλη και καταφέρνει να μεταφράσει τη στοργή τους σε ερωτισμό για τη ζωή τους που δύει. Το κείμενο αφήγησης του, διαπνέει στα πρόσωπα και στον ψυχισμό τους, μια διακριτική θλίψη. Πολλές δυσφορικές καταστάσεις χειροτερεύουν, επειδή νοιώθουν ότι τις υπομένουν μόνο εκείνες. Η κατεύθυνση του συγγραφέα Γ.Β. οδηγεί τα πρόσωπα να ανακαλύψουν την ψυχολογική διαδικασία της μεταμόρφωσης, που προσδίδει στις τραυματικές εμπειρίες τους μια ποιοτική ωριμότητα  και μια εκλεπτυσμένη αξιοπρέπεια.  Η Μία, η Άλλη και ο Ντυπόν στο μυθιστόρημα του Γ.Β. αποπνέουν μια «φιλική έκφραση» που ελπίζει ο καθένας μας να συναντήσει στο πρόσωπο κάποιου που χαίρεται απλά και ανεπιτήδευτα επειδή μας συναντά.
Συμμετέχουν σ’ αυτό το παιχνίδι και οι απόγονοί τους. Όπως στην περιορισμένης εμβέλειας σύναξη για τα γενέθλια της Άλλης.
«Η μεγάλη όμως έκπληξη του Αχιλλέασελ 55- αποτέλεσμα των αντικατοπτρισμών.. σελ 56…»
Οι ήρωές του λες και πρέπει να επαναλάβουν το στάδιο του καθρέπτη. Ανάμεσα στο είμαι και στο φαίνομαι να πραγματοποιηθεί η κατάκτηση της εξατομικευμένης ταυτότητας. Να καταλάβουν, και το ποιο σημαντικό να αποδεχθούν Αυτό που είναι. Για να φτάσει κάποιος στην αντίληψη της συνολικής  εικόνας της ψυχοσωματικής ύπαρξής του,   κάνει μια βόλτα από το πραγματικό, στο φαντασιωσικό και το συμβολικό.
Ας κάνουμε για λίγο εικόνα τους δύο καθρέφτες. Ο ένας απέναντι στον άλλον. Όταν σταθείς μπροστά στον ένα, σου παρουσιάζει την εμπρόσθια εικόνα του ειδώλου σου και ταυτόχρονα την πίσω πλευρά της φυσικής σου παρουσίας. Σαν να επιμένουν αυτά τα καθρεφτίσματα, να μην μείνει αθέατη καμιά πλευρά σου. (Παράδειγμα με καθρέφτες στο ασανσέρ).
Να φανούν όλα! Και ποιοι το κάνουν ως δώρο; Τα παιδιά της Mίας και της Άλλης. Συχνά λέω ότι ο ιδιωτικός βίος των γονιών μετουσιώνεται σε δημόσιο βίο των παιδιών. Τα κάνουν όλα παντιέρα. Τα φέρνουν όλα στην επιφάνεια. Και το πιο ενοχλητικό, ότι φωτίζουν τις παραβατικές πτυχές των γονιών τους.
Τι βαφτίζουμε παραβατικό; Ό,τι η πλειονότητα θεωρεί και επιβάλλει ως απαράβατο. Ποια είναι η παραβατική και ποια η νόμιμη συμπεριφορά; Σε αυτό ας απαντήσετε εσείς ως ακροατές αυτή τη στιγμή και αργότερα ίσως ως αναγνώστες των βιβλίων που παρουσιάζονται σήμερα.
Το στιλ ενός μυθιστοριογράφου το επισημαίνεις υπενθυμίζοντας  τα

στοιχεία όπου εστιάζει. Αν δοκιμάσουμε να περιγράψουμε τις εμπειρίες μας, οι λέξεις μας εμφανίζονται ως αδέξιες. Ο Γ.Β. φαίνεται να γνωρίζει τι σκεφτόμαστε για κάτι και το σχηματοποιεί με άνεση στον γραπτό λόγο. Σχεδόν ξεκάθαρα μας το αποτυπώνει με τις κατάλληλες λέξεις. Πού εστιάζει δηλαδή εύστοχα; Στον αέναο αγώνα, να ανακαλύψουμε και να αποκαλύψουμε την προσωπική ταυτότητα. Στον αγώνα της Μίας και της Άλλης ή των παιδιών τους, που αν και έχουν διαφορετικά ονόματα, θα μπορούσαν να είναι ο Ένας και ο Άλλος. Τι δοκιμάζει να πράξει η Μία και η Άλλη; Δοκιμάζουν να μην αφήσουν μετέωρο έναν εαυτό, που για να πορευθεί στην Δύση του, λιγότερο οδυνηρά, έχει ανάγκη τη φροντίδα της αυτογνωσίας, που συχνά εξελίσσεται στην πιο χρήσιμη αγάπη για τον εαυτό μας.

Από το βιβλίο του Γ.Β.,  δεν απουσιάζει η ερωτική επιθυμία και κατ’ επέκταση τα παιχνίδια της σεξουαλικότητας. Ο Γ.Β. γνωρίζει καλά, ότι όλοι θα θέλαμε να αποτελούν μια αληθινά ευχάριστη δραστηριότητα της ζωής μας και ο ερωτισμός και τα παιχνίδια της σεξουαλικότητας. Σταδιακά όμως, μας κάνει αντιληπτό, ότι στην διάρκεια της σωματικής επικοινωνίας μας, συναισθηματικά, δραστηριοποιούνται αμέτρητες εκφράσεις εξουσίας. Αυτοί που υπήρξαν η πηγή της ικανοποίησής μας, θα γίνουν οι Ιούδες της ζωής μας. Οργισμένοι και πληγωμένοι επειδή μας κατέστρεψαν τη ζωή μας, θα κάνουμε αγώνα να καταστρέψουμε την ζωή εκείνων που κάποτε υποστηρίζαμε ότι αγαπούσαμε.  


«… Καλά κι εκτός δουλειάς τι γίνεται; (σελ 316) …  λέει ο Σέργιος ξεσπώντας σε γέλια (σελ.318)…»

Από χθες με απασχολούσε το τέλος αυτής της παρουσίασης. Σήμερα το πρωί μου ήρθε στο νου ένα όνειρο που είδα τα χαράματα. Βρισκόμουν, λοιπόν, σε μια αίθουσα κινηματογράφου, όπου παρακολουθούσα μια ταινία. Έβλεπα τους τίτλους του τέλους κι ένοιωθα μια βαθειά ικανοποίηση επειδή στη λέξη τέλος είχαν καλύψει τα γράμματα ε και ο και δεν μπορούσες να το διαβάσεις, αλλά το καταλάβαινες. Σκεφτόμουν στη διάρκεια του ονείρου, ότι οι υπεύθυνοι, είχαν πολύ ορθά επιλέξει αυτόν τον τρόπο, επειδή πολλοί θεατές δεν άντεχαν να το βλέπουν.

Ανεξάρτητα από την έκφραση επιθυμίας μου στο όνειρο για το ΤΕΛΟΣ, γεννήθηκε στην σκέψη μου συνειρμικά, ότι το τέλος που συνοδεύεται πάντα από απώλειες και ματαιώσεις, αποτελεί το κοινό στοιχείο αλλά και τη διαφορά στα δύο μας μυθιστορήματα. 
Στο «Τι έγινε ρε Φωτεινή;» λειτουργούν οι απώλειες ως ιστός συνεκτικός της μυθιστορίας. Στη Μία και την Άλλη του Γ.Β. ο φόβος της απώλειας, οδηγεί  σταδιακά τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του, να βρίσκουν ο ένας τον άλλον και σιγά-σιγά τον εαυτό τους. Σίγουρα η δική του ματιά είναι περισσότερο αισιόδοξη.
                                                                       Τρύφων Ζαχαριάδης