Η Ανθοδέσμη είναι ένα διήγημα από την συλλογή διηγημάτων Le caninet de Nicéphore P. εκδόσεις L'Harmattan, Paris 2013.
Η συλλογή αυτή είναι η προσαυξημένη εκδοχή του βιβλίου Διηγήματα Ψ που κυκλοφόρησε το 2012 από τις εκδόσεις Κοντύλι.
Η ανθοδέσμη.
Η γνωστή συγγραφέας
Άλκηστη Ρουπέν έχει ραντεβού με τον ψυχαναλυτή στις έντεκα, άρα προλαβαίνει να
περάσει από τον ανθοπώλη της για μια φιγουράτη και ευωδιαστή ανθοδέσμη. Θα την
διαλέξει, όπως ταιριάζει στην περίπτωση, με όμορφα, σοβαρά χρώματα και
διακριτικό άρωμα. Θα του την προσφέρει και μετά θα του μιλήσει. Ξέρει καλά
γιατί πηγαίνει, έχει προετοιμαστεί κατάλληλα, κράτησε μάλιστα και κάποιες
σημειώσεις, από φόβο μη χάσει τα λόγια της. Οι άνθρωποι που έχουν τέτοια
περίεργα ψυ-επαγγέλματα της δημιουργούσαν, ανέκαθεν, αμηχανία και τρακ. Πήρε
την απόφαση να τον επισκεφτεί, λιγάκι εν θερμώ, μετά από ένα άκρως συγκινητικό μήνυμα που έλαβε στο
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της.
Της έγραφε ένας νεαρός με
το όνομα, ή ψευδώνυμο, Άδωνης. Επρόκειτο για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο και
γεμάτο συναίσθημα κείμενο που επηρέασε βαθιά την ευαίσθητη Ρουπέν. Ο Άδωνης τής
γράφει αυθόρμητα, στον ενικό, της εξομολογείται την έντονη επίδραση που έχουν
τα μυθιστορήματά της στην νεανική ψυχή του, τις έντονες ψυχολογικές ηδονές που
του προσφέρουν τα βιβλία της. Της μιλάει για τα πλούσια ταξίδια που κάνει
διαβάζοντας, μέσα στους παραμυθένιους κόσμους που στήνει εκείνη στα γραφτά της.
Και η Άλκηστη Ρουπέν δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε τέτοιες γλυκές και
ενθαρρυντικές κουβέντες, που, μάλιστα, προέρχονται από ένα τρυφερό και όμορφο
νέο, όπως φαντάστηκε και ονειρεύτηκε τον Άδωνη.
Σχεδόν παρά δέκα,
κρατώντας την ιδιαίτερη και προσεγμένη ανθοδέσμη, χτύπησε το κουδούνι. Της
άνοιξε ο ίδιος ο Φωκάς, που την γοήτευσε αμέσως με το συγκρατημένο χαμόγελο και
το όμορφο πρόσωπο. Της φάνηκε νεώτερος από ότι τον είχε πλάσει στο μυαλό της,
καθώς περίμενε να δει έναν μουχλιασμένο κύριο ψυχαναλυτή γύρω στα εξήντα.
Αντιθέτως! Τούτος δω είναι σίγουρα νεώτερός της, το πολύ σαράντα πέντε, με
όμορφα μαλλιά, ελαφρά γκριζαρισμένα στους κροτάφους, που τονίζουν την γοητεία
και το φωτεινό του βλέμμα.
Την οδήγησε στο σαλόνι
αναμονής λέγοντάς της:
-Είναι λίγο νωρίς, θα
είμαι στην διάθεσή σας σε δώδεκα λεπτά.
«Μα τι λέει; Καθόλου
νωρίς δεν είναι! Ίσα-ίσα, μάλλον άργησα, μάλλον έχασα πολύτιμο χρόνο, έπρεπε να
έχω κάνει αυτό το βήμα εδώ και καιρό, πριν χρόνια ίσως», σκέφτεται η Άλκηστη
που μοιάζει χαμένη μέσα στην ομορφιά και την γαλήνη του διαμερίσματος.
Ευχαρίστως θα περιμένει, όχι δώδεκα, αλλά πολύ περισσότερα λεπτά, αν χρειαστεί.
Κοιτάζει γύρω της. Βρίσκεται
σε ένα φανταστικό μέρος, το δωμάτιο είναι ευρύχωρο και φωτεινό, με ένα τεράστιο
παράθυρο που φτάνει ως κάτω στο ξύλινο πάτωμα, λουσμένο στο φως. Εξωτικά φυτά
με πράσινα λογχοειδή φύλλα και άλλα πιο στρογγυλά με μικρά ροζ μπουμπούκια
δημιουργούν μιαν ατμόσφαιρα δροσερής όασης. Απέναντι από το παράθυρο, η
βιβλιοθήκη. «Εδώ είμαστε!» Μονολογεί η Ρουπέν και παίρνει να εξετάζει με
περιέργεια και βιασύνη τα τακτοποιημένα βιβλία στα ράφια τού απέραντου επίπλου.
Ήταν ένας θησαυρός. Το
μάτι της έτρεχε στα γνωστά κλασικά έργα, ενώ, πιο κει, διάβασε διάφορους
ψυχαναλυτικούς τίτλους που αγνοούσε. Είδε μυθιστορήματα, λευκώματα, τόμους
ογκώδεις με φωτογραφίες και σχέδια καθώς και πολλές μικρές, δυσεύρετες εκδόσεις
με ιστορικά κείμενα και αρχαιολογικές μελέτες.
Τότε, σε μια θέση που η
ίδια θα χαρακτήριζε περίοπτη, βρήκε τα βιβλία της! Στη σειρά, πέντε δικά της
βιβλία που θα μπορούσαν να συνοψίσουν όλο το συγγραφικό της έργο. Υπήρχε φυσικά
και το πρώτο της, ίσως και το πιο επιτυχημένο, «Οι δύο εραστές» που, όπως ξέρει,
έχει εξαντληθεί από καιρό, και που μάταια προσπαθεί να πείσει τον εκδότη της να
ξανατυπώσει.
Το κατεβάζει από το ράφι,
το ξεφυλλίζει, εισπνέει τη μυρωδιά του. Μμ, θαυμάσια αρσενική μοσχοβολιά από
καπνό τσιγάρου και αντρικό άρωμα! «Η ευωδιά του Φωκά», λέει μέσα της και
ξαναπαίρνει μια βαθειά εισπνοή χώνοντας την μύτη της στις αγαπημένες σελίδες
τού πρωτότοκου παιδιού της. Πολλές χαρές τής είχε δώσει αυτό το πρώτο βιβλίο.
Αισθάνεται όμως πως τούτη η ευτυχία που της προσφέρει σήμερα είναι η μεγαλύτερη
και η πολυτιμότερη. Μια χαρά ανέλπιστη και μοναδική.
Τα δώδεκα λεπτά πέρασαν
σαν αστραπή, ο ψυχαναλυτής άνοιξε και της έδειξε το γραφείο του. Κάθισε στην
πολυθρόνα, ήταν μαγεμένη σαν να πετούσε σε ένα σύννεφο.
-Σας ακούω, λέει ο Φωκάς
απέναντί της σταυρώνοντας τα πόδια. Έχει ένα απίστευτο μειλίχιο και σοβαρό ύφος
που προδίδει καλοσύνη και ανθρωπιά. Και κατανόηση!
«Αλήθεια, πόσο
διαφορετικός είναι, πόσο προσιτός μου φαίνεται!», σκέφτεται, έτοιμη να αλλάξει
την ιδέα που έτρεφε για τους ψυ. Πόσο καιρό είχε να αντικρίσει έτσι από κοντά
ένα τόσο καλοπροαίρετο άνθρωπο;
Τότε έγινε κάτι που η
Άλκηστη Ρουπέν δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ούτε στο πιο ευφάνταστο μυθιστόρημά
της. Ξέσπασε σε δυνατά, τρανταχτά κλάματα που της ήταν αδύνατο να συγκρατήσει.
Σκούπιζε με το αντίστροφο της παλάμης τα δάκρυά της κι εκείνα ξαναγέμιζαν το
πρόσωπο ανεξέλεγκτα, ρουφούσε τη μύτη της όσο γινόταν πιο διακριτικά, ενώ
ένιωθε να βυθίζεται στη ντροπή. Αυτή η δυνατή γυναίκα, με το κύρος και την
επιτυχία, που δέχεται άπειρα κολακευτικά σχόλια από παντού, να σπάει έτσι
ξαφνικά μπροστά σε έναν άγνωστο… τι της συμβαίνει;
-Δεν ξέρω γιατί κλαίω,
έλεγε ανάμεσα στα αναφιλητά της. Συγχωρήστε με. Και ξανάρχιζε το κλάμα.
Ο Φωκάς, υπομονετικός,
την κοιτάζει, μετά στρέφει το βλέμμα του αλλού, αφήνοντάς την να εκφραστεί, να
κλάψει, να πει με τα δάκρυα όσα μαυρίζουν την καρδιά της. Ή όσα την συγκινούν.
Άλλωστε, πώς να φανταστεί τι την κινητοποιεί έτσι, τι της φέρνει όλη αυτή τη
θυελλώδη ταραχή;
Ξέρει ποιαν έχει απέναντί
του. Ξέρει αλλά δεν θέλει να ξέρει. Από το χθεσινό τηλεφώνημά της ακόμα,
κατάλαβε πως η συγγραφέας που τον είχε τόσες φορές συγκινήσει με τα βιβλία της
θα έπαιρνε θέση απέναντί του σήμερα. Κι ο Φωκάς αποφάσισε πως θα την ακούσει,
«ξεχνώντας» εντελώς το όνομα, το έργο της και τις συγκινήσεις του. Τώρα πρέπει
να ακούσει τα λόγια της (ή τα κλάματά της), τα βιβλία στο ράφι είναι για άλλη
ώρα, για άλλη δουλειά, είναι για δική του χρήση και διαχείριση των
συναισθημάτων του. Αυτή όμως η αντιστροφή τον αναστατώνει και κείνον και τον
κινητοποιεί. Ανακάθεται και περιμένει.
-Δεν φαντάζεστε πόσο μόνη
νιώθω! λέει η Άλκηστη, σκουπίζοντας για πολλοστή φορά τα υγρά μάγουλα. Δεν μου
αρκούν πια τα λόγια και ο θαυμασμός των άλλων. Δεν αντέχω πια να ζω στερημένη
ζωή και να μιλάω για τις χαρές που φαντάζομαι στα βιβλία μου. Βαρέθηκα να δίνω
τους παράδεισους των λέξεων για να ζουν οι άλλοι στην μαγεία τους, ενώ εγώ ζω
στην κόλαση της μοναξιάς, της απάνθρωπης πραγματικότητας. Ό, τι έγραψα ήταν
αποτέλεσμα της στέρησης, ήταν η ουτοπία μιας άλλης ζωής, πνευματικής, το ψέμα
που βάφτιζα αλήθεια, για να ζω. Για να αναπνέω ελεύθερο αέρα, διότι με έπνιγε ο
εγκλωβισμός των ατέλειωτων «πρέπει» που με καταδυναστεύουν. Γι αυτό γράφω,
κύριε Φωκά μου. Για να βγω από την φυλακή της ύπαρξης, να ελευθερωθώ από τις
αλυσίδες της ηθικής μου. Της δικής μου Ηθικής. Όχι αυτή που κυκλοφορεί στην
ανθρώπινη κοινωνία αλλά αυτή που μόνη μου επιβάλλω στον εαυτό μου. Την ηθική
του αποκλεισμού από κάθε ανθρώπινη ευχαρίστηση από κάθε μικροπρέπεια και
ταπεινή ηδονή.
Είχε πάρει φόρα και δεν
μπορούσε να σταματήσει. Ο ψυχαναλυτής παρακολουθούσε με δυσκολία, μέσα στην
υπεράνθρωπη προσπάθεια που έκανε για να ξεχάσει το μεγαλείο των διηγήσεών της
μέσα στα γραπτά της.
-Καταλαβαίνω κυρία
Αλκμήνη, λέει μόλις βρήκε ευκαιρία, ανάμεσα σε δυο αναστεναγμούς της.
Τον κοιτάζει με δυο
ολοστρόγγυλα, διογκωμένα από την έκπληξη μάτια.
-Αλκμήνη; ψελλίζει άψυχα.
Ο Φωκάς δεν απαντάει.
Συνειδητοποιεί το λάθος του και μέσα του το ψυχαναλυτικό ένστικτο πανηγυρίζει.
«Το πέτυχες, μεγάλε Νικ», λέει στον εαυτό του. «Πήρες απόσταση, κατάφερες το
αδύνατον! Μπράβο σου!»
Την κοιτάζει αμίλητος.
-Άλκηστη εννοείτε! τον
διορθώνει χαμηλόφωνα, ενώ τα μάτια της ξαναβουρκώνουν. Δεν θυμάστε καν το όνομά
μου πια! Στη φωνή της τώρα διακρίνεται ίχνος θυμού, ίσως και απελπισίας.
Ψιθυρίζει:
-Τον μοναδικό άντρα που
ερωτεύτηκα στη ζωή μου, τον έδιωξα με σκισμένη καρδιά, όταν κάποτε, πάνω στο
κύμα τού πάθους, μια στιγμή που κάναμε
έρωτα, με αποκάλεσε με το όνομα μιας άλλης. Τσαλαπατήθηκε τόσο η
αξιοπρέπειά μου που δεν άντεξα να τον ξαναγγίξω. Τότε τον χώρισα και έγραψα
τους «Δύο εραστές».
-Όπου η πρωταγωνίστρια
λέγεται Αλκμήνη, λέει δίχως να σκεφτεί ο Φωκάς, με ύφος ηττημένου, γιατί
αυτόματα νιώθει την τεράστια απογοήτευση. Το «λάθος» που πριν λίγο θεώρησε
λαμπρή νίκη τού υποσυνείδητου, αποδεικνύεται ένα καθαρό φιάσκο, με την ξαφνική
ανάμνηση του ονόματος της ηρωίδας. Απολύτως καμιάν απόσταση δεν είχε καταφέρει!
Ήταν ολόκληρος βουτηγμένος στην πραγματικότητα της Ρουπέν.
Από εκεί και μετά, τα
λεπτά της συνεδρίας που απέμειναν ήταν μοναδικής αξίας. Οι δυο άνθρωποι,
ψυχαναλυτής και συγγραφέας ήταν τώρα πάτσι. Ο καθένας με τις σκέψεις και τα
λάθη του, τους καημούς και τις απογοητεύσεις του για την ανέφικτη τελειότητα
της ζωής.
Η Άλκηστη Ρουπέν
ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της ο Φωκάς έγινε πάλι ο καλοπροαίρετος ακροατής. Η
συνεδρία τελείωσε, αποφάσισαν να συναντηθούν ξανά την επόμενη εβδομάδα.
Σηκώνονται. Ο Νικηφόρος
τείνει το χέρι του για χειραψία. Τότε η Ρουπέν βγάζει μια κραυγή έκπληξης:
-Η ανθοδέσμη! Αχ,
παραλίγο να το ξεχνούσα! Μα τι άμυαλη που είμαι! Πού την άφησα; Συγνώμη! λέει
κι ανοίγει φουριόζα την πόρτα τρέχοντας προς το σαλόνι. Το ιδιαίτερο μπουκέτο
περίμενε ευωδιαστό πλάι στα βιβλία.
-Να σας πω γιατί ήρθα! Κι
είχα κρατήσει και σημειώσεις η ηλίθια, λέει με χαμόγελο που πρόδιδε
αυτοσαρκασμό.
Ο Φωκάς τα έχει λίγο
χαμένα αλλά δεν το δείχνει.
-Μου έγραψε ένας
αναλυόμενός σας, ονόματι Άδωνης. Δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί αλλά κλέβει
βιβλία από την βιβλιοθήκη σας, που όμως, λέει, τα ξαναφήνει στη θέση τους αφού
τα διαβάσει. Χάρη σε σας, λοιπόν, ανακάλυψε τους «Δύο εραστές» κι ερωτεύτηκε το
βιβλίο, ίσως και μένα μέσα απ’ αυτό, προσθέτει με φιλαρέσκεια. Μου ζήτησε
ευγενικά να του πω πού θα το βρει, έχει εξαντληθεί, ξέρετε. Του απάντησα στο
μήνυμα, αλλά θεώρησα καλό και πρέπον από μέρους μου να σας ευχαριστήσω, εσάς
που δείχνετε τόση αγάπη στη δουλειά μου, με συγκινείτε που με διαβάζετε, εσείς
ένας ψυχαναλυτής…
Ο Φωκάς την διακόπτει.
Και καθώς η Άλκηστη έχει απλώσει το χέρι προσφέροντάς του την ανθοδέσμη, τής
λέει:
-Δεν νομίζετε πως θα ήταν
πιο δίκαιο να την προσφέρετε στον Άδωνη; Και της ανοίγει την εξώπορτα.
-Σας περιμένω την Τρίτη.
Γεια σας.
-Την Τρίτη, ναι, απαντάει
η Άλκηστη Ρουπέν που νιώθει πως ζει ένα μυθιστόρημα. Έχει ήδη σκεφτεί τον τίτλο
τού επόμενου βιβλίου της. Θα είναι: «Το γραφείο του Νικηφόρου Φ.». Έχει κιόλας
την αρχή. Και είναι σίγουρη πως θα γίνει επιτυχημένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου