Γράφει ο Γιάννης Βαϊτσαράς
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ
Παρουσίαση βιβλίου τού Χάρη Μωρίκη, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ,
Σάββατο 8/11/14
Μακάρι να υπήρχε έστω κάποιος τρόπος να
ανακαλύψουμε σ’εμάς ή στους ομοίους μας, γράφει ο Σίγκμουντ Φρόιντ, μια
δραστηριότητα καθ’οιονδήποτε τρόπο συγγενική με αυτήν της ποίησης!
(Με τον όρο ποίηση, ο Φρόιντ εννοεί την
ευρύτερη έννοια της λογοτεχνίας). Διερευνώντας την, λέει, θα μπορούσαμε έστω να
ελπίζουμε ότι θα πετύχουμε μια πρώτη διασάφηση της ποιητικής δημιουργίας. Οι
ίδιοι οι ποιητές αρέσκονται να υποβαθμίζουν την απόσταση μεταξύ της δικής τους
ιδιοτυπίας και του ανθρώπινου όντος εν γένει, και έτσι συχνά μας διαβεβαιώνουν
ότι όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν ποιητή-λογοτέχνη. Ότι ο τελευταίος ποιητής θα
πεθάνει μαζί με τον τελευταίο άνθρωπο.
Το απόσπασμα αυτό από το άρθρο του Φρόιντ «Ο
ποιητής και η φαντασίωση»[1], δίνει το
στίγμα της ενασχόλησης του πατέρα της ψυχανάλυσης με την λογοτεχνία και την
ποίηση, με την τέχνη γενικότερα, που οδηγεί από την φαντασία στην
πραγματικότητα.
Έτσι, μπαίνω στο σημερινό μας θέμα που είναι η
λογοτεχνία μέσα από τον φακό της ψυχανάλυσης.
Κατά την διάρκεια του προσωπικού μου ταξιδιού
από την φαντασία στην πραγματικότητα, εννοώ την συγγραφή, είχα την τύχη να
συναντήσω έναν συνταξιδιώτη, που αμέσως κατάλαβα πως θα κάναμε καλή συντροφιά
στα ψυχαναλυτικά μονοπάτια. Ο συνταξιδιώτης λέγεται Χάρης Μωρίκης.
Έχουμε πολλά κοινά, περνάει κι εκείνος τον
περισσότερο χρόνο της μέρας του πίσω από ένα ντιβάνι, αλλά να, που και οι δυο
μας, χρειαζόμαστε και κάτι άλλο. Κάτι που να ανοίγει δρόμους στη φαντασία, κάτι
που να συνδέει την ψυχανάλυση με την τέχνη και άρα με την ανθρώπινη
πραγματικότητα. Κι αυτό το κάτι άλλο ειναι η συγγραφή.
Συναντηθήκαμε λοιπόν στο σταυροδρόμι. Η αφορμή
δόθηκε όταν μου ζητήθηκε να παρουσιάσω το πρώτο βιβλίο του Μωρίκη που δίνει
έναν ψυχαναλυτικό τρόπο ανάγνωσης του Καβαφικού έργου. Το εξαιρετικό εκείνο
βιβλίο, κάπως δύσκολο στην ανάγνωσή του, λέγεται ΕΚΟΜΙΣΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΝ[2]. Με χειρουργική
ακρίβεια και μέθοδο ο Μωρίκης αναλύει το φαινόμενο Κωνσταντίνος Καβάφης.
Με εντυπωσίασε τότε, όπως άλλωστε και σήμερα,
με την λεπτομερειακή, μεθοδική και επιστημονική δουλειά που κάνει πάνω στο
λογοτεχνικό έργο. Πιστεύω πως με το ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ (όπου ομολογώ έκανε
φιλότιμες προσπάθειες διευκόλυνσης του αναγνώστη), καθώς και με το ΕΚΟΜΙΣΑ ΕΙΣ
ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΝ ο Μωρίκης κομίζει εις την τέχνην αλλά και εις την ψυχανάλυσιν
τεράστια δώρα.
Ομολογώ εδώ τώρα, πως πέρα από τον θαυμασμό
μου, αισθάνομαι και κάτι σαν ανησυχία, σαν φόβο, μπροστά στην ευαίσθητη και
εξωνυχιστική έρευνητική ματιά του. Διότι, αντίστροφα, κι ο Χάρης διαβάζει και
παρουσιάζει δικά μου γραπτά, καταλαβαίνετε λοιπόν την αμηχανία μου. Νιώθω σαν όλους
εκείνους που ακούω να μου λένε κατά καιρούς, πως «από σας τους ψυχαναλυτές δεν
μπορεί κανείς να κρυφτεί, διαβάζετε την ψυχή σαν σε ακτινογραφία». Αυτή λοιπόν
ειναι η κύρια ανησυχία μου. Πως ο ψυχαναλυτης Μωρίκης με διαβάζει στα κείμενά
μου, σαν σε ακτινογραφία.
Ναι, και ο κάθε συγγραφέας θα με καταλάβει,
(φαντάζομαι πως σ’αυτη την αίθουσα υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί, ή και πολλοί αν
πιστέψουμε τα λεγόμενα του Φρόιντ περί του ποιητή που κρύβει ο καθένας μέσα
του), ο κάθε συγγραφέας νιώθει να εκτίθεται όταν δημοσιεύει τα γραπτά του. Πολύ
δε περισσότερο όταν ο αναγνώστης-κριτικός είναι ψυχαναλυτής.
Φυσικά, η ανησυχία μου κορυφώθηκε όταν έφτασε
στα χέρια μου το βιβλίο που έχουμε μπροστά μας σήμερα, Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ
ΝΤΙΒΑΝΙ, Διαβάζοντας λογοτεχνία με τον φακό της ψυχανάλυσης. Θα με διαβάσει σαν
ακτινογραφία, σκέφτηκα.
Με καθυσυχάζει όμως ο ίδιος μέσα από το βιβλίο
του. Διότι είναι σαν να μου λέει, μην ανησυχείς, αυτό που γίνεται στην ανάγνωση
είναι απείρως πιο σύνθετο από την ακτινογραφία. Διότι εμπλέκει αναπόφευκτα την
ψυχή του αναγνώστη. Αυτό λοιπόν με ησύχασε. Οι ευθύνες των φαντασιώσεων τώρα θα
είναι μοιρασμένες.
Ένα πρώτο ερώτημα που με απασχόλησε
διαβάζοντας αυτό το βιβλίο είναι το τι αραγε ωθεί έναν ψυχαναλυτή στο να
ερμηνεύσει ή να διερευνήσει επιστημονικά την λογοτεχνική δραστηριότητα των
συγγραφέων. Και είναι εμμέσως μια ερώτηση που απευθύνω στο φίλο Χάρη, ξέροντας
πως όσο και να προσπαθήσω εγώ, σίγουρα εκείνος θα δώσει μια πιο δυνατή και
τεκμηριωμένη θεωρητική απάντηση στο θέμα. Ξέρετε, οι αρχικές σπουδές του Χάρη
ήταν στη Νομική. Άρα έχει ασκήσει τις εξαιρετικές του ικανότητες στο λόγο και
την τεκμηρίωση.
Αλλά ας τολμήσω μιαν εξήγηση.
Έδωσα προηγουμένως το παράδειγμα του Φρόιντ.
Μοιάζει να τον απασχολεί ιδιαίτερα η κατανόηση
της καλλιτεχνικής δημιουργίας υπό το πρίσμα της ψυχανάλυσης. Αλλού, στην
«Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση»[3] ο Σίγκμουντ
Φρόιντ γράφει πως ο καλλιτέχνης είναι κάποιος που ωθείται από εξαιρετικά
ισχυρές ορμικές ανάγκες (ενόρμηση-ορμή). Έτσι, λέει, όπως κάθε άλλος με
ανικανοποίητους πόθους, απομακρύνεται από την πραγματικότητα και μεταφέρει το
ενδιαφέρον και την λίμπιντό του στις επιθυμίες των φαντασιώσεών του. Και κάθε
φορά που επιτυγχάνει στο έργο του, ανοίγει στους άλλους τον δρόμο για την
ανακούφιση και την ικανοποίηση των δικών τους ασυνείδητων πηγών ηδονής και
αποκομίζει την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό τους. Κερδίζει –μέσω της φαντασίας
του- ό,τι μέχρι τότε κέρδιζε μόνο στην φαντασία του: δόξα, δύναμη και την αγάπη
των γυναικών...
Τώρα γι αυτό το τελευταίο δεν ξέρω αν ισχύει
για σένα και το συγγραφικό σου έργο, Χάρη, πάντως στην δική μου περίπτωση δεν
φαίνεται κάτι τέτοιο προς το παρόν τουλάχιστον.
Τέλος πάντων έτσι έγραψε ο Φρόιντ το 1916.
Σ’αυτή την κάπως προκλητική έκφραση περί δόξας
δύναμης και αγάπης γυναικών, που φυσικά σηκώνει πολλή σκέψη και συζήτηση, καθώς
και στο ερώτημα «πώς προσεγγίζεται το έργο τέχνης ή το λογοτέχνημα» έρχονται να
απαντήσουν ερευνητές, καλλιτέχνες και σύγχρονοι ψυχαναλυτές.
Ήδη από το 1924, ο ζωγράφος και θεωρητικός της
τέχνης Roger Eliot Fry, με το κείμενό του που εκφωνήθηκε στη Βρετανική Ψυχολογική
Εταιρία[4], αναγνωρίζει
την ιδιαιτερότητα της ψυχαναλυτικής προσέγγισης τού έργου τέχνης που βασίζεται
στην ασυνείδητη επιθυμία, συμφωνώντας εν μέρει με την φροιδική άποψη και προτείνοντας
στους ψυχολόγους να συνεχίσουν να ρίχνουν φως στο κίνητρο του καλλιτέχνη.
Οι σημερινοί ψυχαναλυτές θεωρούν την ανάγνωση
του λογοτεχνικού έργου σαν ενα πνευματικό παιχνίδι. Δεν πιστεύουν, και με το
δίκιο τους, πως κατέχουν την απόλυτη γνώση, αλλά η ανάγνωση του έργου τέχνης
τους επιτρέπει να ανακαλύψουν τον τρόπο που λειτουργεί ο ανθρώπινος ψυχισμός
και, όπως υποστηρίζει ο Andre Green αναλύονται κι αυτοί εξ’ισου από το έργο,
όσο το αναλύουν οι ίδιοι.
Εδώ ακριβώς έρχεται να συμβάλλει ο Χάρης
Μωρίκης με το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, Η Λογοτεχνία στο Ντιβάνι.
«Περιπέτεια» χαρακτηρίζει την ανάγνωση ο
Μωρίκης.
«Η ανάγνωση είναι μια περιπέτεια που αφορά το
κείμενο, τον αναγνώστη και τον συγγραφέα, με αβέβαια κάθε φορά έκβαση, και γι’ αυτό
συναρπαστική...» Κι βάζει το ερώτημα:
«Τι σχέση έχει ένα κείμενο με τον ψυχικό κόσμο
και το ασυνείδητο και πώς εμπλέκεται και κινητοποιείται ο αναγνώστης όταν
έρχεται σε επαφή μαζί του;»
Θα απαντήσει μέσα στις σελίδες τού βιβλίου του
με ευαισθησία, σεμνότητα, ευρυμάθεια, και βαθειά γνώση όπως γράφει ο Σωτήρης
Μανωλόπουλος στην πρώτη γραμμή του προλόγου και συμφωνώ απόλυτα μαζί του.
Νομίζω πως οι παρακάτω προτάσεις δίνουν την
κεντρική ιδέα της έρευνάς του: Βρίσκονται στη σελίδα 53.
Η
ανάγνωση λογοτεχνίας είναι μια διαλεκτική διαδικασία παραγωγής, από την πλευρά
του κειμένου, δεκτικότητας, από την πλευρά του αναγνώστη. Πάντοτε υπάρχουν
επαγωγές, αναγωγές, κατασκευές, από την πλευρά του αναγνώστη. Η ανάγνωση όπως
και η ακρόαση του λόγου είναι μια ψυχολογική, ψυχοδυναμική διαδικασία, μέσα
στην οποία ο ακροατής διαρκώς συνεισφέρει τα δικά του ψυχικά μορφώματα, τις
δικές του εσωτερικές διεργασίες, με τις ιδιαιτερότητές τους.
Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση 143
σελίδων. Η οκτασέλιδη βιβλιογραφία δίνει την εικόνα του πονήματος. Φυσικά
κυρίαρχη θέση έχει το Φροιδικό έργο, αλλά υπάρχουν πολλοί τίτλοι σύγχρονων
ψυχαναλυτών, φιλοσόφων, ερευνητών, λογοτεχνών και ποιητών.
Το βιβλίο αυτό ειναι το δεύτερο δημοσιευμένο
τμήμα μιας τετράπτυχης εργασίας που διερευνά τις ενδοψυχικές διεργασίες της
καλλιτεχνικής δημιουργίας και της τέχνης, είναι γραμμένο σε 4 κεφάλαια.
Στο πρώτο γίνεται μια επισταμένη έρευνα στην
σχέση ψυχανάλυσης και λογοτεχνίας. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, όλες οι αναφορές
του Φρόιντ στην λογοτεχνία. Επίσης οι ψυχαναλυτικές εργασίες επί προιόντων
τέχνης που, ξεφεύγοντας από την κλασική ανάλυση, ονομάζονται εφαρμογές της
ανάλυσης.
Το δεύτερο κεφάλαιο μιλάει για την εφαρμοσμένη
ανάλυση, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Πώς προσεγγίζεται η
λογοτεχνία από τον πατέρα τής ψυχανάλυσης με σκοπό να εφαρμώσει στα κείμενα την
ψυχαναλυτική θεωρία που ήδη έχει συγκροτήσει. Εδώ ο Μωρίκης επισημαίνει εναν
κίνδυνο: πως ειναι εύκολο να βασιλεύσει η ερμηνευτική αυθαιρεσία μέσα στην
εφαρμοσμένη ανάλυση. Η λεγόμενη «άγρια ανάλυση».
Οι ερμηνευτικές προσπάθειες δεν είναι ασκήσεις
υποκειμενικής αυθαιρεσίας, λέει ο Μωρίκης. Ούτε βέβαια χρειάζεται να
μεταπίπτουν στον αντίποδά τους σε αντικειμενικές θετικιστικές αυτο-έγκυρες
ερμηνείες επειδή και μόνον είναι ενήμερες της υποκειμενικότητάς τους. Διοτι
αυτό ακριβώς είναι το θέμα που απασχολεί τον συγγραφέα: ότι στην κριτική και
ερμηνεία λογοτεχνικών κειμένων από ψυχαναλυτική σκοπιά παραχωρείται πλέον χώρος
και ενδιαφέρον στην υποκειμενικότητα του αναγνώστη ως συνδημιουργού του
κειμένου.
Θέλω να σταθώ λίγο στον συσχετισμό που κάνει
ανάμεσα στα ζευγάρια ψυχαναλυτής-ψυχαναλυόμενος απ’ τη μια και
συγγραφέας-αναγνώστης απ’ την άλλη.
Ο αναλυτής ακούει, και πίσω από τις λέξεις,
ψάχνει τις ασυνείδητες ψυχικές κινήσεις του αναλυόμενου. Αντίστοιχα, και φυσικά
δίχως να το επιδιώκει, ο αναγνώστης αναγνωρίζει (δεν είναι ενδιαφέρουσα η ετυμολογική
σύνδεση των δυο λέξεων;) τις ασυνείδητες ψυχικές κινήσεις του συγγραφέα. Και
στις δυο περιπτώσεις τα ασυνείδητα συντονίζονται, κι αυτή ακριβώς είναι η
μαγεία τόσο της ψυχανάλυσης όσο και της λογοτεχνίας.
Η ψυχανάλυση δίνει λοιπόν μια μέθοδο ερμηνείας
των γραπτών που είναι προιόντα του ψυχικού έργου του ανθρώπου. Όπως στο ντιβάνι,
έτσι και στα κείμενα αποκαλύπτονται πράγματα που δεν ειναι γνωστά στη
συνείδηση. Και ο ψυχαναλυτής «αντιδρά συναισθηματικά απέναντι στο κείμενο όπως
σε οποιαδήποτε άλλη παραγωγή του ασυνείδητου», λέει ο Μωρίκης. Κι όπως είπα για
τον Andre Green «αναλύονται κι αυτοί εξ’ισου από το έργο, όσο το αναλύουν οι
ίδιοι»[5]. Όπως ακριβώς
συμβαίνει με την ψυχανάλυση.
«Αντιδρά συναισθημετικά...» Χάρηκα που
συνάντησα αυτή τη λέξη στο κείμενο, διότι, το συναίσθημα φαντάζει σαν
έννοια-ταμπού στα βιβλία των ψυχαναλυτών. Ένιωσα έκπληξη λοιπόν, περιμένοντας
άλλον όρο όπως «αντιδρά υποσυνείδητα» ή άλλη ψυχαναλυτική έννοια, συνιθισμένος
σε γραφτά ψυχαναλυτών, συνήθως στεγνά συναισθήματος, στερημένα από την έννοια
της αγάπης. Όπως επίσης σε κείμενα που αναφέρονται στην τέχνη, που τόσο συχνά
βασίζονται στην αισθητική και την στημένη (με ήτα και με γιώτα) εικόνα. Ενώ η
καθημερινότητα των ψυχαναλυτών όπως και των καλλιτεχνών πάλλεται από
συναίσθημα. Άσχετα αν αγωνίζονται να ελέγξουν την επιρροή του οδηγώντας το στα
θεωρητικά κανάλια της ενόρμησης, της λίμπιντο ή της μεταβίβασης.
Ο Μωρίκης με τις τελευταίες γραμμές τού «αντί
επιλόγου» του, κλείνει το πόνημα, μιλώντας για τις «δυνάμεις της ζωής και του
έρωτα που η λογοτεχνία και η τέχνη συμπυκνώνουν και υποστασιωπιούν κατ’εξοχήν».
Αυτά περίπου είχα να πω για το βιβλίο του Χάρη
Μωρίκη. Το έγραψε με μέθοδο, σαφήνεια και προσοχή στην πλούσια βιβλιογραφία.
Και μας δίνει το αποτέλεσμα που έχουμε μπροστά μας. Να το διαβάσουμε και να το
αναλύσουμε...
Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλές «επαγωγές,
αναγωγές και κατασκευές» κατά την «Μωρίκια» έκφραση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου