Κατρίν Πανκόλ
Τα κορίτσια είναι παντού
Παρουσίαση: Παρασκευή 4/3/16
Το κείμενο τής παρουσίασης τού Γιάννη Βαϊτσαρά:
Καλησπέρα.
Δίχως να γνωρίζω το περιεχόμενο του μυθιστορήματος δέχτηκα, άνευ όρων,
την πρόταση της Ιφιγένειας Μποτουροπούλου να πω δυο λόγια στην παρουσίαση του
βιβλίου της Κατρίν Πανκόλ. Διότι εμπιστεύομαι την διαίσθηση, το γούστο και τις
ευγενικές διαθέσεις της Ιφιγένειας. Και δεν διαψεύσθηκα. Επί πλέον, εκτίμησα
την τέλεια και δεξιοτεχνική μετάφραση που έκανε στο κείμενο, ο λόγος ρέει
όμορφα, σε άψογα ελληνικά, και ξέρουμε όλοι πόσο σημαντικό ειν’ αυτό όταν
διαβάζουμε ξένη λογοτεχνία.
Βέβαια, εκ των υστέρων, όταν ενημερώθηκα περί τίνος πρόκειται και
άρχισα την ανάγνωση, είπα στον εαυτό μου:
Άντε πάλι θα δουλέψεις, ξέχνα
τα περί απόλαυσης, περί αναγνωστικής ονειροπόλησης κλπ, εδώ έχουμε ψ-θεματάκια
(βλέπε θεματάρες) που γαργαλούν το ψυχαναλυτικό σου αυτί, και ζητούν αναλύσεις
και ερμηνείες.
Έτσι μπαίνει εξ αρχής το ερώτημα:
Πώς διαβάζω και μιλάω (σε σας) για το «Τα κορίτσια είναι παντού»;
Σαν απλός αναγνώστης που παρασύρεται στη χειμαρρώδη διήγηση της Πανκόλ;
Σαν συγγραφέας-συναδελφός της που ψάχνει τις λογοτεχνικές πιρουέτες και
ανατροπές, τις συνδέσεις προσώπων και γεγονότων και τις περιγραφές των
χαρακτήρων; Ή σαν τον ψυχαναλυτή που προσπαθεί να εξερευνήσει τους δαιδάλους
της σκέψης της και των ψυχών των ηρώων της;
Τελικά, όπως εύκολα θα αντιληφθείτε, βγήκε ένα μείγμα των τριών, μα,
δίχως δισταγμό, με εμφανή προτίμηση στην τρίτη επιλογή. Τι να κάνουμε, η
ψυχανάλυση έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της σκέψης και της ύπαρξής μου, δεν
θα μπορούσε το κείμενό μου να την παραβλέψει.
H Κατρίν Πανκόλ γράφει και αφιερώνει το βιβλίο αυτό στις σημερινές
γυναίκες. Γράφει για τον αγώνα τους κόντρα στους εσωτερικούς δαίμονες, για το
κουράγιο τους απέναντι στις δυσκολίες και τα αδιέξοδα της ζωής. Σκηνοθετεί τις
αμφιβολίες, τους φόβους και τις επιθυμίες τους. Λέω, σκηνοθετεί, διότι μέσα στο
συγγραφικό της έργο (και όχι μόνο σ’ αυτό το βιβλίο) φαίνεται να έχει χτίσει
ένα σκηνικό με μαεστρία και ευαισθησία, και να κυκλοφορεί με άνεση μέσα σ’
αυτό, ανοίγοντας συνεχώς νέες σκηνές, νέα επεισόδια, προσκαλώντας καινούργιους
πρωταγωνιστές.
Το βιβλίο αρχίζει με την Ορτάνς που συνεχίζει την άνοδό της στον σκληρό
κόσμο της μόδας. Ζει στη Νέα Υόρκη με τον φίλο της Γκάρυ. Εκείνος υπάρχει μόνο
για την μουσική του.
Μετά, εμφανίζεται η μητέρα τής Ορτάνς, κεντρική ηρωίδα της
οικογενειακής ιστορίας που περιγράφει σε συνέχειες η Πανκόλ,, η Ζοζεφίν Κορτές.
Είναι συγγραφέας και ζει με τον Φιλίπ που, από άντρας της αδελφής της, έγινε
εραστής της. Εχει δυο κόρες.
Την Ορτάνς και την νεώτερη Ζοέ, που είναι ερωτευμένη με τον νεαρό
Γκαετάν, σε μια σχέση όχι δίχως περιπλοκές, επίσης.
Με λίγα λόγια, έχουμε την οικογένεια Κορτές, τις γυναίκες Κορτές, με
τις μικρές και μεγάλες ιστορίες τους.
Και ξαφνικά, αλλαγή κλίματος, έρχεται στη σκηνή η Στέλλα Βαλέντι. Η
Στέλλα και ο κόσμος που την περιβάλλει. Οι γονείς της, ο γιος της, η φίλη της.
Τώρα βρισκόμαστε στην επαρχιακή Γαλλία.
Η Στέλλα θα γίνει το κεντρικό πρόσωπο αυτού του βιβλίου. Θα ζήσουμε μαζί της τις αγωνίες και τις δυσκολίες μιας ύπαρξης τραυματισμένης αλλά δυναμικής. Η ζωή δεν της έκανε δώρα της Στέλλας. Αγωνίζεται να ελευθερωθεί από την άρρωστη επιρροή που επέβαλε ο πατέρας στην πορεία της ζωής της. Ο πατέρας, (ή αυτός που παίζει τον ρόλο του πατέρα) είναι ο Ρευ, ένας άνδρας που στα μάτια του μικρόκοσμου όπου ζει φαίνεται σαν ήρωας, αλλά που μπορεί να είναι τέρας όταν οι προβολείς δεν τον φωτίζουν.
Και στην σκηνοθεσία της Πανκόλ είναι συχνές οι στιγμές που οι προβολείς
σβήνουν και ο θεατής-αναγνώστης ακούει το καρδιοχτύπι και τους αναστεναγμούς των
ηρώων, κυρίως των ηρωίδων.
Αλλά η Στέλλα ξέρει να αγωνίζεται. Για να επιβιώσει, να ελευθερωθεί, να
ζήσει. Κυρίως όμως αγωνίζεται για να σώσει, όπως μπορεί, την μητέρα της. Μια
μητέρα, η δυστυχισμένη Λεονί, που είναι εγκλωβισμένη σκλάβα του γοητευτικού
αλλά διαστροφικού συζύγου της, του Ρέυ, και των ανθρώπων του. Η Πανκόλ
αποτυπώνει με σεβασμό, απλότητα και ευαισθησία το πνεύμα που επικρατεί στην
μικρή επαρχιακή κοινωνία, όπου ζουν οι Βαλέντι.
Σύντομα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως κάτι συνδέει τις δυο ιστορίες,
τους Κορτές και τους Βαλέντι, κάτι υπόγειο και ανείπωτο που αφορά την σχέση της
Στέλλας με την Ζοζεφίν.
Ένα μυστικό! Ένα, ανάμεσα σε πολλά άλλα.
Μυστικό! Εδώ είμαστε! Λέξη μαγική που, όπως καταλαβαίνετε, έκανε να
ηχήσουν κουδουνάκια στα ψυχαναλυτικά αυτιά μου. Διότι, αυτή είναι η δουλειά
μου, να καραδοκώ τα κουδουνάκια ακούγοντας με το τρίτο αυτί τα λόγια των
ασθενών μου. Έτσι, ερεθισμένος από το μυστικό που νιώθω να διατρέχει το
μυθιστόρημα, αποφάσισα να εγκατασταθώ στην πολυθρόνα μου και να μην το διαβάσω!
Αλλά να το ακούσω. Και το άκουσα! Μάλιστα κάποιες στιγμές είχα την φαντασίωση ή
την ψευδαίσθηση ότι οι διάφοροι ήρωες παρελαύνουν στο γραφείο και στο ντιβάνι
μου και μιλούν. Μιλούν για όσα δεν λένε στις γραμμές του βιβλίου.
Δεν θα σας αποκαλύψω εδώ το περιεχόμενο αυτών των ιδιαίτερων συνεδριών,
τηρώντας το ιατρικό απόρρητο. Μπορώ όμως ακίνδυνα να σας πω τις σκέψεις που
κατέγραψα.
Οι συνδέσεις της Πανκόλ ανάμεσα σε τόπους και πρόσωπα, με παρέπεμψαν σε
άλλες δικές μου συνδέσεις, σαν τον ελεύθερο συνειρμό της ψυχανάλυσης.
Ακούγοντας την Στέλλα και τον αγώνα της για ισορροπία, ο νους μου πήγε
φυσικά στην έννοια της Ψυχικής Ανθεκτικότητας, την resiliance.
Η λέξη Resiliance προέρχεται από το λατινικό Resilire, αναπηδώ.
Σημαίνει ψυχική ελαστικότητα, ανάκαμψη, δυνατότητα ανάκαμψης.
Όλα ταιριάζουν στην περίπτωση της Στέλλας.
Δίχως ψυχανάλυση, η Στέλλα τα καταφέρνει. Γιατί, οφείλω να πω, πως δεν
έγιναν χωρίς κόπο και κόστος οι αλλαγές στη ζωή της. Με την δύναμη που άντλησε από
μέσα της. Η ψυχική ανθεκτικότητα που ενυπάρχει έμφυτη στον άνθρωπο ενισχύθηκε
όπως μπόρεσε, δυνάμωσε και έδωσε τους καρπούς μιας ικανοποιητικής ύπαρξης.
Σίγουρα, στην ενίσχυση της resilianse,
τη βοήθησε η πολύτιμη παρουσία της αγαπημένης φίλης και συνεργάτιδάς
της Ζουλί. Άλλη μια γυναίκα που
έζησε τις δικές της δυσκολίες στο οικογενειακό περιβάλλον που μεγάλωσε.
Τα βολεύουν. Έτσι γίνεται με την resiliance. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή
μέσα του την ύπαρξη μιας ορμής, μιας απρόσμενης δύναμης, που τον ωθεί στο να
ταχτοποιήσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του παρελθόντος, ώστε να είναι σε θέση
να κάνει βήματα προς νέες κατευθύνσεις που θα του εξασφαλίσουν μια ζωή λιγότερο
επώδυνη, περισσότερο ενδιαφέρουσα, τέλος πάντων, ικανοποιητική. Η Στέλλα είναι
μια απ’ αυτούς. Αναρωτιέμαι όμως, ως πότε; Το τραύμα καραδοκεί.
Πολλοί άνθρωποι έχουν χτίσει μια πλούσια πνευματική ή κοινωνική ζωή ενώ
η προσωπική ζωή τους, ή ακόμα η ιδέα που τρέφουν για τον εαυτό τους,
παρουσιάζουν προβλήματα. Η κοινωνική τους ζωή θα μπορούσε να τους δώσει τον
χαρακτηρισμό παραδείγματος ψυχικής ανθεκτικότητας, τουλάχιστον μέχρις ότου οι
συγγενείς ή τα συμπτώματα φέρουν στο φως την άλλη πλευρά τους, την
προβληματική.
Φυσικά, αν και όταν το περιβάλλον αντιδρά. Γιατί στην περίπτωση του βιβλίου,
το περιβάλλον μένει άφωνο.
Πολλά μπορούν εδώ να ειπωθούν στην περίπτωση της Στέλλας και γενικότερα
του περιβάλλοντος Βαλέντι. Που έρχονται αλυσιδωτά:
Το τραύμα, σαν αποτέλεσμα της κακοποίησης. Η κακοποίηση σαν αποτέλεσμα
του σαδισμού. Ο σαδισμός σαν αποτέλεσμα της διαστροφής. Η διαστροφή σαν
αποτέλεσμα της διαγεννεαλογικής ψυχικής κληρονομικότητας. Και ούτω καθ’ εξής.
Τι να μας περιμένει άραγε στο επόμενο βιβλίο της τριλογίας της Πανκόλ;
Να ελπίσω σε ψυχοθεραπευτική παρέμβαση;
Δεν ξέρω πόσο η Πανκόλ θα θεωρούσε ενδιαφέρουσα
την προσέγγιση αυτή.
Μου δίνει όμως το δικαίωμα να αναρωτηθώ για την
ψυχθεραπευτική βοήθεια που θα μπορούσαν να αναζητήσουν ενδεχόμενα οι ήρωές της.
Το δικαίωμα αυτό μου το προσφέρει με την αναφορά της στον Φρόυντ μέσα από μια φανταστική
επικοινωνία του Γκάρυ με τον πατέρα της ψυχανάλυσης:
Το απόσπασμα βρίσκεται στη σελίδα 22.
…Το
φάντασμα του γερο-δόκτορα Φρόυντ πλανάται πάνω στις σαρλότ, τα βουνά της κρέμας
σαντιγί, τις τάρτες, τα μπισκότα, αναζητώντας έναν ασθενή να τον ξαπλώσει στο
ντιβάνι του. Δεν είμαι πελάτης, δόκτωρ Φόυντ, ζω έξυπνα με τον εαυτό μου. Με
βρίσκω του γούστου μου, μη με φουσκώνεις, ούτε να με συνθλίβεις, μη με
συγκρίνεις με κανέναν άλλον. Η ευτυχία μου είναι απλή: να είμαι ο εαυτός μου.
Έθαψα έναν πατέρα που με είχε ξεχάσει στη γέννα αλλά μου άφησε εν είδει
μετανείας έναν πύργο στη Σκωτία…
Ναι. Αναδύεται η ψυχική ανθεκτικότητα. Μα ελλοχεύει ο εξής κίνδυνος: με
μια λανθασμένη ερμηνεία, μια εμμονή του τύπου «θα τα καταφέρω μόνος, ζω
έξυπνα», όπως στο μικρό απόσπασμα που σας διάβασα, το τραύμα μπορεί να μένει
ενεργοποιημένο. Μπορεί να τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο των συμπτωμάτων στο
διηνεκές. Στην περίπτωση του Γκάρυ με το παιδικό τραύμα του απόντα πατέρα
ανοίγει η Πανκόλ τη σκέψη πως κάπου υπάρχει κρυμμένη μια άλλη δυνατότητα
βοήθειας, όταν και αν η ψυχική ανθεκτικότητα, η resiliance, αδυνατίσει, καταρρεύσει . Και, αν και
όταν η αδυναμία αυτή γίνει αντιληπτή, αποδεκτή.
Έτσι, αντί να ερμηνεύσω το απόσπασμα ως άρνηση
της ψυχανάλυσης, προτιμώ να το ακούσω σαν πονηρό κλείσιμο του ματιού της
συγγραφέα που μαρτυράει ακριβώς το αντίθετο. Ισχύει; δεν ξέρω. Το ερώτημα μένει
ανοικτό.
Όπως σας είπα προτίμησα να σας μιλήσω σαν
ψυχαναλυτής, αφήνω σε σας την απόλαυση της ανάγνωσης της ιστορίας και των
ανατροπών της.
Εν τω μεταξύ, στο μυθιστόρημα η διαστροφή
βασιλεύει. Στην πιο σκληρή μορφή της την ασκεί ο Ρέυ που θα έχει σαν θύματα την
Λεονί και την Στέλλα.
Το χαρακτηριστικό της διαστροφής είναι ότι το
θύμα νιώθει ενοχή, που του φορτώνει ο θύτης. Την ενοχή που δεν αισθάνεται αυτός
που ασκεί την διαστροφή. Η ενοχή είναι ακριβώς το στοιχείο που καθηλώνει το
θύμα στη θέση του θύματος, ανήμπορο να ζητήσει βοήθεια και λύτρωση. Η
ψυχανάλυση ονομάζει το φαινόμενο αυτό “ταύτιση με τον επιτιθέμενο”.
Το εργαλείο της διαστροφής είναι ο σαδισμός του
θύτη που βέβαια πάντα συνοδεύεται από τον μαζοχισμό του θύματος. Στην ψυχή της
Λεονί υπάρχει κάπου κρυμμένη μια ανεξερεύνητη μαζοχιστική πτυχή, που μάλλον την
αναγκάζει να δεχθεί, παρά την λογική και την επιθυμία της, την σαδιστική
διαστροφή του “ήρωα” συντρόφου της.
Ο μαζοχισμός της κακοποιημένης γυναίκας δεν
αρκεί για να κατανοήσουμε το φαινόμενο της μη αντίδρασής της στην κακοποίηση. Η
όποια ικανοποίηση προσφέρει η μαζοχιστική θέση, είναι βαθιά επηρεασμένη από την
ενοχή. Τιμωρούμαι, διότι αυτό μου αξίζει. Θέση, τόσο κοντινή στην κατάθλιψη,
όπου ο άνθρωπος βασανίζεται από ενοχές για ανύπαρκτα εγκλήματα. Η ενοχή, αλλά
κυρίως η ντροπή κρατούν κεντρικό ρόλο στην ψυχή του θύματος.
Και άντε, ας υποθέσουμε πως η ενοχή
ξεπληρώνεται με την υποταγή στη βία, μέσα στη μαζοχιστική υπομνή. Με την
ντροπή, τι γίνεται;
Η ντροπή σχετίζεται με την ιδέα που έχει
κανένας για τον εαυτό του, στα δικά του μάτια αλλά κυρίως στο βλέμμα της
κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που τόσο αργά αποφάσισε (αν αποφάσισε) να
αμφισβητήσει την πεποίθηση που υπονοεί το χαρακτηριστκό: για να τρώει ξύλο, ποιός ξέρει τι έκανε;
Ή το άλλο ανεκδιήγητο: αφού υποφέρει γιατί δεν τον διώχνει;
Δίχως να περνά ούτε στιγμή σαν σκέψη η προφανής
και αυτονόητη απάντηση: Διότι, απλά, δεν
μπορεί!
Στον φαύλο κύκλο της κακοποίησης το ξέπλυμα της
ντροπής είναι αδύνατο. Πολύ περισσότερο από τo, έστω και μαζοχιστικά,
ξεπλήρωμα της ενοχής. Έτσι, βοηθούσης της αδύναμης ψυχικής ανθεκτικότητας και
των κατάλληλων κοινωνικών συνθηκών, το θύμα παραμένει άφωνο, παραλυμένο, στη
θέση του θύματος.
Τέλος, από το ντιβάνι μου πέρασε η ίδια η
συγγραφέας. Και μου είπε τις δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Μου διηγήθηκε
το σημείωμα που περιγράφει το πραγματικό γεγονός βίας που παρακολούθησε και που
της ενέπνευσε το μυθιστόρημα.
Συγχρόνως, μου δίνει κάποιες ιδέες για να
ερμηνεύσω τους λόγους που μπαίνει φίμωτρο στα στόματα των θεατών της βίας.
Η βία αποσβωλώνει, ακινητοποιεί. Φιμώνει. Διότι
καταργεί όλα τα ενδιάμεσα επίπεδα ανθρώπινης ανταλλαγής και απειλεί την
σωματικότητα.
Στο σημείωμα της συγγραφέα μαθαίνουμε πως η
ίδια η κακοποιημένη γυναίκα στο καφέ τής ζητάει να μην μιλήσει. Και η Κατρίν
Πανκόλ, η πραγματική, η ανθρώπινη, μένει άπραγη, καθηλωμένη μπροστά στο
γεγονός.
Και γράφει. Γράφει αυτό το μυθιστόρημα.
Το
γράψιμο, λέει, χρησιμεύει για να βλέπεις αυτό που θα ήθελες να ξεχάσεις.
Θα πρόσθετα, να βλέπεις, ναι! Αλλά και να
δείχνεις αυτό που προσπαθείς να ξεχάσεις, να ξεχάσεις την ενοχή σου (που σε
παραπέμπει στην ενοχή και την ντροπή του θύματος), την μη καταγγελία, την
αποσιώπηση. Σε καταλαβαίνω. Διότι το αντιφατικό, ερμαφρόδιτο στάτους της βίας
θολώνει τον νου του θεατή. Απ’ τη μια η βία είναι κατάπτυστη και καταγγελτέα,
απ’ την άλλη, κοινωνικά, κατέχει ακόμα θέση και μάλιστα “παραδεισένια”! Ο νους
μου πάει στο “ξύλο που βγήκε απ’ τον παράδεισο” και άλλες τέτοιες ανόητες
δοξασίες και γνωμικά…, που ευτυχώς μοιάζουν παρωχημένες για αρκετούς πια.
Γράφεις λοιπόν, Κατρίν Πανκόλ, για να μην
μείνει ενείπωτη, ακατάγγελτη η βία. Για να σταματήσει την καταστροφική επιρροή του το
επτασφράγιστο μυστικό.
Μυστικό άραγε; Η κακοποίηση είναι μυστικό τόσο
κοινό και φανερό όσο η βουβή, εσωτερικευμένη κραυγή των παιδιών αυτής της
γυναίκας, στο καφέ, που ένας θεός ξέρει αν θα καταφέρουν ποτέ να επουλώσουν τα
τραύματα της ψυχής τους, ανοιχτά και επώδυνα. Ψυχικά τραύματα, με νωπή ακόμα τη
θέα τού αίματος, αποτέλεσμα κακοποίησης από συγγενείς εξ’ αίματος ή εξ
αγχηστείας.
Αυτή την κραυγή άκουσα εγώ από το μυθιστόρημα.
Και θύμωσα!
Γιάννης Βαϊτσαράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου