Παρουσίαση του βιβλίου «Η Μία
και η Άλλη» του Γιάννη Βαϊτσαρά
στις Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, Σάββατο 14.2.2015
«Η Μία και η Άλλη» του
Γιάννη Βαϊτσαρά ήρθαν να με συναντήσουν τη στιγμή που μόλις είχα τελειώσει τις
«Γιαγιάδες» της Ντόρις Λέσινγκ, ενώ πρόσφατα είχα ξαναβρεί δυο φίλες μου από
τον καιρό των φοιτητικών μας χρόνων στη Χαϊδελβέργη. Αστειευόμενες λέγαμε τότε πως
όταν γεράσουμε, θα φτιάξουμε μια Wohngemeinschaft και θα συγκατοικήσουμε όλες μαζί. Το
απίστευτο είναι πως το όνομά της μιας φίλης είναι Ali [με άνα λάμβδα], ενώ η
άλλη [με δυο λάμβδα] είναι συνονόματή μου!
Με τόσες συμπτώσεις,
λοιπόν, πώς ήταν δυνατόν να αρνηθώ την πρόταση του Γιάννη Βαϊτσαρά να μιλήσω
για την «Μία και την Άλλη»; Παρόλο που ούτε γνωριζόμαστε από παλιά, ούτε τα
ίδια ερμηνευτικά εργαλεία έχουμε. Ο δικός μου τρόπος να προσεγγίσω το βιβλίο
του είναι απόλυτα υποκειμενικός, είναι ο τρόπος του αναγνώστη που ζητά από τη
λογοτεχνία ποιότητα και ψυχαγωγία.
Διάβασα το βιβλίο «απνευστί»,
όπως συνηθίζεται να λένε σε βιβλιοπαρουσιάσεις, το εννοώ ωστόσο κυριολεκτικά:
Ο Βαϊτσαράς μας εισάγει
στην ιστορία του με έναν ανάλαφρο, παιγνιώδη τρόπο, με μια φυσικότητα που μας
κερδίζει από την πρώτη στιγμή.
Η παρατηρητική του ματιά
ακριβολογεί στην περιγραφή, όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και των συμπληρωματικών
χαρακτήρων: Μέσα από τις λέξεις του καταγράφουμε τις ανεπαίσθητες κινήσεις τους,
διακρίνουμε τις εκφράσεις του προσώπου τους, αφουγκραζόμαστε τις σκέψεις τους. Τους
δημιουργεί με έναν ιδιαίτερα τρυφερό τρόπο, γεμάτο κατανόηση και λεπτότητα. Και
τους διαχειρίζεται επίσης με τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε να μας συμπαρασύρει σε
αυτή την αγαπητική σχέση που έχει ο ίδιος με τα δημιουργήματά του.
Όλα συμβάλλουν στο να
αισθανθούμε πολύ γρήγορα οικειότητα με τα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Έχουμε
την εντύπωση πως συμμετέχουμε σε ό,τι συμβαίνει, είναι σαν να βρισκόμαστε εκεί.
Η ιστορία, η πλοκή με
συνεπήραν, οι δε ήρωές του απέκτησαν σχεδόν υλική υπόσταση, τόσο που τους
αισθανόμουν γύρω μου! Μπορούσα να τους ακούω και να τους φαντάζομαι, τι έκαναν,
πως αντιδρούσαν, τι έλεγαν.
Αυτό για μένα ήταν η
πρώτη επιβεβαίωση της συγγραφικής ικανότητας του Γιάννη Βαϊτσαρά: να πλάθει
χαρακτήρες που πείθουν και γοητεύουν και ακόλουθα να τους εμπλέκει σε ιστορίες
που αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη.
Ο Βαϊτσαράς ξέρει να υφαίνει δεξιοτεχνικά
τον αφηγηματικό ιστό του, που γίνεται ολοένα πιο πυκνός και κορυφώνεται ενδιάμεσα
στην εξομολόγηση της Άλλης και τέλος στα γεγονότα στο Πήλιο. Για να δομήσει το
μυθιστόρημά του και να πυκνώσει το αφηγηματικό υλικό του χρησιμοποιεί τις σχέσεις
των ηρώων μεταξύ τους, και εξελίσσει τον κάθε χαρακτήρα μέσα από την
αλληλεπίδρασή του με τους άλλους.
Οι σχέσεις λοιπόν!
Ενώ η κεντρική σχέση, αυτή των δυο
γυναικών, διαμορφώνεται στο επίπεδο της φιλίας και της αλληλοϋποστήριξης, απεναντίας
οι γιοί τους φαίνεται να βρίσκονται σε αντιπαλότητα.
Διατηρούν και οι δυο τους τόσο στενή σχέση
με τις μητέρες τους, που οι ίδιες καταλήγουν να αναρωτιούνται, μήπως επηρεάζουν
άθελά τους την προσωπική ζωή των παιδιών τους.
Από την άλλη πλευρά η φιλία των δυο γυναικών
με τον Αναστάσιο Ντυπόν είναι καταλυτική και για τους τρεις. Ο καθένας, στον
βαθμό που το χρειάζεται, αντλεί από την τριάδα αυτή δύναμη, έμπνευση και
αποδοχή, για να αντέξει το βλέμμα προς τα μέσα, την αυτογνωσία και τις αλλαγές
στη ζωή του.
Παρούσες είναι και οι σχέσεις ώριμων
ανθρώπων με πολύ νεώτερους, για παράδειγμα του ψυχαναλυτή Ντυπόν με την Ευρυδίκη,
ή της Άλλης με τις εγγονές της: Είναι σχέσεις ουσιαστικές, που δείχνουν
δρόμους, που διαπαιδαγωγούν, που εμπνέουν.
Ο συγγραφέας δεξιοτεχνικά υπαινίσσεται και
άλλες κρυφές διασυνδέσεις στη ζωή των ηρώων του, πράγμα που χαρίζει ένταση στην
αφήγηση. Μας παρασύρει να υποψιαστούμε ενδεχόμενα «πονηρά» μυστικά,
αποδεικνύοντας λίγο παρακάτω πως μόνο η δική μας φαντασία ήταν «βρώμικη».
Ή μας ξεγελάει σε μερικές σκηνές,
αφήνοντάς μας να νομίζουμε πως η Μία παίρνει την πρωτοβουλία να επισκεφτεί πρώτη
τον Ντυπόν, ενώ λίγο πιο κάτω καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για την Άλλη.
Με χιούμορ διασκεδάζει τη ενδεχόμενη
δραματικότητα μιας σκηνής. Η πτώση της Μίας από την παγωνιέρα στο αποθηκάκι [όταν
ακούει την Άλλη να αφηγείται τη ζωή της στον Ντυπόν] αποφορτίζει τη τραγικότητα
όσων είχε ακούσει από το διπλανό διαμέρισμα.
Και η χοντρή κυρία που σφήνωσε στο ασανσέρ
είναι ένα υπέροχο περιστατικό!
Αλλά η πιο συναρπαστική
πλάνη αποδεικνύεται να είναι μια άλλη!
Στο κείμενο που μόλις ακούσαμε,
ο συγγραφέας αφήνει τον Αχιλλέα –και εμάς μαζί- να πιστεύουμε ότι διαβάζει μια
προσωπική εκμυστήρευση, μια παρακαταθήκη στους κληρονόμους της, της
ψυχαναλύτριάς του, Άννας Ντυπόν.
Εμείς ζωγραφίζουμε εντωμεταξύ χιλιάδες
εικόνες στο μυαλό μας, για τις τελευταίες επιθυμίες της Άννας… έως ότου, 150
σελίδες παρακάτω, ο Γιάννης Βαϊτσαράς [μειδιώντας κάτω από τα συγγραφικά
μουστάκια του] αποκαλύψει πως επρόκειτο για ένα κομμάτι μιας εντελώς άλλης πραγματικότητας! Που εγώ δεν επιτρέπεται
να αποκαλύψω εδώ!
Για να θριαμβεύσει ξανά η αγαπημένη ρήση
του γηραιού Ντυπόν πως «ό,τι βλέπουμε, δεν είναι αυτό που νομίζουμε»!
Στο πλάσιμο των χαρακτήρων και τον ρόλο
τους στην ιστορία αναδύονται κυρίαρχα τα μοτίβα της δυϊκότητας, της συμμετρίας αλλά και της διαχείρισης των αντιθέτων,
που περιέγραψε εξαιρετικά ο Αποστόλης.
Η Μία και η Άλλη αλληλεπιδρούν θετικά,
προχωρώντας στην εναρμόνιση, απεναντίας οι γιοί τους, παρά τις κοινές
αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας, αποκλίνουν και ανταγωνίζονται - γενικά
αλλά και για την συμπάθεια της Άννας. Βέβαια ο συγγραφέας υπαινίσσεται και
μια δυνατή έλξη μεταξύ τους.
Οι δυο φίλες έχουν μεν πολλά κοινά αλλά
και διαφορές, ωστόσο δεν είναι τα δυο αντίθετα μιας προσωπικότητας σε
δυο εκφάνσεις. Ούτε οι γιοί τους είναι το φωτεινό και το σκοτεινό, το καλό και
το κακό.
Ο συγγραφέας δεν επενδύει στη σύγκρουση
αλλά στην ευαισθητοποιημένη διαφοροποίηση.
Δεν διστάζει να χειριστεί και τις βίαιες πτυχές
του ανθρώπου, την τεκμηριωμένη ιστορικά βαρβαρότητά του, τις σκοτεινές πλευρές
της σεξουαλικότητάς του, εντούτοις δεν αξιολογεί, αντιθέτως, δίνει στον
αναγνώστη εργαλεία να κατανοήσει.
Δεν πολώνει, αλλά συνθέτει.
Ευκολότερο είναι εξάλλου για έναν
συγγραφέα να οδηγήσει τους ήρωές του σε σύγκρουση – θα υιοθετούσε απλά το δημοφιλές
μοτίβο της εποχής μας.
Ωστόσο ο Γιάννης Βαϊτσαράς επιδιώκει και επιτυγχάνει
το δυσκολότερο: Να αποδώσει διαβαθμίσεις, λεπτές διαφορές και εξατομικευμένες
λεπτομέρειες, πτυχές του φωτεινού/ορατού όσο και του σκοτεινού/ ασυνείδητου
ψυχικού υλικού των πλασμάτων του. Να σκιαγραφήσει τα αδιόρατα πλέγματα των
ανθρώπινων σχέσεων με μιαν απέραντη αισθαντικότητα, με μια λεπταίσθητη γραφή,
χωρίς επιθετικότητα, χωρίς να προκαλεί.
Και όλα αυτά ενυπάρχουν σε μια συναρπαστική
αφήγηση που εξάπτει την περιέργεια του αναγνώστη που θέλει να διαβάσει
παρακάτω, να μάθει τι έγινε, ποιος με ποιόν, γιατί…, πράγμα που αποδεικνύει ακόμα
μια φορά τη συγγραφική δεινότητα του
συγγραφέα να γοητεύει τον αναγνώστη που ανυπομονεί να μάθει την εξέλιξη της
ιστορίας, ως το τέλος!
Βέβαια και τα προηγούμενα βιβλία του Γ.Β.
απέκτησαν αμέσως ενθουσιώδεις και πιστούς αναγνώστες, ακριβώς για την ποιότητα
της γραφής του και το ενδιαφέρον, διεισδυτικό περιεχόμενό τους.
Ωστόσο στο μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας
σε σχέση με το προτελευταίο βιβλίο του, τη νουβέλα «Απώλειες», αλλά και τις
συλλογές διηγημάτων, «Διηγήματα Ψ» και «Ακούω όπως αγαπάω», έχει διαφοροποιήσει
την αφηγηματική τεχνική του.
Ενώ στις «Απώλειες» η ιστορία στοιχειοθετείται
μέσα από τις συνεδρίες του ψυχαναλυτή με τους ψυχαναλυόμενους ήρωές του, στη
«Μία και την Άλλη» η ιστορία ξεκινά στο αφηγηματικό παρόν και εξελίσσεται
γραμμικά μέσα στον χρόνο. Το παρελθόν και οι προσωπικές ιστορίες των δυο
κεντρικών ηρωίδων αναδύονται [στο παρόν] μέσα από τις ένθετες μικροιστορίες, τα
λεγ. «Παραμύθια της Μίας», στις συνεδρίες της βεράντας. Εξ’ αλλου το
θεατρικό έργο του Αναστάσιου Ντυπόν, του τρίτου πρωταγωνιστή, πλάθει μια ακόμα
ιστορία εντός του συνολικού μυθιστορηματικού σύμπαντος. Έχουμε δηλ. πολλαπλά
επίπεδα αφήγησης με τον δικό τους χώρο
και χρόνο το καθένα, που διευρύνουν και
δίνουν παλμό στην αφήγηση.
Παράλληλα με τη νέα αυτή ποιότητα, η γραφή
του Γιάννη Βαϊτσαρά συνεχίζει να διατηρεί και τις πολύτιμες και διαχρονικές
σταθερές του:
Βέβαια, εκεί που ήμουν έτοιμη να πω, ότι η
μορφή του ψυχαναλυτή δεν είναι πλέον το κεντρικό πρόσωπο αναφοράς των βιβλίων
του, μας προέκυψαν ΔΥΟ:
Ο Νικηφόρος Φωκάς, ο ψυχαναλυτής των
προηγούμενων βιβλίων του έγινε εδώ Αναστάσιος Ντυπόν, και μάλιστα εις διπλούν!
Με προέκταση την κόρη του, επίσης ψυχαναλύτρια, Άννα!
Ωστόσο ο άλλοτε θεμελιώδης χαρακτήρας του ψυχαναλυτή δεν αποτελεί εδώ τον
κεντρικό άξονα αφήγησης, ως ακροατής των ιστοριών των ψυχαναλυόμενων και
εντέλει ως αφηγητής-συγγραφέας, αλλά συμμετέχει με την δική του ιστορία,
ισότιμα με τις ιστορίες των άλλων κοινών «θνητών» του μυθιστορήματος.
Ο αναγνώστης όχι μόνο μαθαίνει τις
προσωπικές ιστορίες του Αναστάσιου Ντυπόν και της κόρης του Άννας, αλλά επιτρέπεται
να διεισδύσει στη συμβιωτική σχέση τους, διαπιστώνοντας έκπληκτος τις
ομοιότητες με τις στενές σχέσεις της Μίας και της Άλλης με τους δικούς τους
γιούς. Εδώ ο συγγραφέας μας κλείνει συνενοχικά το μάτι, υπενθυμίζοντας την
τεράστια ισχύ των δεσμών, είτε εξ αίματος είτε των συνειδητών εκλεκτικών
συγγενειών.
Η ψυχαναλυτική διαδικασία εξακολουθεί να
απολαμβάνει την ιδιαίτερη εκτίμηση του συγγραφέα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να
είναι και αλλιώς;
Η ψυχανάλυση
δεν αποτελεί μόνο το «κρυφό αντικείμενο του πόθου» και των δυο γυναικών, αλλά
και το μυστικό επίκεντρο της ζωής του ενός γιού. Και οι δυο γυναίκες
διαισθάνονται πως η ψυχανάλυση θα μπορούσε να είναι λυτρωτική στη σχέση με τον
εαυτό τους, στη σχέση με τους γιούς τους.
Είναι το ερέθισμα, η πρόκληση να δουν βαθύτερα
μέσα τους, να αποτιμήσουν τη ζωή τους. Επιθυμούν την αυτογνωσία, αλλά και τη
φοβούνται συγχρόνως.
Η Μία
χρησιμοποιεί τον Λόγο, την γραφή για να πει πράγματα έμμεσα στην Άλλη, με την
οποία επιθυμεί να επικοινωνήσει. Τελικά και η Άλλη διαρρηγνύει την ασπίδα
προστασίας της και τολμά να ανοιχτεί και να μιλήσει για το οδυνηρό παρελθόν,
που της είχε αφαιρέσει την ικανότητα να εκφράζει συναισθήματα και να δείχνει
την αγάπη της.
Συγκινητική η στιγμή, αμέσως μετά, όταν ο Αναστάσιος γράφει στο ένα από τα
βιβλία που της χαρίζει: «Στην αγαπητή μου
φίλη» με το πραγματικό της όνομα, προσθέτοντας με νόημα: «Δεν ήσουν πάντα Άλλη». Εκμυστηρευόμενη
τις εσωτερικές πληγές επανακτά λοιπόν την ταυτότητά της.
Συγκλονιστική
και η αμέσως επόμενη σκηνή, όπου ο γιός, τον οποίο η μητέρα, σε ολόκληρη τη ζωή
της, ήθελε να κρατήσει μακριά από το οδυνηρό μυστικό του γάμου της, εντελώς
αυθόρμητα, βλέποντας το βιβλίο, της λέει:
-Το ήξερα πως αργά ή γρήγορα ο γείτονας θα σου ξυπνούσε
παλιούς εφιάλτες… αλλά πρόσεχε, μην παίζεις μ’ αυτά…
…κάνοντας
λάθος βέβαια ο Σέργιος στις λεπτομέρειες, αλλά είναι συγκινητικό με πόση
ευρηματικότητα εδώ ο Βαϊτσαράς ενθέτει μέσα στην αφήγηση μικρές σοφίες, της
ζωής ή εντέλει της ψυχανάλυσης:
Πως τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα,
ακόμα και τα ανείπωτα, τα μυστικά, από αυτά που εμείς αγωνιζόμαστε να τα
προφυλάξουμε!
Οι συνεδρίες λοιπόν της βεράντας
λειτουργούν ως υποκατάστατο θεραπείας
και σε συνδυασμό με το στοιχείο της δημιουργικότητας,
της συγγραφής εν προκειμένω, υποδηλώνουν
την τεράστια δύναμη του Λόγου και της Τέχνης. Αποτελούν το κλειδί για τη
δημιουργία επικοινωνίας, «της μοναδικής μας προστασίας απέναντι στις εγγενείς
αντιξοότητες της ανθρώπινης συνθήκης», όπως εύστοχα επεσήμανε η Τάνια Βοσνιάδου [στις κριτικές
αναγνωστών στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Αρμός www.armos.gr
]
Μου αρέσει, ομολογώ, ότι εδώ ο Βαϊτσαράς τόλμησε
να βγάλει τους ψυχαναλυτές από τον «ιερό» χώρο του γραφείου τους και να τους
τοποθετήσει στην κανονική ζωή. Έπλασε την ιστορία τους μακρόθεν του
ψυχαναλυτικού περιβάλλοντος.
Μας τους αποκαλύπτει απογυμνωμένους από το προστατευτικό κέλυφος της επαγγελματικής
αποστασιοποίησης. Δεν διστάζει ακόμα και να παρουσιάσει την πάντα συγκρατημένη
και αυτοελεγχόμενη ψυχαναλύτρια, να ζει στα όνειρά της καταστάσεις που έχουν
συζητηθεί στις συνεδρίες, μέσα από το υλικό που φέρνει ο ψυχαναλυόμενος Αχιλλέας!
Τόλμησε λοιπόν εδώ ο συγγραφέας να
τοποθετήσει την ιστορία του σε ένα αβέβαιο, ρευστό έδαφος, «πρωτόγνωρο»
αφηγηματικά. Με τον τρόπο αυτό άφησε χώρο στις λογοτεχνικές του αρετές να
έρθουν στο προσκήνιο, απευθυνόμενος έτσι και σε ένα πλατύτερο αναγνωστικό κοινό,
πέρα από τους επαΐοντες του χώρου Ψ.
Συναρπαστικά κεφάλαια! Συναρπαστική η
σχέση «ψυχαναλυτή και ψυχαναλυόμενου», συγκρίσιμη με τη σχέση «συγγραφέα και
αναγνώστη». Συνδετικό στοιχείο ο Λόγος, σαν κώδικας επικοινωνίας, σαν μέσο
κατανόησης.
Βλέπουμε την Ψυχανάλυση να συνδιαλέγεται
με τη Λογοτεχνία, βλέπουμε τη Λογοτεχνία να εμπνέεται από την Ψυχανάλυση.
Βέβαια με ορισμένες
διαφορές:
Στην ψυχανάλυση η κύρια η πρόοδος
πραγματοποιείται στον ψυχαναλυόμενο [όσο κι αν ο ίδιος επιδρά έμμεσα και
στον ψυχαναλυτή του], ενώ στην λογοτεχνία η γραφή λειτουργεί λυτρωτικά καταρχάς για τον συγγραφέα.
Μετά έρχεται ο αναγνώστης και
διαβάζει ο καθένας το δικό του
βιβλίο και ανάλογα με αυτά που έχει μέσα του, βρίσκει και παίρνει από το βιβλίο
ό,τι ο ίδιος χρειάζεται.
[Αναλυτικά εξέτασε αυτή την διεργασία ο Χάρης Μωρίκης στο βιβλίο του «Η λογοτεχνία στο ντιβάνι», επίσης
εκδόσεις Αρμός].
Κλείνοντας θα ήθελα μόνο να πω, πως το μυθιστόρημα
«Η Μία και η Άλλη» συνεχίζει με επιτυχία τη δημιουργική πορεία του Γιάννη
Βαϊτσαρά, διατηρώντας τόσο την κεκτημένη ποιότητα της γραφής του, όσο και το
διεισδυτικό βλέμμα του ψυχαναλυτή, αλλά θα έλεγα ότι εδώ ο συγγραφέας τόλμησε να βουτήξει σε βαθύτερα λογοτεχνικά ύδατα
και να αναδυθεί πιο έμπειρος και πιο δυνατός. Η συνέχεια –τολμώ να ισχυριστώ- αναμένεται
συναρπαστική!
Με τη «Μία και την Άλλη» ο Γιάννης
Βαϊτσαράς κατάφερε αυτό που τονίζουν μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Ίταλο Καλβίνο
αλλά και ο Μπέρτολντ Μπρεχτ:
Πως ένας συγγραφέας έχει ηθική υποχρέωση
να διασκεδάσει τον αναγνώστη. Η
διασκέδαση είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Η απόλαυση πρέπει να είναι το δώρο του
συγγραφέα στον αναγνώστη που αγόρασε το βιβλίο του και επένδυσε τον χρόνο του
στην ανάγνωση τόσων σελίδων: πρέπει να ανταμειφθεί.
Αυτό ο Γιάννης Βαϊτσαράς το πέτυχε
απόλυτα! Η Μία και η Άλλη είναι απολαυστικές στην ανάγνωσή τους. Αξίζει να
διαβαστούν και να αγαπηθούν!
Καίτη Στεφανάκη
Αθήνα, 14.02.2015 / Θεσσαλονίκη,
06.03.2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου