Από την παρουσίαση του βιβλίου
τής
Μαρία Παπαδημητρίου
με τίτλο:
Με τα χέρια ενός άλλου
Βιβλιοπωλείο ΠΛΕΙΑΔΕΣ,
Αθήνα, Παγκράτι
Δευτέρα 30 Σεπτ 2019
Καλησπέρα σε όλους.
Αγαπητή Μαρία, πριν μιλήσω για το βιβλίο σου, ζητώ την άδειά σου να αναφερθώ στην επεισοδιακή στιγμή της γνωριμίας μας.
Οι συνθήκες εκείνο το βράδυ ήταν αρκετά ανάλογες με την σημερινή, μόνο που εγώ βρισκόμουν στη θέση σου, ήταν η παρουσίαση ενός από τα πρώτα μου βιβλία, εσύ ήσουν στο κοινό, και υπαίτιος ήταν ο κοινός μας φίλος ο Διονύσης.
Μου είχε λοιπόν τεθεί το ερώτημα «αν, ως συγγραφέας, υπέφερα, πονούσα στη διάρκεια της συγγραφής ενός βιβλίου».
Είχα απαντήσει, ίσως λίγο αιφνιδιασμένος από την ερώτηση, και σίγουρα δίχως να καλοσκεφτώ τα λόγια μου, πως όχι, αντίθετα, οι ώρες της συγγραφής ήταν διασκεδαστικές έως και απολαυστικές για μένα.
Η απάντησή μου σήκωσε θύελλα αντιδράσεων, μεταξύ των οποίων και μια δική σου φραστική επίθεση που με κατακεραύνωσε.
Πώς τολμούσα, εγώ, ένας άπειρος ερασιτέχνης συγγραφέας να υποστηρίζω την άποψη πως η διαδικασία της συγγραφής δεν φέρνει πόνο, αγωνία, άγχος, κατάσταση αντίστοιχη με τις επώδυνες ωδίνες τοκετού!
Από τότε πέρασε καιρός, εκείνη η επίθεση έγινε ευτυχώς η αρχή μιας πραγματικής και ενδιαφέρουσας φιλίας, απολαμβάνουμε τώρα πλούσιες στιγμές ανταλλαγής των ιδεών μας και της δημιουργίας μας.
Αν επανέρχομαι στην πρώτη εκείνη συνάντησή μας δεν είναι για να αναμοχλεύσω δαιμόνια, αν και σε μια παρουσίαση βιβλίου θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να ξανασυζητηθεί το επίμαχο θέμα.
Όχι, μιλώ πάλι για εκείνη την εμπειρία διότι διαβάζοντας το βιβλίο σου, όπως και τα προηγούμενα βιβλία σου, δεν σε φαντάστηκα ούτε στιγμή, να γράφεις και να σβήνεις ασθμαίνοντας, αγωνιώντας και πονώντας. Καθόλου! Αντίθετα σε έβλεπα να απολαμβάνεις τη στιγμή, χαμογελώντας μάλιστα τσαχπίνικα στην ιδέα της απόλαυσης που θα νιώσουν οι αναγνώστες σου κάποτε, δηλαδή σήμερα.
Μπορεί να κάνω λάθος, στο τέλος της βραδιάς, στη συζήτηση, ίσως μου απαντήσεις στο ερώτημα, αυτή τη φορά όμως είμαι σίγουρος πως θα μου τα πεις μειλίχια και ήρεμα δίχως ίχνος από την επιθετικότητα που είχα εισπράξει τότε…
Ας απευθυνθώ τώρα στους αναγνώστες σου.
Που λέτε, την πρώτη φορά που διάβασα το κείμενο της Μαρίας Παπαδημητρίου, με τίτλο «Με τα χέρια ενός άλλου» ήταν από το χειρόγραφο. Το απήλαυσα, απλά, όπως θα το απολαύσετε κι εσείς όταν το διαβάσετε.
Τη δεύτερη φορά όμως τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Το διάβαζα έχοντας στο νου να γράψω τις σκέψεις μου για να σας τις παρουσιάσω σήμερα. Το εγχείρημα αυτό με έφερε μπροστά σε διάφορες δυσκολίες και ερωτήματα.
Κρατούσα μολύβι για να υπογραμμίζω τις λέξεις και προτάσεις που θεωρούσα σημαντικές και θα χρειαζόταν να αναδείξω προς υποστήριξη αυτών που θα έγραφα.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα υπογραμμισμένο βιβλίο σχεδόν από την αρχή ως το τέλος. Άντε τώρα μ’ αυτό να βγει άκρη και να συνταχθεί ένα σύντομο και συγκροτημένο κείμενο για την βραδιά της παρουσίασης.
Πρώτο σημείο λοιπόν: έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που βρίθει νοημάτων, μηνυμάτων και σκέψεων. Κι όταν ο αναγνώστης είναι ψυχολόγος, αντιλαμβάνεστε πως η αποστολή του ως παρουσιαστής του έργου περιπλέκεται ιδιαίτερα.
Άλλη δυσκολία μου ήταν ως προς την επιλογή του ύφους που θα διάλεγα.
Αποφάσισα να μην ασχοληθώ με την ψυχιατρική πλευρά της νουβέλας, αν και το κείμενο είναι ιδιαίτερα ερεθιστικό και σε παρασύρει σε ψυχιατρικά θέματα. Θέλησα όμως να ξεχάσω τις διαγνώσεις και τις τεχνικές ορολογίες και να το ακούσω ελεύθερα, χρησιμοποιώντας και το τρίτο αυτί, το ιδιαίτερο, το αυτί τού ψυχαναλυτή. Από αυτό, δυστυχώς, ό τι και να κάνω, δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεφύγω. Το τρίτο αυτί είναι κομμάτι μου, κι αυτό δεν είναι μυστικό, η Μαρία Παπαδημητρίου το ήξερε καλά όταν μου πρότεινε να παρουσιάσω το βιβλίο της. Άρα δεν θα την εκπλήξω με τις παρατηρήσεις μου.
Ήδη, στις πρώτες γραμμές της πρώτης σελίδας το "τρίτο αυτί" μου κουδούνισε:
Διαβάζουμε:
Μια ακατανίκητη δύναμη έφθανε στα χέρια της και τα έσπρωχνε επιτακτικά, να σπρώξουν κι εκείνα με τη σειρά τους στις ράγες του μετρό μια κυρία μεσόκοπη που το περίμενε φορτωμένη στην αποβάθρα.
Το οποιοδήποτε φυσιολογικό αυτί τι ακούει; πως η μεσόκοπη κυρία περίμενε το μετρό. Το τρίτο αυτί μου όμως άκουσε πως η κυρία περίμενε αυτό που θα συμβεί μην έχοντας φυσικά καμιά συνείδηση για το γεγονός που θα ακολουθούσε.
Αρχίζω την παρουσίαση του βιβλίου με αυτή την παρατήρηση διότι με ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Θεωρώ πως η συγγραφέας προδόθηκε από αυτή της την έκφραση, «που το περίμενε».
Η Μάγια επιτίθεται έτσι σε διάφορους αλλά και στον εαυτό της παρασυρμένη από την «ακατανίκητη δύναμη» των πρώτων γραμμών του κειμένου. Το ερώτημά μου είναι κατά πόσο τα θύματά της ακόμα και η ίδια, «περιμένουν» την επίθεση. Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως επιτίθεται έτσι, τυχαία, δίχως να νιώσει το κάλεσμα, την αναμονή μιας επίθεσης, μιας ανατροπής, μιας τρέλας που θα τους βγάλει απ’ τις γραμμές της κανονικής μα ίσως ανούσιας ζωής. Θα μου πείτε, μια ερμηνεία είναι αυτή. Ναι, μα αυτό ακριβώς κάνει η Μάγια: ερμηνεύει την ζωή των άλλων και την δική της, μέσα από τα γυαλιά των τραυμάτων της. Και επιτίθεται. Καταστροφικά και αυτοκαταστροφικά.
Επειδή όμως δεν είναι τρελή, και επειδή ξέρει τι κάνει και πώς το κάνει, αποφασίζει πως αυτά τα χέρια που σπέρνουν την καταστροφή δεν της ανήκουν! Αυτή η σκέψη της είναι και ο τίτλος του βιβλίου «Με τα χέρια ενός άλλου»
Αν έχω μια και μοναδική αμφισβήτηση είναι ακριβώς ο τίτλος. Ξέρει καλά και η συγγραφέας και η ίδια η Μάγια πως τα χέρια αυτά δεν είναι κανενός άλλου, μα είναι τα δικά της!
Στην καλύτερη περίπτωση είναι τα χέρια του άλλου που κρύβουμε μέσα μας. Μα που δεν παύει να είναι κι αυτός μέρος του εαυτού μας.
Ως το τέλος του βιβλίου περίμενα με αγωνία τη στιγμή αυτής της αναγνώρισης. Όμως μάταια. Ο τίτλος θα τιμήσει τον ρόλο του, όλα θα γίνουν με τα χέρια ενός άλλου, ο αναγνώστης ίσως και να πειστεί πως η Μάγια έχει χάσει τα λογικά της και τα χέρια της κινούνται με έξωθεν διαταγές, ακατανόητες από την λογική.
Να λοιπόν το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του βιβλίου. Μετατοπίζεται η λογική, ο αναγνώστης ψάχνει τον Άλλον ενώ ο άλλος είναι μπροστά του. Η συγγραφέας δίνει όλα τα στοιχεία, μα τα σερβίρει με τέτοια μαεστρία που σε παρασύρει σε λαθεμένα συμπεράσματα περί μαγείας και μαγικών.
Μάλιστα γράφει κάπου: «Μάγισσα την είπαν μόλις γεννήθηκε».
Αναρωτιέσαι: γεννήθηκε μάγισσα ή αποφάσισαν οι άλλοι να είναι μάγισσα;
Κεντρικό ερώτημα στο οποίο πήρα πολύ ικανοποιητική απάντηση με την συνέχεια της ανάγνωσης, παρά την ηθελημένη από την συγγραφέα μετατόπιση της λογικής που έλεγα πριν.
Γι’ αυτό λέω πως προδόθηκε στις πρώτες γραμμές. Δίχως να το θέλει, νομίζω, το είπε με την έκφραση «που το περίμενε φορτωμένη στην αποβάθρα».
Τώρα το «δίχως να το θέλει» που λέω, όπως όλοι ξέρουμε, σηκώνει αμφισβήτηση. Τις περισσότερες φορές ένα επιτυχημένο κείμενο γράφεται με πολλά «δίχως να τα θέλουμε». Είναι δουλειές του υποσυνείδητου, αλλά, είπαμε, δεν θα μιλήσω σήμερα με ψυχαναλυτική ορολογία.
Θα μιλήσω όμως για τον λόγο. Διότι αυτός, ο λόγος, είναι ο κορμός της ιστορίας.
Τα λόγια. Οι κουβέντες. Η παρουσία και η απουσία του λόγου.
Ό, τι δεν μπορεί να μιληθεί, να γίνει λόγος, γίνεται πράξη. Και συχνά γίνεται πράξη καταστροφική. Είτε με τα χέρια της Μάγιας είτε με τα χέρια ενός άλλου, αλλά ας μην ξαναγυρίσω σ’ αυτό.
Τα χέρια αναλαμβάνουν να μιλήσουν για τα ανείπωτα. Κι όταν τα ανείπωτα είναι τραυματικά η πράξη θα έχει καταστροφή.
Είναι θυμός ανεξέλεγκτος, ανεπεξέργαστος, τυφλός.
Στο σπίτι που μεγάλωσε η ηρωίδα η σιωπή ήταν κανόνας. Οι άνθρωποι, και ήταν πολλοί, δεν μιλούσαν με λόγια. Μιλούσαν με βλέμματα, με κινήσεις, με στάσεις του σώματος, με προσευχές και κραυγές. Ο λόγος ήταν απών.
Περιέργως το επάγγελμα της Μάγιας, είναι να ακούει τα λόγια των πελατών της. Τυχαίο μάλλον, ε;
Είναι, όπως έλεγα, γραμμένο από τη συγγραφέα δίχως να το θέλει, έτσι, τυχαία, η Μάγια ακούει…
Διαβάζουμε:
Η Μάγια δεν ήταν ψυχίατρος ούτε ψυχολόγος ούτε καν χαρτορίχτρα δεν ανήκε σε καμιά σέκτα ούτε παρίστανε τον γκουρού.
Αν μου ζητούσαν να αλλάξω τον τίτλο που αμφισβητώ (εντός εισαγωγικών) θα πρότεινα «Με τα χέρια του λόγου».
Αυτή είναι η δική μου μετάφραση του «Άλλου».
Ο λόγος που έπνιγε η Μάγισσα Μάγια. Κι ήταν λόγος μαζί και συναίσθημα. Έκφραση. Πόνος, λύπη, ντροπή, χαρά, αγάπη, λέξεις ανύπαρκτες σε μια ζωή. Καταχωνιασμένες βαθιά στα σκοτάδια της ψυχής. Μόνο τα χέρια έμεναν να αναλάβουν τη δουλειά. Να χαϊδέψουν, να αγγίξουν ερωτικά, έστω μέσα στην παράνομη αιμομικτική αναπόφευκτη έλξη. Κυρίως όμως να σφίξουν, να χτυπήσουν, να πονέσουν, να σκοτώσουν. Παράλυτος ο λόγος, ανύπαρκτος, ανήμπορος να αναχαιτίσει την ορμή του ανείπωτου τραύματος, της ανομολόγητης επιθυμίας.
Αντίθετα, οι ασθενείς της, συγνώμη, οι πελάτες της ήθελα να πω, εκείνοι μιλούν, εκφράζονται.
Αλλά ο λόγος των άλλων, των πελατών της, λόγος που ανεξήγητα έρχεται να την βρει, δεν καταφέρνει να επουλώσει τις ρωγμές. Δεν την αγγίζει.
Τα χέρια του λόγου των άλλων δεν την αγγίζουν. Τα χέρια του δικού της λόγου είναι προσωρινά παράλυτα. Μόνο όταν ξυπνάει μέσα της το θηρίο των ανέκφραστων συναισθημάτων, τότε τα χέρια της γίνονται χέρια καταστροφής.
Κλείνοντας θα πω μόνο μια λέξη για την εξαίρετη γραφή με τις περιγραφές για την ιστορία αυτής της γυναίκας, για τα παιδικά της χρόνια, την προσφυγιά, την σημερινή της πραγματικότητα, περιγραφές ζωντανές και καλογραμμένες που σε καθηλώνουν. Μόνο ένα μικρό παράδειγμα:
Η Μάγια, γύρω στα σαράντα, είχε ένα γεροδεμένο λεπτό κορμί και μόνο οι μηροί της ήταν κάπως πιο γεμάτοι από το υπόλοιπο σώμα της και όταν αντάμωναν πάνω, κοντά στο εφηβαίο έδιναν την εντύπωση ότι τίποτα δε χωράει να περάσει ανάμεσά τους.
Με τι κομψό τρόπο περιγράφει η συγγραφέας την μοναχικότητα της ψυχρής γυναίκας!
Δεν βρίσκετε;
Σας ευχαριστώ.
Γιάννης Βαϊτσαράς
ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου