Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Διαβάζοντας το βιβλίο του άλλου.
                                       


Καλησπέρα σας. 
Καλώς ήρθατε στην δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, σας ευχαριστώ που ανταποκριθήκατε στην πρόσκλησή μας για την ιδιαίτερη αυτή συνάντηση, που δεν μοιάζει πολύ με τις συνηθισμένες βιβλιοπαρουσιάσεις.

Θα το ξέρετε ίσως πως εμείς οι ψυχοθεραπευτές ασκούμε ένα επάγγελμα που δεν ευνοεί τις κοινωνικές σχέσεις. Είναι μοναχική δουλειά. Και θα έλεγα, πως, όσο με αφορά, πιστεύω πως αυτός είναι ο κύριος λόγος που με οδηγεί στην έκφραση μέσω της συγγραφής, και ιδιαίτερα της μυθοπλασίας.  Είναι ένα παράθυρο προς τον έξω κόσμο, προς τους γνωστούς και άγνωστους ανθρώπους, τους αναγνώστες μας, είναι ένας τρόπος για να εκφράσουμε τις αγωνίες, τις φαντασίες μας και τις επιθυμίες μας απωθημένες ή  συνειδητές. Αφού μέσα στην καθημερινότητα της δουλειάς μας, μέσα στους τοίχους των γραφείων μας, δεν μας επιτρέπεται κοινωνική συναναστροφή. Αν και ομολογώ πως είναι συχνό φαινόμενο να συλλαμβάνω τον εαυτό μου να επιθυμεί μια πιο προσωπική σχέση με κάποιους από τους ανθρώπους που με  εμπιστεύονται στην ψυχοθεραπεία. Επιθυμία και φαντασιώσεις που, εννοείται πως υφίστανται καταστολή. Κάπου λοιπόν θα πρέπει να διοχετευτούν όλα τούτα. Και η μυθοπλασία είναι πρόσφορο έδαφος.

Η συγγραφική δραστηριότητα όμως μου έφερε κι άλλα οφέλη. Όπως για παράδειγμα την γνωριμία μου με τον ψυχαναλυτικό θεραπευτή, συγγραφέα και ποιητή Τρύφωνα Ζαχαριάδη. Έχουμε την ίδια εκδοτική στέγη, τις εκδόσεις Αρμός, και η ευτυχής συνάντηση με τον Τρύφωνα είναι ένας επιπλέον λόγος που θέλω να ευχαριστήσω δημόσια τον εκδότη μας Γιώργο Χατζηιακώβου.

Αγαπητέ φίλε, Τρύφων, θέλω αρχικά να σε καλωσορίσω στην πόλη μας που ξέρω πως αγαπάς. Στη συνέχεια θέλω να σε ευχαριστήσω για την ιδέα που είχες να συνομιλήσουμε δημόσια για τα βιβλία μας, ιδέα που αποδείχτηκε εξαιρετική, αν κρίνω από την επιτυχία που είχε η πρώτη μας αντίστοιχη συνάντηση στην Αθήνα πριν από μερικούς μήνες.
Η «Μία και η Άλλη» μου, ηρωίδες από το μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε από τον Αρμό πριν από το δικό σου, έρχονται απόψε εδώ να συναντήσουν τη «Φωτεινή» σου και να μας δώσουν την ευκαιρία να ανταλλάξουμε τις σκέψεις μας.
Για τους φίλους που είναι μαζί μας σήμερα και μας ακούν θα γίνουμε ο Ένας και ο Άλλος που θα μιλήσουν για την εμπειρία τους με τις γυναίκες που τους συντρόφεψαν στην φαντασία τους τόσο καιρό, και, αν κρίνω από την περίπτωσή μου, μας συντροφεύουν ακόμα. Θα γίνουμε ο ένας και ο άλλος που θα προσπαθήσουν να ανασύρουν επίσης και κάποια από όσα κρύβονται πίσω από τις σελίδες των μυθιστορημάτων τους.
Αφήνω λοιπόν στα χέρια σου τις δικές μου, την Μια και την Άλλη, κι  αφού σε ακούσουμε, θα σου πω και εγώ μετά δυο λόγια, ως αναγνώστης αλλά και ως ψυχολόγος, για το δικό σου βιβλίο.




Κείμενο Τρύφων Ζαχαριάδης

«Η ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ» 

Βιώνουμε δικαιολογημένα τα τελευταία χρόνια, ότι μας αδικούν. Μας αδικεί το κράτος, μας αδικούν οι ξένοι, μας αδικεί ο συλλογικός μας περίγυρος και συχνά νοιώθουμε ότι αδικούμε εμείς τον εαυτό μας που επιτρέπουμε στους άλλους να μας φορούν το κοστούμι της αδικίας. Αν το περιβάλλον που ζούμε δεν εμπεριείχε τόσες αδικίες, ίσως η τέχνη και στην περίπτωση το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν θα είχε την ευχέρεια να μας συγκινεί και να μας παρηγορεί. Δεν θα είχε δηλαδή την δυνατότητα μέσα από το μύθο του, να προκαλεί, αυτό που δεν συμβαίνει στην καθημερινότητα της ζωής μας. Να δικαιώνει τις αναζητήσεις των ηρώων του, αλλά και τις ανάγκες των αναγνωστών, που σε αρκετά σημεία ταυτίζονται με τις ανάγκες των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος.
Ξεκινώντας λίγο αφοριστικά, θα υπενθυμίσω ότι διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, επαναφέρουμε μέσα μας χαμένα κομμάτια του εαυτού μας. Ερχόμαστε σε επαφή με κάτι που έχουμε νοιώσει κι εμείς αλλά δεν το έχουμε αναγνωρίσει ξεκάθαρα. Συναντάμε μακρινές συγγένειες από βολεμένες εκκρεμότητες της ζωής μας. Προσωπικά, επικοινώνησα με αρκετές μνήμες από την παρελθοντική διαδρομή μου, που ομολογώ κόντευα να τις ξεχάσω. Η επικοινωνία με ένα βιβλίο που μας συγκινεί μοιάζει διαδικασία συναισθηματικής ανασύστασης!



Για να μπορέσω να σας ταξιδέψω λίγο στο μυθιστόρημα του Γιάννη, θα δανειστώ μικρές αναφορές από το οπισθόφυλλο της έκδοσης, που προσδιορίζουν την ιστορία που ξεδιπλώνει ο συγγραφέας του.
«Δυο συνονόματες γυναίκες αποφασίζουν να συγκατοικήσουν. Αγοράζουν ένα διαμέρισμα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, πλάι στο γραφείο ενός υπερήλικα ψυχαναλυτή, και συνδέονται οι τρεις τους με στενή φιλία… Οι γιοί των γυναικών και η κόρη του ψυχαναλυτή εμπλέκονται σε σχέσεις περίπλοκες καθώς η συγκατοίκηση των μεγαλυτέρων γεννά και σ’ εκείνους πρωτόγνωρα και απρόσμενα συναισθήματα, με απρόβλεπτη εξέλιξη».
Λόγοι συμβολικής διάκρισης-και όχι μόνο-βαφτίζουν με παιγνιώδη διάθεση, Μία την πρώτη και Άλλη την δεύτερη. Θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα από τα ευρήματα του Γ.Β. για να βάλει από την πόρτα και όχι από το παράθυρο του μυθιστορήματος τον «σημαντικό άλλο» που πάντοτε είναι ο απέναντι. Αν γυρίσεις, λοιπόν, ανάποδα τα πρόσωπα λέγοντας την Μία, Άλλη και την Άλλη Μία, ίσως να μην υπάρξει τόσο έντονη διαφοροποίηση, επειδή δεν αλληλοσυμπληρώνονται μόνο, αλλά η Μία καθρεφτίζει την Άλλη και το ανάποδο. Ποιός είναι ο σημαντικός άλλος στη ζωή μας; Ο γονιός, ο φίλος, ο εραστής, ο δικός μας άνθρωπος. Αυτός, που επειδή τον αγαπάμε και τον νοιαζόμαστε, η προδοσία του ή η ματαίωση από την συμπεριφορά του, μας πονάει και μας τραυματίζει βαθειά..Στο μυθιστόρημα του Γ.Β. φωτίζεται η ουσιαστική φιλία. Κάπου είχα διαβάσει ότι οι φίλοι, είναι ο τρόπος του Θεού να ζητήσει συγγνώμη για τους συγγενείς που μας έδωσε. Οι δυο γυναίκες του μυθιστορήματος στην σύνδεσή τους, κάνουν αυτό που ο Αισχύλος αναφέρει: Τιμούν χωρίς φθόνο τον ευτυχισμένο φίλο τους! Εννοώ την φιλική τους σύνδεση. Για να είσαι ικανοποιημένος από τον άλλο χρειάζεται να του παραχωρήσεις την εμπιστοσύνη σου. Σε αυτή την σχέση της Μίας με την Άλλη και με κάπως διαφορετική υπόσταση στην σχέση με τον ψυχαναλυτή Ντυπόν, αποτυπώνεται ο σεβασμός, η διακριτικότητα της επικοινωνίας, η αλληλοαποδοχή της φιλίας, η στήριξη στον βηματισμό για το τέλος.  
Η Μία διευκολύνει την Άλλη  και το αντίστροφο, να κάνουν διάλογο με τα σκοτάδια του ψυχισμού τους. Με την είσοδο στη ζωή τους του Ντυπόν, προκαλούνται και στις ίδιες και στα παιδιά τους προσδοκίες από το χθες και το σήμερα. Έρχονται στην επιφάνεια επιθυμίες, θυμοί, ζήλιες, χαρές, αλλά και η διαπίστωση ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν ωριμότητα συναισθηματική είναι η αποδοχή ότι δεν είμαστε τέλειοι! Αν ωριμάσουμε μέσω του άλλου, μας διευκολύνει να αντέξουμε την εικόνα μας. Δηλαδή να αποδεχθούμε αυτό που εκπέμπουμε και να  δοκιμάσουμε να το βελτιώσουμε.
Ποιά είναι η Μία και ποια η Άλλη; Ποιά από τις βασικές ηρωίδες του βιβλίου του θα μιλήσει για τις παρεκκλίσεις του συναισθήματος και του σώματος; Και οι δύο, αλλά μόνο όταν καταφέρουν μέσα από τις βρεφικές ανάγκες της ενήλικης ζωής τους να αρθρώσουν το αίτημα  της ανάγκης του ΑΛΛΟΥ.
Το βρέφος όταν γεννιέται είναι ανήμπορο. Για να καλυφθούν οι ανάγκες του χρειάζεται την προσφορά του άλλου.(της μητέρας). Η παρουσία του άλλου ικανοποιεί τις ανάγκες του βρέφους και συνάμα οργανώνει στα συναισθήματά του την έννοια της ΑΓΑΠΗΣ. Όταν του καλύπτουν τις ανάγκες του το αγαπούν, όταν δεν ανταποκρίνονται τότε δεν το αγαπούν! Ο ρόλος του βρέφους και ο ρόλος της μητέρας εναλλάσσονται ανάμεσα στη Μια Και στην Άλλη. Εμπεριέχει κατά διαστήματα η μία την άλλη.
Το μυθιστόρημα του Γ.Β, δεν ξεδιπλώνει μόνο τις σχέσεις ή τα οικογενειακά μυστικά των ανθρώπων, προσφέρει απλόχερα πρόσβαση σε ένα τρόπο σκέψης όπου το μέγεθος του χρόνου και του χώρου γίνεται αντιληπτό κυρίως συναισθηματικά. Να υπενθυμίσω ότι οι σπουδές του συγγραφέα στην αρχιτεκτονική αυξάνουν και ευαισθητοποιούν την αίσθηση του χώρου. Από την άλλη η ψυχαναλυτική του γνώση μεγιστοποιεί την σχέση του με τον χρόνο.
Όπως μας είναι γνωστό, κάθε μορφή τέχνης, φυσικά και η λογοτεχνία, αποκαθιστά τις αδυναμίες της σκέψης μας. Δηλαδή αφού δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι είμαστε δέσμιοι του χρόνου, μας είναι απαραίτητες οι προειδοποιήσεις. Ο χρόνος χάνει μέρος της δύναμής του αν είμαστε προετοιμασμένοι. (Αν συγκατοικήσω εγώ με τον άλλο)! Αυτό κάνουν και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου : η Μία, η Άλλη και ο ψυχαναλυτής Ντυπόν, μπαίνουν και βγαίνουν συναισθηματικά στον χρόνο, χρησιμοποιώντας παλιά τερτίπια της συντροφικότητας και του αποχωρισμού.
«Η μοναξιά των γηρατειών είναι τρομαχτική και ασήκωτη. Αυτές οι δύο είχαν την τύχη, ή την εξυπνάδα, να ξεγελάσουν την πραγματικότητα. Η ιστορία τους είχε υπάρξει πλούσια, δημιουργική, ζεστή και ανθρώπινη, δεν ήθελαν να μην την συνεχίσουν με αντίστοιχες συνθήκες. Ο θάνατος τις άφησε χήρες, η ζωή απομάκρυνε τα παιδιά τους, τα γεράματα καραδοκούσαν ανελέητα. Έτσι σοφίστηκαν την συγκατοίκηση. Να βρουν ένα σπίτι για να απλώσουν την καθημερινότητα, το τώρα και το παρελθόν τους, για να χαρούν το αύριο. Δηλαδή την Δύση τους».(ΣΕΛ. 15).
Για τον συγγραφέα και τους ήρωες της μυθιστορίας του, δεν καταγράφεται απλά μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Απογυμνώνεται σταδιακά από την αφήγηση και τις εξελίξεις το  συστατικό στοιχείο της αποτύπωσης δύο αλληλοσυμπληρούμενων εκδοχών. Η ΜΙΑ  «προδίδει» τον ιδιωτικό βίο της ΑΛΛΗΣ. Τον μεταφέρουν αυτό τον βίο, φιλτραρισμένο από τα εντός τους συντελούμενα.
Η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα κουβαλάει την δύναμη του φωτισμού των τραυμάτων, η αφήγηση ωστόσο δεν βαραίνει τον αναγνώστη. Κυλάει. Κι  αυτό είναι η επιτυχία του.
Επεξεργάζεται, συνδέει τη Μία και την Άλλη και καταφέρνει να μεταφράσει την στοργή τους σε ερωτισμό για την ζωή τους που δύει. Το μυθιστορηματικό κείμενο  διαπνέει στα πρόσωπα και στον ψυχισμό τους, μια διακριτική θλίψη. Πολλές δυσφορικές καταστάσεις χειροτερεύουν επειδή νοιώθουν ότι τις υπομένουν μόνο εκείνες. Η κατεύθυνση του συγγραφέα, οδηγεί τα πρόσωπα να ανακαλύψουν την ψυχολογική διαδικασία της μεταμόρφωσης που μετατρέπει τις τραυματικές εμπειρίες τους σε μια ποιοτική ωριμότητα  και μια εκλεπτυσμένη αξιοπρέπεια.  Η Μία, η Άλλη και ο Ντυπόν στο μυθιστόρημα του Γ.Β. αποπνέουν μια «φιλική έκφραση» που ελπίζει ο καθένας μας να συναντήσει στο πρόσωπο κάποιου που χαίρεται απλά και ανεπιτήδευτα επειδή τον συνάντησε.
Συμμετέχουν σ’ αυτό το παιχνίδι και οι απόγονοί τους. Όπως στην περιορισμένης εμβέλειας σύναξη για τα γενέθλια της Άλλης.
«Η μεγάλη όμως έκπληξη του Αχιλλέασελ 55…..σελ 56… αποτέλεσμα των αντικατοπτρισμών..»
Οι ήρωές του λες και πρέπει να επαναλάβουν το στάδιο του καθρέπτη. Ανάμεσα στο είμαι και στο φαίνομαι να πραγματοποιηθεί η κατάκτηση της εξατομικευμένης ταυτότητας. Να καταλάβουν και το ποιο σημαντικό να αποδεχθούν Αυτό που είναι. Για να φτάσει κάποιος στην αντίληψη της συνολικής  εικόνας της ψυχοσωματικής ύπαρξής του   κάνει μια βόλτα από το πραγματικό, στο φαντασιωσικό και το συμβολικό.
Ας κάνουμε για λίγο εικόνα τους δύο καθρέφτες. Ο ένας απέναντι στον άλλον. Όταν σταθείς μπροστά στον ένα, σου παρουσιάζει την εμπρόσθια εικόνα του ειδώλου σου και ταυτόχρονα την πίσω πλευρά της φυσικής σου παρουσίας. Σαν να επιμένουν αυτά τα καθρεφτίσματα, να μην μείνει αθέατη καμιά πλευρά σου.
Να φανούν όλα! Και ποιοι το κάνουν ως δώρο; Τα παιδιά Της Mίας και της Άλλης. Συχνά λέω ότι ο ιδιωτικός βίος των γονιών μετουσιώνεται σε δημόσιο βίο των παιδιών. Τα κάνουν όλα παντιέρα. Τα φέρνουν όλα στην επιφάνεια! Και το πιο ενοχλητικό: φωτίζουν τις κρυφές πτυχές των γονιών τους. Τι βαφτίζουμε κρυφό; Σε αυτό ας απαντήσετε εσείς ως ακροατές αυτή την στιγμή και αργότερα ίσως ως αναγνώστες των βιβλίων που παρουσιάζονται σήμερα.
Το στιλ ενός μυθιστοριογράφου το επισημαίνεις υπενθυμίζοντας  τα στοιχεία όπου εστιάζει.
Αν δοκιμάσουμε να περιγράψουμε τις εμπειρίες μας, οι λέξεις μας εμφανίζονται ως αδέξιες. Ο Γ.Β. φαίνεται να γνωρίζει τι σκεφτόμαστε για κάτι και το σχηματοποιεί με τον γραπτό λόγο. Σχεδόν ξεκάθαρα μας το αποτυπώνει με τις κατάλληλες λέξεις. Πού εστιάζει δηλαδή εύστοχα; Στον αέναο αγώνα να ανακαλύψουμε και να αποκαλύψουμε την προσωπική ταυτότητα. Στον αγώνα της Μίας και της Άλλης ή των παιδιών τους που αν και έχουν διαφορετικά ονόματα θα μπορούσαν να είναι ο Ένας και ο Άλλος. Τι δοκιμάζει να πράξει η Μία και η Άλλη; Δοκιμάζουν να μην αφήσουν μετέωρο έναν εαυτό που για να πορευθεί στην δύση του, λιγότερο οδυνηρά, έχει ανάγκη την φροντίδα της αυτογνωσίας που συχνά εξελίσσεται στην πιο χρήσιμη αγάπη για τον εαυτό μας. Ο ψυχαναλυτής Ντυπόν γίνεται και για τις δύο το «όχημα» και ο «καθρέφτης» αυτής της αυτογνωσίας.
Η ερωτική επιθυμία και κατ’ επέκταση τα παιχνίδια της σεξουαλικότητας, δεν απουσιάζουν από την ιστορία του βιβλίου του. Ο Γ.Β. γνωρίζει καλά ότι όλοι θα θέλαμε να αποτελούν μια αληθινά ευχάριστη δραστηριότητα της ζωής μας. Σταδιακά  όμως γίνεται αντιληπτό ότι στην διάρκεια της σωματικής επικοινωνίας, δραστηριοποιούνται αμέτρητες εκφράσεις εξουσίας στο συναίσθημα. Οργισμένοι και πληγωμένοι, κάνουμε αγώνα να καταστρέψουμε την ζωή εκείνων που κάποτε υποστηρίζαμε ότι αγαπούσαμε.  
Όταν παρουσιάσαμε για πρώτη φορά στην Αθήνα τα δύο βιβλία, «Η Μία και η Άλλη» και το «Τι έγινε ρε Φωτεινή»  με απασχολούσε το τέλος της παρουσίασης. Εκείνη, λοιπόν την ημέρα, ήρθε στο νου μου ένα όνειρο, που είδα χαράματα πριν από την εκδήλωση. Είδα λοιπόν ότι βρισκόμουν σε μια αίθουσα κινηματογράφου όπου παρακολουθούσα μια ταινία. Έβλεπα τους τίτλους του τέλους κι ένοιωθα μια βαθειά ικανοποίηση επειδή στη λέξη τέλος είχαν καλύψει τα γράμματα ε και ο και δεν μπορούσες να το διαβάσεις αλλά το καταλάβαινες. Σκεφτόμουν στην διάρκεια του ονείρου, ότι πολύ ορθά είχαν επιλέξει αυτό τον τρόπο, επειδή πολλοί θεατές δεν άντεχαν να βλέπουν κάτι που τελειώνει.
Ανεξάρτητα από την έκφραση επιθυμίας μου στο όνειρο για το όποιο ΤΕΛΟΣ, γεννήθηκε στην σκέψη μου συνειρμικά, ότι αυτό  συνοδεύεται πάντα από απώλειες. Αποτελεί,  δηλαδή, το κοινό στοιχείο, αλλά και την διαφορά στα δύο μυθιστορήματα. 
Στο «Τι έγινε ρε Φωτεινή;» λειτουργούν οι απώλειες ως ιστός συνεκτικός της μυθιστορίας. Στους ήρωες του Γ.Β. ο φόβος της απώλειας οδηγεί  σταδιακά τους πρωταγωνιστές της ιστορίας του, να βρίσκουν ο ένας τον άλλον και σιγά-σιγά τον εαυτό τους.






Κείμενο Γιάννη Βαϊτσαρά

Τι έγινε ρε Φωτεινή;

Ευχαριστώ για τα λόγια σου, Τρύφων.
Έχει ενδιαφέρον το όνειρο για το οποίο μιλάς, με τη λέξη «τέλος» που δεν φαίνεται καθαρά
στην ταινία, αλλά και η ανάλυση που κάνεις συνδέοντας την λέξη αυτή με τη λέξη «απώλεια» που πράγματι είναι ο συνεκτικός ιστός τής ιστορίας που περιγράφεις στο βιβλίο σου, το «Τι έγινε ρε Φωτεινή;»
Μην ανησυχείς όμως για απόψε, δεν τελειώσαμε ακόμα.

Εγώ θα χρησιμοποιήσω τον τίτλο σου για να σε ρωτήσω: Τι έγινε ρε Τρύφων;
Πώς κι έτσι, άφησες την πολυθρόνα τού ψυχοθεραπευτή για να πιάσεις την πένα τού μυθιστοριογράφου; Ισχύει και για σένα αυτό που έλεγα πριν, στην εισαγωγή, πως ο κύριος λόγος που μας οδηγεί στην συγγραφή είναι η έκφραση μέσω της μυθοπλασίας; Ή μήπως κάνω λάθος και δεν άφησες ακριβώς την θέση σου, μα γράφεις αντλώντας την έμπνευση από την ψυχοθεραπευτική σου εμπειρία; Αν συμβαίνει αυτό, ομολογώ πως το κρύβεις αποτελεσματικά, ο αναγνώστης τού μυθιστορήματος «Τι έγινε ρε Φωτεινή;» παρασύρεται από την διήγηση και ξεχνάει εντελώς την επαγγελματική σου ιδιότητα.



Που λες, στη δουλειά μας, και φαντάζομαι πως θα συμφωνήσεις και συ, Τρύφων, όχι μόνο δεν μας επιτρέπονται οι κοινωνικές σχέσεις αλλά και δεν είναι σπάνιο να χρειάζεται να υποδυόμαστε τον πεθαμένο. Μου συμβαίνει συχνά. Να κάνω πως δεν υπάρχω, ίσα ίσα να αναπνέω. Για να αφήσω χώρο να μιλήσει ο άνθρωπος που έχει αυτή ακριβώς την ανάγκη. Να μιλήσει! διότι ξέρουμε πια καλά πως στη ζωή εμφανίζεται συχνά η ανάγκη αυτή στον καθένα μας. Γιατί άραγε;
Μου απαντάς μέσα στο βιβλίο σου, με μια σκέψη της Φωτεινής, μου το λες, γιατί ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να μιλήσει.
Όπως γράφεις  στη σελ. 129: Για να πετάξει έξω τη σαβούρα που κρατάει φυλακισμένη…, όταν έχεις κάτι κρυμμένο, χρειάζεσαι ένα δεσμοφύλακα να το κρατάει στο σκοτάδι.

Διηγείσαι λοιπόν, ένα περιστατικό όπου η Φωτεινή πάει στον τάφο των γονιών και της γιαγιάς της για να μιλήσει, και διαβάζοντάς το, ταυτίστηκα με τους νεκρούς προγόνους μέσα στον τάφο, η παρομοίωση της σκηνής με ψυχαναλυτική συνεδρία όπου ο αναλυτής κάνει τον πεθαμένο, είναι αναπόφευκτη:

Αρχίζει διστακτικά να μιλάει στους πεθαμένους γονείς:.
-       Δεν θέλω να στενοχωρηθείτε με αυτά που θα σας πω… Ένα πρωινό στο χωριό πριν 21 χρόνια, άρχισε μια ιστορία. Θυμάστε το γείτονα, το κυρ Ανέστη τον θυμάστε έτσι; Μου είπε λοιπόν εκείνο το πρωινό να πάω να δω τα γατάκια που γέννησε η χοντρή η καφετιά, που της είχανε βγάλει το ένα μάτι. Για τη γάτα του λέω…
Ακολουθεί μια εκμυστήρευση-χείμαρρος, που, όσο εξασκημένη και να είναι η ψυχαναλυτική μου επιπλέουσα προσοχή, ομολογώ πως παρασύρθηκα, πως συγκινήθηκα.

Στέκομαι σ’ αυτό τον μονόλογο, διότι κρύβει όλη την τραυματική εμπειρία αυτής της γυναίκας. Μια ιστορία που διαδραματίστηκε στα παιδικά-εφηβικά της χρόνια αλλά που την τραυμάτισε ως το τέλος της διπλής ζωής της. Και που είναι το κλειδί της κατανόησης τής υπόθεσης.

Η Φωτεινή γεννήθηκε σε μια φτωχική οικογένεια, στο χωριό, με γονείς ξεριζωμένους από τον τόπο τους το 22. Ήταν η δίδυμη αδελφή της Αγγελικής. Ίδιες,  ολόιδιες. Στην εμφάνιση. Με πολύ διαφορετική συμπεριφορά όμως και φαινομενικά εντελώς ανόμοια ψυχοσύνθεση.
Μελετώντας την ιστορία αυτή, συχνά εμφανίστηκαν στο μυαλό μου τα ερωτηματικά που αφορούν τους διδύμους.

Ποιες απροσδιόριστες δυνάμεις ώθησαν τις δυο αδερφές σε τόσο διαφορετικούς δρόμους στην περιπέτεια της ζωής; Ποια υπόγεια μονοπάτια τις οδήγησαν στην υποσυνείδητη προσπάθεια να διαχωριστούν, να πάρουν εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις, χωρίς όμως ποτέ να επιτύχουν να χωριστούν πραγματικά;

Η Αγγελική και η Φωτεινή του βιβλίου σου, είναι δίδυμες τριανταπεντάχρονες, η πρώτη πόρνη και η δεύτερη θρησκευόμενη νοικοκυρά. Η πρώτη είχε πρώτη δραματικό τέλος.

Για την Αγγελική, θα μάθουμε λίγα πράγματα, εκτός από το δραματικό τέλος της,. Μάλιστα έκανες την «πονηριά» που τη συνδέω τώρα με το όνειρο που έλεγες πριν με το τέλος της ταινίας: Αρχίζεις το μυθιστόρημα με αυτό ακριβώς το τραγικό γεγονός του τέλους της ζωής της Αγγελικής.
Πετυχημένη συγγραφική κίνηση!
Στις πρώτες σελίδες, ρίχνεις τη βόμβα, αρπάζεις το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς περιγράφεις τολμηρά τις πιπεράτες λεπτομέρειες του βιασμού και τελικά του φόνου της Αγγελικής, μέσα στο τρένο. Μέσα στον έρημο συρμό Θεσσαλονίκη-Αθήνα, όπου κυκλοφορούν λιγοστοί νταβραντισμένοι φαντάροι, (οι πελάτες της), κι ο μιλημένος υπάλληλος του τρένου. Μέσα στην μυστηριακή κι ανησυχητικά ερεθιστική νυχτερινή ατμόσφαιρα, όπου εξαφανίζονται όλοι, τη στιγμή του «απολαυστικού φόνου», όπως θα έλεγε κι ο Ερνέστ Μαντέλ, στην κοινωνική ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος.
Από κει και μετά, δυσκολεύτηκα να αφήσω το βιβλίο.

Από τον φόνο ως τη στιγμή που η αδερφή της η Φωτεινή θα μάθει τον θάνατο και την κρυφή ζωή της Αγγελικής, μεσολαβούν 27 ολόκληρες σελίδες. Ο αναγνώστης αδημονεί, καίγεται να μάθει τη συνέχεια. Όμως, υπομονετικά σε ακολουθεί να τον περιδιαβαίνεις με μαεστρία στις σκέψεις και στην καθημερινότητα της δίδυμης αδερφής, της Φωτεινής. Στις αναμνήσεις και στις συνήθειές της. Την περιγράφεις μέσα απ’ τους ελεύθερους συνειρμούς της με τόση γλαφυρότητα και χάρη που, να σου πω, έπιασα τον εαυτό μου να εύχομαι να παραταθεί η περιπλάνηση στην διήγηση, αν οι 27 σελίδες ήταν περισσότερες, δε θα με χαλούσε.
Μη μου πεις πως δεν χρησιμοποίησες την ψυχαναλυτική μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού, δεν θα σε πιστέψω.
Προδίδεσαι από τις προτάσεις που χρησιμοποιεί η ηρωίδα σου. Θες παραδείγματα;

Γέλασε για το πώς πήδαγε το μυαλό της από το ένα θέμα στο άλλο.
Τώρα που τα λέει αυτά, παραλίγο να ξεχάσει μιαν άλλη ιστορία.
Έπειτα, είχε τόσους δικούς της στον επάνω κόσμο... Τώρα που είπε απάνω κόσμο θυμήθηκε που της άρεσε…

Στην ψυχανάλυση, ο ελεύθερος συνειρμός είναι το όχημα που οδηγεί τον αναλυόμενο στην εμφάνιση του μίτου της σκέψης του, στην ανάδυση του υποσυνείδητου.
Στο βιβλίο σου, οι ελεύθεροι συνειρμοί της ηρωίδας σου είναι το όχημα που μας ξεναγεί στην ιστορία και την προσωπικότητα, στον ψυχισμό της. Κι αυτό ξέρεις να το περιγράφεις πειστικά και γενναιόδωρα. 
Με την περιήγηση στον σκοτεινό και τον φωτεινό κόσμο της Φωτεινής και τής Ελλάδας του 60, σχεδόν ξεχνάμε τα τραγικά γεγονότα της αρχής του μυθιστορήματος.
Όμως, επειδή σέβεσαι τον αναγνώστη σου, αφού τον στροβίλισες με νοσταλγία και τρυφερές λεπτομέρειες, τον επαναφέρεις στην πραγματικότητα του σήμερα.

Μετά τον θάνατό της η Αγγελική θα συνεχίσει να είναι συμπρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα αλλά μέσα από τις διηγήσεις και τις εμπειρίες τής αδερφής της, τής Φωτεινής. Τις κάποιες πληροφορίες για την πολυτάραχη και σύντομη ζωή τής Αγγελικής τις περιγράφεις με τα λεγόμενα, τις αναμνήσεις και τις σκέψεις τής Φωτεινής. Μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του μονόλογου. Αυτό που μένει πάντως σαν γεύση είναι ο άρρηκτος δεσμός αίματος που τις συνδέει, διπλός δεσμός, ομοζυγωτικός. 

Η Φωτεινή είναι άνθρωπος της προηγούμενης γενιάς από μένα αλλά πολλές από τις εμπειρίες της  μου μίλησαν, ταίριαξαν με δικές μου αναμνήσεις και αναφορές. Όταν, ας πούμε, περιέγραφε την γειτονιά που έζησε, τις συνήθειες, το Ρομάντζο όπου διάβαζε ερμηνείες των ονείρων της, τα μαγαζιά όπου πήγαινε, το γαλατάδικο της ΕΒΓΑ με το τηλέφωνο της περιοχής. Τις θυμάμαι κι εγώ, τις ραδιοφωνικές εκπομπές, την «Πικρή – μικρή μου αγάπη», τις διαφημίσεις του ρολ και του κλιν, που άκουγε στο ραδιόφωνο BRAUN. Μεγάλο, με σκούρο ξύλο, που γυάλιζε κι έπιανε μέχρι Αίγυπτο, όπως λες.  Αναμνήσεις ζωντανές από την παιδική μου ηλικία, την δεκαετία του 60.

Είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα. Το διάβασα πάλι, αυτή τη φορά όχι σαν ψυχοθεραπευτής, αλλά σαν αναγνώστης. Ξέρουμε πια πως κατά την ανάγνωση ενός κειμένου, ο καθένας διαβάζει το δικό του βιβλίο και, ανάλογα με αυτά που έχει μέσα του, βρίσκει και παίρνει από το έργο ό,τι ο ίδιος χρειάζεται, συν-δημιουργώντας με τον συγγραφέα.

Μίλησες προηγουμένως για τους καθρέφτες.
Επαναλαμβάνω τα λόγια σου:
Ο ένας απέναντι στον άλλον. Όταν σταθείς μπροστά στον ένα, σου παρουσιάζει την εμπρόσθια εικόνα του ειδώλου σου και ταυτόχρονα την πίσω πλευρά της φυσικής σου παρουσίας.
Σκέφτομαι: Μπορεί μια θεοσεβούμενη νοικοκυρά να κοιτάζεται στον καθρέφτη και να βλέπει το πρόσωπο μιας πόρνης με τα ίδια χαρακτηριστικά;
Ε λοιπόν, στο δικό σου σύμπαν, στον κόσμο της φαντασίας του συγγραφέα Τρύφωνα Ζαχαριάδη μπορεί.
Το λες, με άλλα λόγια, στη σελ. 78, μέσα στο νεκροτομείο:

Παρά το διαφορετικό χτένισμα και το έντονο κραγιόν στα χείλη, που είχε πασαλειφτεί γύρω από το στόμα της Αγγελικής, παρά τα μελανιασμένα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της, το ξεραμένο αίμα και τα μεγάλα σημάδια στο λαιμό, η Φωτεινή ήταν σα να έβλεπε πεθαμένο το δικό της πρόσωπο, τον εαυτό της.

Η πορεία των δυο γυναικών μοιάζει παράλληλη και κυκλική, τόσο, που από απόσταση, δεν
διακρίνεις τη διαφορά. Σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης  που μπλέκει το πρόσωπο με το είδωλό του, σαν το ριζικό των διδύμων. (κι αυτό μας παραπέμπει στα όσα έλεγες πριν για τους καθρέφτες).
Δεν θα πω στους ακροατές μας σήμερα περισσότερα για το τέλος του μυθιστορήματος. Θα πω μόνο όμως, ότι όπως στις πρώτες σελίδες, έτσι και στις τελευταίες, εμφανίζεται απογυμνωμένη από φτιασίδια και μπιχλιμπίδια η ανθρώπινη υπόσταση: ο έρωτας με τον θάνατο βγάζουν τα μαχαίρια δίχως αναστολές, δίχως δεύτερες σκέψεις. Κυνικά, υποχθόνια, το αρχέγονο τυφλό πάθος θα επιβάλει την ακατέργαστη παρουσία του.

Η ψυχανάλυση λάμπει δια της απουσίας της στο βιβλίο σου. Ίσως, θα μου πεις, γιατί όπως λέγαμε πριν ο αναγνώστης, δηλαδή εγώ, διαβάζει το δημιούργημα με τον δικό του, προσωπικό τρόπο.

Εγώ όμως βρίσκω πως το μυθιστόρημα αυτό είναι η χαρά του ψυχοθεραπευτή.
Να, για παράδειγμα αναφέρεσαι, δήθεν τυχαία, στη διήγηση ενός ονείρου, ενός ερωτικού ονείρου της Φωτεινής! Συγνώμη, αλλά σε ποιον δε θυμίζει ψυχαναλυτική κατάσταση;

Είδε ότι βρισκόταν στην μικρή αποθήκη της αυλής ξαπλωμένη στο ντιβάνι με το σομιέ.
Την φίλαγε αυτός ο ξένος στο λαιμό και στην κοιλιά και ένιωθε ένα γλυκό μούδιασμα από την μια, και από την άλλη ίδρωνε και έτρεμε σαν να την απειλούσε κάτι. Το σίγουρο είναι ότι ξύπνησε ταραγμένη, ακριβώς την ώρα που ένιωσε ευχαρίστηση ανάμεσα στα πόδια της.
Και, πιο κάτω, αναρωτιέται κάθιδρη η Φωτεινή:
Πώς να διώξει κάποιος τους πειρασμούς όταν κοιμάται; Σε καλό να μου βγει!.

Ή πάλι, κάποια από τα λόγια τής Φωτεινής δεν είναι πολύτιμο καμπανάκι και μάθημα για όλους μας, για τον κάθε γονιό, τον κάθε άνθρωπο που αγαπάει τον διπλανό του;
Όταν χτίζεις τις μέρες σου με μυστικά, οι αλήθειες σε μαραζώνουν. Κανείς σας δεν πόνεσε, γαμώτο μου, με τον δικό μου πόνο. Φύγατε όλοι από τη ζωή, χωρίς ν’ ακούσετε κάτι που θα σας ανησυχήσει, κάτι που να σας κάνει να πείτε: Αυτό το παιδί βασανίζεται από τίποτα; Χαμπάρι όλοι σας!

Ήδη, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου σου, είχε φανεί πως οι αναγνώστες αγαπήσαμε ιδιαίτερα τις σελίδες με τις λεπτομέρειες της κηδείας της Αγγελικής.
Εκεί, λοιπόν, έχουμε μια εξαιρετική σκηνή: Ανάμεσα σε αρχιμανδρίτες και παπάδες, δεκάξι τον αριθμό, δίπλα στα άπειρα στεφάνια, άλλα κανονικά κι άλλα δήθεν, που τάχα έστειλαν διάφοροι επώνυμοι σαν τη Μάγια Μελάγια, τη Μάρθα Βούρτση ή τον Ηλία Τσιριμώκο, εκεί μέσα στο πλήθος ακούγεται το εξής:
-Τι σου είναι ο άνθρωπος;
Τότε,
Ο άντρας της κυρά Άννας από την Έβγα τους όρμησε, μια και τους γνώριζε, σαν του πάτησαν δικό του κάλο.
-Τι να είναι, ρε μαλάκες, ο άνθρωπος, ό,τι κι εσείς! Ένας χαζός, που ασχολείται με το πώς τον βλέπετε, πώς θα θέλατε να είναι και δε βάζει μπροστά να γίνει αυτό που θέλει αυτός. Ζούμε μια ολόκληρη ζωή για τους άλλους και όχι για τον εαυτό μας.

Με έξυπνο τρόπο, περνάς το ψυχοθεραπευτικό μήνυμα μέσα από το μυθιστόρημα.
Ζούμε μια ολόκληρη ζωή για τους άλλους και όχι για τον εαυτό μας.
Ο ψυχοθεραπευτής Ζαχαριάδης λοιπόν, εμφανίστηκες εδώ ως μυθιστοριογράφος. Μετέτρεψες τον λόγο, αφηγήθηκες μια ιστορία. Και μπορεί να βρίσκει κανείς κρυμμένα μέσα της όλα τα βασικά ψυχαναλυτικά στερεότυπα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, την δύναμη της ερωτικής ενόρμησης, το βασανιστικό υπερεγώ με τα πρέπει και τις αναστολές του, τις συγκρούσεις του έρωτα με τον θάνατο, και κυρίως, το μαρτύριο των ενοχών και την ψυχοπαθολογία του τραύματος…
Όλα όμως είναι δοσμένα δίχως ίχνος θεωρίας, με μυθοπλαστική σοφία, με πλοκή και περιγραφές που ψυχαγωγούν και διασκεδάζουν.

Σου είπα, αγαπητέ Τρύφων, μερικές μόνον σκέψεις μου για το βιβλίο σου. Κλείνοντας, θα  περιοριστώ, στο θέμα του θυμού που υποβόσκει σ’ όλο το μυθιστόρημα.
Τον θυμό του αναγνώστη σου, για τη μοίρα της Φωτεινής και για τη μοίρα της χώρας που ζει, αυτόν τον θυμό ξέρεις να τον γαληνεύεις. Με τις τρυφερές περιγραφές ακόμα και στις σκληρότερες στιγμές του βιβλίου, με τις σοκολάτες που βάζεις σε χέρια συμπονετικά, με όμορφες ερωτικές σκηνές για πονεμένα σώματα, με φαντασίες και όνειρα, με «μάγισσες που φέρνουν βότανα»…
Μα, με το θυμό της Φωτεινής σου, μ’ αυτόν …τι έγινε;
Δεν θα το πούμε εδώ τώρα. Ας αφήσω αυτή τη χαρά στους αναγνώστες σου να το ανακαλύψουν.
Διότι είναι απ’ τα δυνατότερα κομμάτια του βιβλίου, αυτό μπορώ να το πω. Όπου η Φωτεινή βουτάει στην ζωή της Αγγελικής και στη συνέχεια με μια εκπληκτικής φαντασίας κίνηση εκδικείται τον θάνατο της δίδυμης αδερφής της.
Όσο  προετοίμαζα την κοινή παρουσίαση των βιβλίων μας, ήρθε στο νου μου μια ιδέα. Ίσως αν το είχαμε σκεφτεί νωρίτερα να βάζαμε στα δυο μας βιβλία τον ίδιο τίτλο, μιας και θα ήταν ταιριαστό στο περιεχόμενο, σαν συγγραφική άσκηση ύφους…
Η Αγγελική και η Φωτεινή, η Μία και η Άλλη…
Ρίχνω την ιδέα, ίσως μια άλλη φορά να το επιχειρήσουμε, τι λες;
Έτσι δεν θα πέσει στην οθόνη της συνεργασίας μας η λέξη τέλος.




 Κείμενο Γ. Βαϊτσαρά για το βιβλίο του "Η Μία και η Άλλη"



Αγαπητέ Τρύφων, υπάρχει μια αδικία εδώ. Οι περισσότεροι ακροατές φίλοι μόλις σήμερα ανακαλύπτουν το δικό σου βιβλίο, για πρώτη φορά τώρα συναντούν την Φωτεινή και την Αγγελική σου. Αντίθετα η Μία, η Άλλη με την παρέα τους είναι περισσότερο γνωστές καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζουμε το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη.   

Σε ευχαριστώ που εκτίμησες το βιβλίο μου.
Το ξέρεις και συ πως δεν είναι λίγες οι στιγμές που αμφισβητούμε την ποιότητα των γραπτών μας, το περιεχόμενο, το ύφος, τη δυνατότητά μας τέλος πάντων να εκφραζόμαστε με γραπτό λόγο στα βαθιά νερά της συγγραφής και της έκδοσης, (να τολμήσω τη λέξη;) της λογοτεχνίας.

Με στοιχειώνουν τα λόγια του συστημικού ψυχοθερπευτή Γιάκομπ Σνάηντερ, που είναι επίσης συγγραφέας. Σε ένα μακροσκελές άρθρο του λοιπόν, ο Σνάηντερ μιλάει για τη μοιραία σχέση που συνδέει την ψυχανάλυση με τη συγγραφή λέγοντας πως η σχέση αυτή δεν δίνει παρά τερατουργήματα και αποτυχίες, και αναρωτιέται γιατί οι ψυχαναλυτές να είναι τόσο κακοί συγγραφείς.
Είναι μια μεγάλη συζήτηση, και σίγουρα δεν είναι καθόλου κατάλληλη η στιγμή να ασχοληθούμε με το θέμα. Καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε δυο έργα ψυχοθεραπευτών που σίγουρα διακατέχονται, όπως κάθε ψυχαναλυτής και κάθε συγγραφέας, από την ίδια εμμονή με τις φαντασίες και τις λέξεις, που κατακλύζονται από την ίδια επιθυμία της συγγραφής, και, θα πρόσθετα, επίσης της δημοσίευσης.

Στην πρώτη παρουσίαση του «Η Μία και η Άλλη» η κριτικός τέχνης Καίτη Στεφανάκη είπε πως  «Μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Ίταλο Καλβίνο αλλά και ο Μπέρτολντ Μπρεχτ τονίζουν το εξής: Ένας συγγραφέας έχει ηθική υποχρέωση να διασκεδάσει τον αναγνώστη. Η διασκέδαση είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Η απόλαυση πρέπει να είναι το δώρο του συγγραφέα στον αναγνώστη που αγόρασε το βιβλίο του και επένδυσε τον χρόνο του στην ανάγνωση τόσων σελίδων: Πρέπει να ανταμειφθεί.»

Το να εκφράζεις καλή ή κακή κριτική για ένα βιβλίο είναι πράγματι υποκειμενική και σχετική υπόθεση. Αυτήν, την δική μου υποκειμενική άποψη, εκφράζω κι εγώ για το μυθιστόρημα του Ζαχαριάδη, σύμφωνοι!
Ας μιλήσω λοιπόν τώρα για το δικό μου βιβλίο, την ευχαρίστηση και τις δυσκολίες, τις αμφιβολίες  που μου προκάλεσε.

Το βιβλίο αυτό, η Μία και η Άλλη, γράφτηκε σε ένα διάστημα περίπου ενός χρόνου. Ήταν μια εποχή πολύ πλούσια σε συναισθήματα και φαντασία, με μνήμες από το παρελθόν που ζωντάνευαν και έπαιρναν θέση στο κείμενο καθώς ξετυλιγόταν η ιστορία που έπλαθα. Ήταν εποχή επίσης υποβόσκουσας αγωνίας για το αποτέλεσμα, για την ψυχαγωγία και απόλαυση του μελλοντικού υποτιθέμενου αναγνώστη.

Η αρχική ιδέα ήταν να μιλήσω να μιλήσω για το θέμα της φιλίας,  κάτι που από τα πολύ νεανικά μου χρόνια με απασχόλησε σοβαρά. Θέλησα να αναδείξω τους συναισθηματικούς δεσμούς που χτίζονται έξω από το οικογενειακό περιβάλλον. Προσπάθησα να πω πως οι ισχυροί ψυχικοί δεσμοί δεν είναι απαραίτητα  αυτοί που αναπτύσσονται μέσα στην οικογένεια. Ανάμεσα σε συγγενείς, όπου η έννοια της αμφιθυμίας βρίσκει πολύ πρόσφορο έδαφος για να επικρατήσει. Και όπως ξέρουμε η αμφιθυμία, δηλαδή τα συναισθήματα αγάπης και μίσους συγχρόνως, είναι έμφυτη στην ανθρώπινη ψυχή και εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους, πολλές φορές ιδιαίτερα επώδυνους, με συμπεριφορές σκληρές ή βάναυσες.
Οι δεσμοί αίματος είναι πολύτιμοι όταν δεν γίνονται δεσμά στην ψυχή του ανθρώπου.

Μια σπουδή για τη φιλία και τον έρωτα. Έτσι ονόμασε ο Ντυπόν το έργο του. Ναι, διότι, όποιος μιλάει για δεσμούς αίματος, δεν γίνεται να μην αναφερθεί επίσης στους άλλους θεμελιώδεις δεσμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, τους φιλικούς και τους ερωτικούς δεσμούς. Θα έλεγα μάλιστα πως υπάρχει μια άμεση σχέση, μια εξάρτηση ανάμεσα στα δυο αυτά είδη ψυχικών δεσμών καθώς, όταν οι οικογενειακοί δεσμοί εξελίσσονται σε δεσμά, οι αυθεντικές φιλίες και οι πραγματικοί, οι ανθεκτικοί έρωτες είναι ανέφικτοι.
Εσύ, ο ψυχοθεραπευτής Τρύφων Ζαχαριάδης παρουσιάζεις εξαιρετικά το θέμα στο βιβλίο σου «Συντροφικότητα, Αποχωρισμός».
Ο άνθρωπος, από τα πρώτα χρόνια της ζωής, χρειάζεται τη σταθερότητα του οικογενειακού δεσμού για να καταφέρει να απελευθερωθεί και να αναπτύξει τις απαραίτητες, ζωογόνες σχέσεις εκτός οικογένειας. Χρειάζεται γερά θεμέλια, (που η ψυχανάλυση ονομάζει ναρκισσιστικά θεμέλια), και αυτά χτίζονται με τον δυνατό δεσμό που αναπτύσσει το παιδί με τους γονείς ή με τα πρόσωπα που το περιβάλλουν και το φροντίζουν. Αυτά ακριβώς τα γερά θεμέλια θα του επιτρέψουν να συνδεθεί με άλλους σε ουσιαστικές σχέσεις με τον Άλλον.
Συγχρόνως η αμφιθυμία (αγάπη που συνυπάρχει υποσυνείδητα με έχθρα) και η πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων δημιουργεί συχνά εμπόδια και αγκυλώσεις ώστε να είναι σχεδόν αδύνατη η απαγκίστρωση του παιδιού από τα δεσμά των δεσμών αίματος, με όλες τις ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν.

Μα όπως πάντα μου συμβαίνει όταν γράφω, από το έργο δεν μπορούσαν να απουσιάζουν οι αγωνίες και τα άγχη της δουλειάς του ψυχαναλυτή. Οι σχέσεις του με τους αναλυόμενούς του, η επίδραση που έχουν στην προσωπική και συναισθηματική του ζωή αυτά που ακούει από το ντιβάνι.  Όπως φαντάζομαι πως όλοι οι συνάδελφοι ανησυχούν και αναρωτιούνται για την επίδραση της άσκησης του επαγγέλματος στις προσωπικές τους στιγμές.
Ναι, είναι μια εκμυστήρευση μεταμφιεσμένη. Μία σύνθεση όπου βρίσκουν θέση σκέψεις, αγωνίες και συναισθήματα μέσα σε μια ιστορία που φαινομενικά είναι εντελώς διαφορετική από την πραγματικότητα τού συγγραφέα.

Οι δύο συνονόματες κυρίες του βιβλίου, η Μία και η Άλλη, δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα. Όμως δεν μπορώ να κρύψω από τους ανθρώπους που με γνωρίζουν προσωπικά πως όταν έχτιζα με λέξεις τις δύο ηρωίδες είχα στο νου μου ένα γνωστό μου παρόμοιο δίδυμο.

Το ίδιο ισχύει και για τους τόπους που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Ας πούμε, το χωριό που είναι το σκηνικό για ένα μέρος του μυθιστορήματος, η Πρόπαν!
Δεν ήταν το χωριό μου. Δεν ήταν ο τόπος των καλοκαιριών μου. Ήταν όμως ο εύκολος προορισμός της οικογένειας για επίσκεψη στους συγγενείς που είχαμε εκεί
Οι αναμνήσεις μου από την Πρόπαν, από κάθε καλντερίμι, από κάθε σπίτι ή ερείπιο, από κάθε γωνιά του χωριού, φέρουν πάνω τους την πατίνα του χρόνου, των πολλών χρόνων.
Είναι εικόνες ασπρόμαυρες, με λύχνους και λαμπογυάλια στις αυλές, μοσχοβολιές από τσουκάλια που σιγοβράζουν στα παράσπιτα, μυρωδιά καμένου ξύλου.

Αυτό το χωριό επέλεξα για καταγωγή του ψυχαναλυτή Αναστάσιου Ντυπόν.  Ο οποίος, δείτε σύμπτωση, είναι και συγγραφέας. Το «διπλό». Μια έννοια που διασχίζει το βιβλίο μου, όπως άλλωστε και το δικό σου.

Σε ένα σημείο του βιβλίου ο γηραιός Αναστάσιος Ντυπόν απευθύνεται στους θεατές τού έργου του, διηγούμενος μία ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια όταν στον μπακάλη ψώνιζε βερεσέ και εκείνος σημείωνε τα χρέη σε ένα μικρό τεφτέρι. Αισθάνομαι πως θα μπορούσα αυτούσιο να σας το απευθύνω τώρα κι εγώ, σε σας, τους αναγνώστες μου.
Λέει ο Αναστάσιος μιλώντας στους θεατές του:
Σας παρακαλώ να δείτε το έργο μου σαν το χάρτινο τεφτέρι, όπου προσπάθησα να καταγράψω ένα μικρό κομμάτι των δοσοληψιών της ζωής, να δώσω μοναχά μια μερική και προσωπική άποψη στα χρέη και τις αποπληρωμές των ανθρώπων. Δείτε το έτσι, σαν το παιχνιδιάρικο τεφτεράκι πρόχειρων λογαριασμών ενός παιδιού, κι όχι σαν τα βαριά και σοβαρά χρέη των μεγάλων. Γιατί, εκείνα, τα ζείτε καθημερινά στο μεγάλο βιβλίο των συναλλαγών της ζωής σας.

Ξέρω, πως, εκτός από σένα, το βιβλίο αυτό αγαπήθηκε κι από κάποιους άλλους που το διάβασαν. Όπως από τους δυο φίλους που μίλησαν για την «Μία και την Άλλη» στην πρώτη παρουσίασή τους, την Καίτη Στεφανάκη και τον Αποστόλη Βερβερίδη. Άκουσα λόγια που με συγκίνησαν και που ενισχύουν την αγάπη μου για την γραπτή έκφραση,  με την ελπίδα πως βοηθώ τον εαυτό μου και τους αναγνώστες να ανοίξουν κάποια παράθυρα σκέψης.
Τα ενθαρρυντικά λόγια σας με βοηθούν να ξεχνάω τις απόψεις του Σνάηντερ περί τερατουργημάτων και αποτυχιών των ψυχαναλυτών-συγγραφέων. Οι δικές σας αναλύσεις με παροτρύνουν να συνεχίσω να γράφω τις μυθοπλασίες μου. Πάντα στην υπηρεσία της ψυχανάλυσης που είναι ο οδηγός και ο πυλώνας της πνευματικής και όχι μόνον ζωής μου.

Αυτή τη συνέχεια στο συγγραφικό έργο σου, εύχομαι επίσης και σε σένα, φίλε Τρύφωνα Ζαχαριάδη.
Σε ευχαριστώ για το βιβλίο σου και για την ευκαιρία σκέψης και έκφρασης που μου πρόσφερες με την ιδέα της σημερινής συνάντησης.
Σας ευχαριστώ όλους.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου