Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Κριτικές βιβλίων, κείμενα Διονύση Παπακώστα.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΪΤΣΑΡΑΣ 
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
ΚΑΙ

ΟΙ ΑΠΌΨΕΙΣ ΜΟΥ
Ο Διονύσης Παπακώστας

ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ










1. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Ψ


Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του Γιάννη Βαϊτσαρά γιατί πάντα από μικρός,
όταν αγαπάω έναν λογοτέχνη, (όπως τον ακούω) διαβάζω όλα τα δημοσιεύματά του, αντίθετα από τον Γιάννη Βαϊτσαρά, ο οποίος «Ακούει όπως αγαπάει, τις ψυχαναλυτικές ιστορίες καθημερινότητας». Έτσι τα βιβλία του εν λόγω λογοτέχνη τα διαβάζω γιατί μου δημιουργούν συγκινήσεις, γνώσεις, αίσθηση θριάμβου σε αντιλήψεις μου, λύση σε υπαρξιακά μου ερωτήματα. Μου δημιουργούν ευεξία με την απόδοση των σκέψεων, τους διακτινισμούς της φαντασίας του, την πλαστικότητα του λόγου του, των εκφράσεων, τους λογοτεχνικούς ελιγμούς στην ανάπτυξη των κειμένων του, την διδακτικότητα και την παρότρυνση για περαιτέρω ενασχόληση με το διάβασμα δημιουργώντας ενδιαφέρον για γνώσεις με παρατηρήσεις, σκέψη για έρευνα, όχι μόνο στην λογοτεχνία αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης. Με τα βιβλία του ο Γιάννης Βαϊτσαράς σε κάνει να μαθαίνεις να ψαρεύεις, όχι μόνο να τρως το έτοιμο ψητό, βραστό ή τηγανητό φρέσκο ψάρι.
Τον Γιάννη Βαϊτσάρα τον εγνώρισα πρόσφατα, δυστυχώς αργά, αλλά κάλια αργά παρά αργότερα, τον εγνώρισα από το βιβλίο του «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Ψ» που μου σύστησε ένας κοινός φίλος. Επειδή είμαι ψυχαναλυσιόφιλος ήθελα να μάθω, να κρυφακούσω τι γίνεται στο επιστημονικό εξομολογητήριο. Τελικά ανακάλυψα, κατά τη δική μου εκτίμηση στο ταλέντο του Γιάννη Βαϊτσαρά το πάντρεμα της ψυχανάλυσης με την λογοτεχνία, γι’αυτό και μετά την μελέτη όλου του συγγραφικού και δημοσιευμένου έργου διερωτήθηκα εάν ο φίλος μου σήμερα είναι λογοτέχνης ψυχαναλυτής ή ψυχαναλυτής λογοτέχνης, πραγματικά μπερδεύομαι.
Για το βιβλίο «Διηγήματα Ψ», εκδόσεις «ΚΟΝΤΥΛΙ», γοητεύτηκα, μου άρεσαν, αγάπησα τα είκοσι ένα κείμενα, θέλησα να εκφράσω και να καταγράψω ό,τι ένιωσα σε κάθε ιστορία, με συνεπήρε όμως το σύνολο των διηγημάτων, βρήκα σαν να είχαν κάτι κοινό οι τόσο διαφορετικές ιστορίες, το κοινό στοιχείο το ένιωσα μέσα από μία εσωτερικότητα μιας ψυχαναλυτικής οπτικής· όταν τελείωσα το βιβλίο μου ήρθαν διάφορες σκέψεις μέσα σε μια σιωπή διαρκείας κοιτάζοντας ξανά τα περιεχόμενα, διαβάζοντάς τα φαντασιώθηκα ότι ο λογοτέχνης έπλασε ένα κείμενο με τίτλο «ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ» και με βοήθησε σε μία έμπνευση να εκφράσω, συνειρμικά και συνοπτικά τις εντυπώσεις μου για το βιβλίο με τη σύνθεση των περιεχομένων.
«Το ραντεβού με το ψυχαναλυτή η ψυχανάλυση άρχισε με το πονηρό κοίταγμα προς το μυστικό από την ψυχαναλυτική κλειδαρότρυπα στην τουαλέτα βλέπω το όνειρο, ένα πραγματικό μποτιλιάρισμα ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Το μάτι μου έπεσε κατ’ευθείαν στο σουτιέν μέσα στο σεμινάριο για τη σκάλα προς την κατάδυση για την απιστία του ταξιτζή και το δώρο στο βλέμμα η εφεύρεση της Εδέμ, να και ο θείος ίσταται στη βιτρίνα μαζύ και ο γιατρός παρακολουθούν την απόπειρα του μεσίτη κρατώντας το γράμμα για τη διάβαση προς το δωμάτιο».
Είναι το βιβλίο του Γιάννη Βαϊτσαρά ψυχαναλυτή αλλά και τεχνίτη του λόγου, με το συγκινητικότατο φινάλε, το οποίο και επισυνάπτω.
«Μπαινοβγαίνω στα άδεια δωμάτια με άνεση. Από ένα σπασμένο τζάμι μπαίνει ένα δροσερό αεράκι. Αφήνομαι να ονειροπολώ. Οι αναμνήσεις είναι γλυκά οδυνηρές, σχεδόν ευπρόσδεκτες. Η σκέψη που κυριαρχεί είναι φορτωμένη έκπληξη: Κυκλοφορώ οπουδήποτε δίχως αναστολές, δεν το χρειάζομαι πια το «άδειο» δωμάτιο. Αισθάνομαι ότι μπορώ παντού να πονάω ελεύθερα γι’ αυτά που έχασα, να αγαπώ αυτά που έχω. Και να ονειρεύομαι το αύριο όπως γουστάρω. Δίχως την ανάγκη του να είμαι εγώ το καλό παιδί του γεμάτου σπιτιού».

                                    ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ
                                           ΙΟΥΛΙΟΣ 2016

2. "ΑΚΟΥΩ ΟΠΩΣ ΑΓΑΠΑΩ"


Με χειρουργική μάσκα στο πρόσωπο –όπως το επιβάλλει η επιστήμη του– , ήρεμος, σοβαρός, με βλέμμα απροσπέλαστο και προσοχή υπερβάλλουσα και τεταμένη στο ζενίθ, ο Γιάννης Βαϊτσαράς, ικανός συγγραφέας και χειρούργος της ψυχής, κρατά με ισάξια επιδεξιότητα στις θεραπευτικές και λογοτεχνικές του συνεδρίες το νυστέρι της ψυχανάλυσης. Οι λεπτοί ψυχαναλυτικοί του χειρισμοί οδηγούν ανεπηρέαστα το νου του αναγνώστη και τους ελεύθερους συνειρμούς του αναλυόμενου, αποκαλύπτοντας με τέχνη τα ασυνείδητα βάθη.
Το θεραπευτικό εργαλείο της μάσκας ωστόσο δεν στέκεται εμπόδιο στην πηγαία και έντιμη ειλικρίνεια του. Όπως σημειώνει στον πρόλογο του "Ακούω όπως αγαπάω":
«Οι ιστορίες του βιβλίου είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Δεν πρόκειται για επιστημονικό σύγγραμμα, στην ουσία είναι εκμυστηρεύσεις του ψυχαναλυτή».
Ταυτόχρονα στα λόγια του διακρίνεται άμεσα και με σαφήνεια η ευαισθησία και η ψυχική του τρυφερότητα για τον αναλυόμενο:
«Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται, φυσικά, σ' εκείνους που μ' εμπιστεύονται για συνοδηγό στο ψυχαναλυτικό ταξίδι τους. Μέλημα μου ήταν και είναι να μην αισθανθούν προδομένοι αν τύχει να το διαβάσουν».
Χάρις σ' αυτήν την επιστημονική του ακεραιότητα και τη συμπάσχουσα ενσυναίσθηση, καταφέρνει τις ανθρώπινες και πάσχουσες καταστάσεις που συναντά να τις μετουσιώνει με τη βοήθεια της πένας του σε λογοτεχνία ικανή να συν-κινήσει τον αναγνώστη επιτρέποντας του την ενεργό μετοχή στον εξιστορούμενο μύθο.
Ο αναγνώστης διαβλέπει έτσι σταδιακά πως ο ψυχαναλυτής μετατρέπεται σε κυματοθραύστη φόβων, ανασφαλειών, απελπισίας, κατάθλιψης, μελαγχολίας και ανικανοποίητων παρορμήσεων (απλών ή και σύνθετων) που διασχίζουν οδυνηρά την κατά τα άλλα ευτυχέστατη... διαδικασία της βίωσης της ζωής. Απέναντι στην ανελέητη αυτή θλίψη που διαποτίζει την ανθρώπινη ζωή, ο συγγραφέας μας ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του, διαλύοντας συνάμα και τις πρώτες εντυπώσεις:
«Άρχισα λοιπόν να γράφω. Ήταν η απάντηση σε μια βαθιά ανάγκη έκφρασης, σαν μια κραυγή σε ένα απελπισμένο τοπίο, σαν αναζήτηση λίγης χαράς σ' έναν κόσμο θλίψης»...
«0/ ιστορίες μου δεν είναι θλιβερές. Διηγούνται επιτυχημένες ψυχαναλύσεις με ευτυχές τέλος, παρά τα τραγικά γεγονότα και τις δύσκολες καταστάσεις που εμπεριέχουν. Θα είναι η συμμετοχή μου στον αγώνα ενάντια στην απελπισία αυτού του λαού, που τα ατομικά ψυχικά αδιέξοδα μεγιστοποιούνται τώρα, μέσα στη δυσφορία μιας πληγωμένης και αποπροσανατολισμένης κοινωνίας».
Ως ενθουσιώδης αναγνώστης ωστόσο σπεύδω να δηλώσω ότι συγκινήθηκα και δάκρυσα και από τη θλίψη που αποκόμισα ένιωσα ξανά να δικαιώνονται και τα προσωπικά μου πιστεύω για την ύπαρξη.
Παρά ταύτα είναι ανάγκη να ειπωθεί πως ο ψυχαναλυτής με ψυχραιμία, δίχως έπαρση, με ήπια εσωτερική στάση, ευαισθησία και απλότητα, παρουσιάζει ανάγλυφη στα έξη κείμενα του βιβλίου τη συνάντηση αναλυτή και αναλυόμενου, τη διασταύρωση των ελεύθερων συνειρμών που αναδύονται από τους ψυχικούς τους κόσμους, συνάντηση που τον δονεί και τον εμπνέει κάνοντας να ανθίζει το λογοτεχνικό του ταλέντο.
Και η συνάντηση αυτή διαδραματίζεται φυσικά στο κλασικό γοητευτικό περιβάλλον, με το ψυχαναλυτικό γραφείο, την πολυθρόνα, το ντιβάνι, στην αρχιτεκτονική εκείνη του χώρου που καθιέρωσε ο παππούς όλων, ο Φρόυντ.
Όμως στον πρόλογο παρατηρώ μια δήλωση που με βάζει σε υποψίες για τις διαδρομές του ευαίσθητου χαρακτήρα του και για την αφανή εμπλοκή του στα πάθη του άλλου. Ποια είναι η εμπλοκή του, πώς εμπλέκεται και πόσο; Μας διαβεβαιώνει πώς:
«Αν και ο ψυχαναλυτής του βιβλίου μού μοιάζει σε πολλά, εντούτοις δεν είμαι εγώ ο ίδιος. Είναι ένας Άλλος, ένα φανταστικό πρόσωπο, προφανώς εξιδανικευμένο. Πρόκειται για ένα παιχνίδι με το θέμα του “Εγώ και ο Άλλος”, μια ακόμα εκδοχή στην προσφιλή μου αναζήτηση στην υπόθεση του "διπλού"».
Ο ψυχαναλυτής του βιβλίου είναι άλλος, είναι ένα παιχνίδι πάνω στην υπόθεση του "διπλού", ένα παιχνίδι του καθρέφτη, πόσο ωραίο μου ακούγεται!
Το καθρέφτισμα της ψυχής και του βλέμματος στην ψυχή και στο βλέμμα του άλλου, του έτερου εγώ; Το ίδιο προφανώς ισχύει αμφίδρομα και για τον αναλυόμενο και άρα η ταύτιση, η μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση, η εμπιστοσύνη, το θάρρος, η έλλειψη ντροπής προς τον ψυχαναλυτή, όλα έχουν τη δυνατότητα να συμβούν.
Και κάπως έτσι η ψυχανάλυση πετυχαίνει, ωστόσο και η λογοτεχνική δημιουργία είναι εξίσου επιτυχής! Οι τίτλοι των 6 ενοτήτων του "Ακούω όπως αγαπάω", υπαινικτικοί, διεγερτικοί, σου υποκινούν το ενδιαφέρον, σε παροτρύνουν όχι για απλό διάβασμα αλλά να εγκύψεις στη μελέτη τους... Εισχωρούμε στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης όπου μας συστήνει τους ήρωες. Οι ιστορίες τους ρέουν και μας παρασύρουν μαζί τους, δεν μπορούμε να τις εγκαταλείψουμε, κάποιες φορές, τολμώ να πω, και η ανάσα μας ακόμα κόβεται, όταν, μέσω της διεργασίας ταύτισης, τα εξιστορούμενα έρχονται και δένουν με προσωπικά μας βιώματα και ανάλογες δικές μας συμπεριφορές, κάνοντας μας να νιώθουμε ομοιοπαθείς και άμεσα εμπλεκόμενοι... Στο ψυχαναλυτικό δεύτερο επίπεδο, προβάλλει με ευκρίνεια μπρος στο βλέμμα μας η ψυχαναλυτική διεργασία, η εξελισσόμενη πορεία της εργασίας ανάμεσα στον ψυχαναλυτή και τον αναλυόμενο. Ακόμη και αν δεν προϋπάρχει ενδιαφέρον για το πώς διεξάγεται και για το πώς αναπτύσσεται η κρίσιμη διπολική αυτή σχέση, το κείμενο δεν σε αφήνει, σε κεντρίζει να το προσέξεις, να εκπλαγείς, να στοχαστείς...
Προσωπικά στάθηκα σ' αυτό, στην τεχνική της ψυχαναλυτικής διεργασίας, στην πρακτική της ακρόασης, στην πρακτική του να αφουγκράζεσαι τις κινήσεις της ψυχής για πιθανόν μεγάλα διαστήματα και την κατάλληλη στιγμή οι, μονολεκτικές σχεδόν, ερωτήσεις (άμεσες ή έμμεσες) για επεξήγηση ή ως προτροπή για ελεύθερο συνειρμό, για κατάδυση προς το παρελθόν και το ασυνείδητο. Και δεν μπόρεσα παρά να εκπλαγώ για το πώς, διατηρώντας πάντα ένα υψηλό επίπεδο έκφρασης, καταφέρνει ο συγγραφέας να μετασχηματίζει σε λογοτεχνία την ψυχαναλυτική θεραπευτική τέχνη.
Ακολουθεί ένα βαθύτερο, ερμηνευτικό, επίπεδο, η επεξηγηματική ανάλυση των συμπτωμάτων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ψυχαναλυτική δουλειά με κατατοπιστικές παρεμβάσεις που δεν διακόπτουν τη ροή του λόγου ούτε αλλοιώνουν το λογοτεχνικό χαρακτήρα, μα βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει τη θεραπευτική της ψυχανάλυσης.
Τέλος, χωρίς βεβαίως να είμαι ειδικός, θα 'θελα να εκφράσω μια προσωπική γνώμη και συνάμα μια εκ καρδίας προτροπή-έκκληση:
Στα κείμενα του "Ακούω όπως αγαπάω" βρίσκω εξαιρετική θεατρικότητα, ένα ολοκληρωμένο διαλογικό σενάριο, χωρική περιγραφή, χρονική τοποθέτηση, κινησιολογική έκφραση (σε αντιστοιχία με τις ψυχικές αντιδράσεις), και επιπλέον, οι ιστορίες τους διαδραματίζονται στο παρόν. Προτείνω συνεπώς, χάριν απόλαυσης, παιδείας, γνώσης και ενημέρωσης των θεατρόφιλων, πως θα ήταν σκόπιμο να τα μελετήσει κάποιος από τους άξιους θεατράνθρωπους του τόπου με σκοπό, εν ευθέτω χρόνω, τη δόκιμη θεατρική τους απόδοση.

       Διονύσης Παπακώστας ,              Ιούλιος 2016


3. Α Π Ω Λ Ε Ι Ε Σ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΕΚΔ. ΕΝΕΚΕΝ

Κείμενα αυστηρώς ακατάλληλο.
«Φεύγεις ίσον πεθαίνεις (λίγο)» μας λέει ο ποιητής.
Κείμενο αυστηρώς κατάλληλο.
«Οι τύψεις το μόνο φάρμακο κατά της λήθης» μας λέει ο ποιητής.
Ούτως ή αλλέως «ΑΠΩΛΕΙΕΣ», σωστός ο τίτλος διότι απώλεια σημαίνει απόλλυμι, από το από συν όλλυμαι και Όλλυμαι σημαίνει καταστρέφομαι, αφανίζομαι, χάνομαι κλπ. και βέβαια όχι μία εν τη ζωή απώλεια! «ΑΠΩΛΕΙΕΣ» λοιπόν.
Αλλά και «Η αλήθεια είναι η άρση της λήθης» μας λέει ο ποιητής.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΤΟΡΗΜΑ
πόσο θα μου λείψει, πόσο ορφανή θα είναι η ζωή μου στο εξής…
…έκλαιγα για τη χαρά που ένιωθα να έχει μέσα του…
…την πίστευα, διατηρούσα έναν αδιαπραγμάτευτο θαυμασμό…
…θα ήθελα να έχω να της διηγηθώ σεξουαλικές δραστηριότητές μου…
…όταν άρχισα να φαντασιώνομαι την ερωτική συνέχεια, σε μία προσπάθεια επιβεβαίωσης, κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη, τρόμαξα! Αντίκρισα μία γυναίκα άσχημη και γριά! …
…για τον αναπόφευκτο πόνο της απώλειας…
…μου λείπει το λάγνο ψέμα του, που τα κάνει όλα ωραία…

Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ

Απομυθοποίηση, θλίψη, πόνος, κατάθλιψη, μελαγχολία, πένθος, συναίσθημα καταρράκωσης, ΑΠΩΛΕΙΕΣ!

Στο σημείο αυτό μου ήρθε στη θύμηση η αρχή ενός κειμένου που έγραψε κάποιος, κάπου, κάποτε, όνομα και μη χωριό για τις απώλειες:
«Χιλιάδες μωρά, χιλιάδες μωρά, μωρά μπουσουλούσαν ένα μέτρο και σταματούσαν για να κοι­τάξουν πίσω, γελούσαν λίγο, λιγώνονταν στο γέλιο, γύριζαν μπροστά και το γέλιο κοβόταν και ξαναμπουσουλούσαν άλλο τόσο, και σταματούσαν για να κοιτάξουν πίσω, γελούσαν λίγο, λιγώνονταν πάλι στο γέλιο, γύριζαν μπροστά και το γέλιο κοβόταν και ξα­νά μπουσουλούσαν πάνω από αχανείς εκτάσεις σε χρώμα γήινο καφέ, όπου ο ήλιος έκαιγε και η σκόνη έκαιγε απ' το κουρνιαχτό από το μπουσούλημα. Χι­λιάδες μωρά, ενώ προσπαθούσαν να σταθούν στα πό­δια τους, να περπατήσουν γιατί χάναν το μπουσούλημά τους και σταματούσαν στην πρώτη τους απώ­λεια με ήχους άναρθρους, και μεγάλωναν. Κάτι λέγαν μεταξύ τους και κοιτούσαν πίσω και -γελούσαν αφήνοντας πίσω τον ντορό απ' την απώλεια τους…».
Ένα βιβλίο για να ανοίξουν οι ασκοί των συζητήσεων, τι να πρωτοσυζητήσεις! Ο Γιάννης Βαϊτσαράς συγκεντρώνει πολλά ενδιαφέροντα στο βιβλίο του!

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

…για τον αναπόφευκτο πόνο της απώλειας…
…για το ανεστραμμένο οιδιπόδειο σύμπλεγμα…
…για κείνους είναι αδιέξοδο και άγχος, δεν είναι ο αποχωρισμός η πηγή του άγχους, είναι ακριβώς η αίσθηση ότι ο αποχωρισμός είναι αδύνατος…
…κλαίει για την ειρωνεία και την σκληρότητα της ζωής που σε ξεγελάει να πιστεύεις πως…
Η απομυθοποίηση αλλά και «Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ» μας λέει ο ποιητής. Ο συλλογισμός μου, μου υπαγορεύει για την απώλεια:
Η ΑΠΩΛΕΙΑ: Το χάσιμο, η έλλειψη, το κάτι λείπει, η στέρηση, ο θάνατος, το απόν, το αόρατον, το άρρητον, το επέκεινα, το μηδέν του υποκειμένου…, θα σχολίαζα το αποτέλεσμα: ο αποκλεισμός της απόλαυσης, η απραξία και τελικά η τρέλα. Επειδή ένα απόν μπορεί να το βλέπουμε ή να το ακούμε από τον άλλο, τι ντροπή!
Τώρα Η ΝΤΡΟΠΗ, την ερμηνεύω ως μειονέκτημα, μειοδοσία, έλλειψη αξίας, έλλειψη προσόντων, ανικανότητα, αρνητική νομοτέλεια, στέρηση, άρα προσβολή του ΕΓΩ, με ένα κοίταγμα στον καθρέφτη βλέπω (ΤΟΝ ΑΛΛΟ) με κοιτάζει, ΤΙ ΝΤΡΟΠΗ!
Ναι! Έχει δίκιο ο Βαϊτσαράς που βάζει τον τίτλο «Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ». 
Διαβάζοντας το βιβλίο του Βαϊτσαρά, μου δίνεται η ευκαιρία να συλλογιστώ επίσης και να εκφραστώ σχηματικά με τους φανταστικούς ή πραγματικούς συνομιλητές μου: Εν αρχή είναι η ύπαρξη, η ανθρώπινη με την κυριαρχία του ΕΓΩ. Η ύπαρξη γεννά παρόρμηση, η παρόρμηση φέρνει τη βούληση, η βούληση δημιουργεί την ανάγκη, η ανάγκη την επιθυμία. Αλλά η μη εκπλήρωση της επιθυμίας με τη στέρηση, η στέρηση εκφράζεται με την απώλεια, η απώλεια φέρνει το πένθος για κάτι που δεν εκπληρώθηκε ή για κάτι που έφυγε, πέθανε. Άρα έχει δίκιο ο συγγραφέας που μας το λέει με τον τίτλο «ΦΕΥΓΕΙΣ ΙΣΟΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ (ΛΙΓΟ)» δεν καταλαβαίνω γιατί βάζει το (ΛΙΓΟ);
Ο άνθρωπος είναι ένα ον γεμάτο από επιθυμίες, η επιθυμία είναι στη φύση του μας λέει ο φιλόσοφος Spinoza. Εδώ θέλω να μείνω λίγο για να διατυπώσω διάφορα: Θα πιαστώ πάλι από το «ΦΕΥΓΕΙΣ ΙΣΟΝ ΘΑΝΑΤΟΣ», άρα «ΑΠΩΛΕΙΑ» δηλαδή θάνατος.
Ο θάνατος αφορά το εγώ, το εγώ είναι η ζωή μας, η ζωή μας είναι δομημένη από πρώϊμα βιώματα από την νηπιακή και παιδική μας ηλικία, επιθυμίες, επίλογος, φαντασιώσεις, ματαίωση. Απώλεια και θάνατος είναι το χάσιμο αυτών των στοιχείων που προσδιορίζουν την προϋπόθεση για απολαύσεις, ηρεμία, αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, αίσθημα χαράς κ.λπ. που αποτελούν το νόημα της ζωής μας.
Παραμένω στον τίτλο του βιβλίου «ΑΠΩΛΕΙΕΣ» έχουμε απώλεια μιας επιθυμίας, μιας ιδέας, ενός ονείρου, ενός σχεδίου ζωής, μιας αυταπάτης, απώλεια της παιδικής μας ηλικίας, ο ευνουχισμός της ψυχής και του πνεύματός μας από τους γεννήτορες, την κοινωνία, τη θρησκεία, την εκπαίδευση. Αλλά μήπως και η γέννηση δεν είναι απώλεια του χαμένου παραδείσου; Μήπως τελικά αυτό που όλοι ονομάζουμε ευτυχία της ζωής, χαρά της ζωής, δώρο θεού, δεν είναι η ζωή στην ολότητά της ένα συνοθήλευμα απωλειών δηλαδή θανατικών, θλίψεων, καταθλίψεων, μελαγχολιών, δυστυχιών. Εν τέλει μήπως η ιδέα της ζωής είναι μία αυταπάτη; Μήπως η ζωή είναι ένας ακούσιος εγκλωβισμός και έλλειψη ελευθερίας και από τον οποίο υποφέρουμε, μήπως έχει δίκαιο ο Επίκτητος όταν λέει: «Κρείσσον γαρ λιμώ απόθαναν άλυπον και άφοβον γενόμενον, ή ζην εν αφθόνοις ταρασσόμενον») - απελευθέρωση, χειραφέτηση, αποδέσμευση…».???
Σημαντικό βέβαια είναι πως η απώλεια και το πένθος, είναι προσωπική υπόθεση και ο πάσα εις το βιώνει, το βιώνει με το δικό του τρόπο παρά τις συμβουλές και τις προτροπές των καλοθελητών αλλά «οι μάστιγες δεν πονάν όταν πέφτουν σε ξένο κώλο» λέει η παροιμία, βέβαια οι άνθρωποι, η κοινωνία αναζητά μία υγιή κατάσταση στην λειτουργία της, έστω και ψευδή, ξεχνώντας με την ψυχραιμία και με την αισιοδοξία.
Αυτό μας δηλώνουν και οι εκφράσεις: (Θέλω να απαλλαγώ από την ταραχή, από τον πόνο, από τον φόβο, από την αγωνία, μήπως και από τη βάσανο των επιθυμιών; (Κατά τον Βουδισμό η πιο μεγάλη επιθυμία είναι να μην επιθυμείς!).
Η παρηγοριά της κάθε είδους θεραπείας: φαρμακευτικής ή μυθοπλαστικής π.χ. (μάγια, ξόρκια, βότανα, κλπ), ψυχιατρικής, ψυχαναλυτικής, νευρολογικής, χαρακτηρολογι-κής ή και πνευματικής δεν επιδιώκει την αποδοχή του πεπερασμένου και της νομοτέλειας αλλά την καταστολή της έντασης και την γνώση μιας αυταπάτης, της αυταπάτης που υπέστη ή υφίσταται το ΕΓΩ.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, σχολιάζοντας θέλω να εκφράσω επιπλέον την γνώμη μου, πως ο θάνατος της επιθυμίας και το πένθος, η απώλεια ξεκινά από το «ΕΓΩ προς το ΕΓΩ». Η ντροπή έρχεται από τον ΑΛΛΟ προς το ΕΓΩ. Βέβαια για να αποφύγουμε τον θάνατο και το πένθος παράγονται από ένστικτο άλλες επιθυμίες. Έτσι δημιουργείται η επαναληπτική αλυσίδα του θανάτου και της γέννησης που προσδιορίζουν τη βάσανο της ζωής.
Η ζωή είναι εγκλωβισμένη στις επιθυμίες, η «παραγω-γή», η γέννηση των επιθυμιών προϋποθέτουν τον ερχομό του θανάτου, της απώλειας. Βέβαια τι νόημα θα είχε η ζωή χωρίς επιθυμίες; Αλλά και Ο ΑΛΛΟΣ, Ο ΑΛΛΟΣ που να σε θέλει, να σ’αγαπάει, να σε εκτιμάει, να σε αναγνωρίζει σαν αξία, να σε επιθυμεί, να θέλει την συνύπαρξή σου. Πού θα ανήκεις τότε; στη ζωή, στο θάνατο ή χειρότερα, στο ουδέτερο ον; Πια θα είναι η έννοια της ύπαρξής σου; Της αλήθειας σου; Πια αξία θα έχουν οι επιθυμίες σου, οι παρορμήσεις σου, μήπως θα μετατρέπονται σε καταδίκη; Στο σημείο αυτό θέλω να απαγγείλω δύο ποιήματα του ποιητή ΣΤΕΛΙΟΥ ΝΤΟΜΑΛΗ και τα απαγγέλλω:
Ποίημα πρώτο με τον τίτλο «ΠΑΝΤΑ»
       Σα βρέφος που ανατράφηκε μέσα σε λύκους·
       ενήλικος δεν μπόρεσα να ουρλιάξω,
       η αγέλη μ’απαρνήθηκε,
       κι έμεινα μόνος
       σα λύκος.
Ποίημα δεύτερο με τον τίτλο «ΑΝΘΟΣ»
       Απ’ τα πολλά που αναζητούσα
       κατάντησα ένα στείρο μπόλι.   
       Να μ’έπαιρναν τουλάχιστο οι διαόλοι
κι ένας καινούργιος ανθός ν’ανθούσα
στης κόλασης το μαύρο περιβόλι.
Εδώ θέλω να υπενθυμίσω πως άνθρωπος με άνθρωπο δεν κάνει, αλλά και άνθρωπος χωρίς άνθρωπο επίσης δεν κάνει, ιδού η καταδίκη!
Συνεχίζοντας, στο επόμενο κεφάλαιο μου έκανε εντύπωση πάλι ο τίτλος «ΤΥΨΕΙΣ, ΤΟ ΜΟΝΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ». Κατόπιν ο ψυχαναλυτής σχολιάζει, τοποθετείται, δηλώνει την αγανάκτησή του και εκφράζει το θυμό του…
Δεν ξέρω αν έχουν τύψεις οι γονείς της Βάσως για τον θάνατο της. Πιθανόν, αλλά αρνούμαι να ασχοληθώ με το θέμα. Αυτό που ξέρω είναι ότι σήμερα με θύμωσαν πολύ. Τους βρίσκω χίλια ελαφρυντικά, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη διάθεση μου. Μέσα στον πόνο τους (και ενδεχομένως τις ενοχές τους) δεν υπολογίζουν κανέναν και τίποτα. Ο θυμός μου γεννήθηκε ακούγοντας την Ει­ρήνη και γιγαντώθηκε στη συνέχεια...
Τι θέλει να μας πει ο ψυχαναλυτής; Να σκεφτούμε κάτι; Να ανοίξουμε μία άλλη συζήτηση; Άλλωστε για το βιβλίο έχω τοποθετηθεί, είναι βιβλίο για να ξεσηκώνει συζητήσεις και ειδικά γι’αυτό το κομμάτι το μικρό, το κρυφό…, να το αντιμετωπίσω στατιστικά ή να του ζητήσω να ανοίξει τους ασκούς των ψυχαναλυτικών συζητήσεων για να με ρωτήσει; … εμένα πάντως με παροτρύνει, με παραπέμπει στις λέξεις: εγωκεντρισμός, εξουσία, ιδιοτέλεια, κυριαρχία. Ας το αφήσουμε για να προχωρήσω παρακάτω.
Το κείμενο συνεχίζει με τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες και αντιδράσεις ψυχαναλυτή και ψυχαναλυομένων. Μας μιλάει για ενοχές, για τύψεις, για θλίψεις, για τη λήθη και μας παρηγορεί με το ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη, το οποίο και παραθέτω:
«Οι τύψεις ξέρω πόσο
θα με βασανίζουν κάποτε.
Είναι όμως
το μόνο φάρμακο κατά της λήθης».
Μετά προχωρά στο κεφάλαιο «ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΦΙΛΟ», στο τέλος όμως του κεφαλαίου μου μένει, ως  αναγνώστης, η ευχαρίστηση για το συμπέρασμα, η πραγματική τοποθέτησή του, πως δεν υπάρχουν άγγελοι αλλά και ότι οι «άγγελοι» είναι έμφυλοι.
Περιμένω από τον φίλο μου Γιάννη Βαϊτσαρά τον ψυχαναλυτή, να μας πληροφορήσει και να μας εξηγήσει ψυχαναλυτικά για την φυσική τάξη πραγμάτων…
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο
«ΚΩΔΙΚΟΣ ΜΠΛΕ» μιλάει για την ακραία απώλεια.

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Κωδικός μπλε ή συναγερμός ή στην εντατική ή η τελευταία πράξη του παιχνιδιού, ή η μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ο θάνατος, η κηδεία, η απώλεια, η θλίψη, ο ρομαντισμός και τα πέντε στάδια του πένθους της Kuber-Ross. Εξαιρετική, ποιητική, με ρομαντική ευαισθησία η απόδοση για τον πάσχοντα αυτοψυχαναλυόμενο ψυχαναλυτή, από το χτύπημα της εκλιπούσης, τις «ΑΠΩΛΕΙΕΣ» κατά τον τίτλο του μυθιστορήματος.
Καθώς το διάβαζα, το ένιωσα σαν από αρχαία τραγωδία, έτσι μου φάνηκε! Κατόπιν στο μυαλό μου ήρθαν: ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, ο Τριστάνο και η Ιζόλδη, ο Μιμίκος και η Μαίρη, από την αρχαιότητα, ο Φαίδων και η Σαπφώ και τέλος ο Ροδόλφος Αψβούργων και η Μαρία Βετσερά. Βέβαια ο ψυχαναλυόμενος δεν αυτοκτόνησε… γιατί; Μία ακόμη ωραία αφορμή για συζήτηση από το βιβλίο του Βαϊτσαρά.
Αλλά, πέρα από την περιέργεια τη δική μου μας παρουσιάζει σημαντικές ψυχαναλυτικές σκέψεις που θα μας οδηγήσουν σε συναντήσεις και συζητήσεις. Θα αναφέρω τις αναφορές μονολεκτικά: φθόνος, ψυχική διαστροφή, οι δυάδες, η έννοια του διπλού, το πάθος. Σε συντομογραφία για ό,τι εμπεριέχεται σε αυτές τις λέξεις θα παραθέσω ένα κομμάτι από το βιβλίο, από τη σελίδα 101:
«Η ψυχική διαστροφή λοιπόν υπάρχει στην ψυχή ενός ατόμου, αλλά εμφανίζεται, αναπτύσσεται και θεριεύει μέσα στο θερμοκήπιο παθογένειας που δημιουργεί η σύμπραξη με έναν άλλο ψυχισμό αδύναμο και επιρρεπή στον φθόνο και στη διαστροφή».
 Εν τέλει για την χρήση «κωδικών μπλε» από τους διεστραμμένους, που όπως μας εξηγεί, μονίμως χρησιμοποιούν κωδικούς, δηλαδή κάτι άλλο από την πραγματικότητα που απαιτεί από αυτόν και που η ψυχανάλυση, όπως μας λέει,  ονομάζει σχέση – σύνδεση – λόγο και τελικά ζωή.
Εγώ πάλι εμμένω στην περιέργειά μου:
Γιατί δεν αυτοκτόνησε ο ήρωας; Γιατί τελειώνει με απολογία; Γιατί απολογείται; Σε ποιον απολογείται; Έχει πράγματι πολύ ενδιαφέρον νομίζω για συζήτηση Η «ΑΠΟΛΟ-ΓΙΑ ΤΟΥ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΗ»!
Τώρα το τέλος της ανάγνωσης ή του διαβάσματος ή της απαγγελίας, και σίγουρα της ευχαρίστησης, της συγκίνησης, των σκέψεων, της αυτογνωσίας μου, της θεραπευτικής της ψυχής μου, των γνώσεων, με αφορμή τις «ΑΠΩΛΕΙΕΣ», κυριολεκτικά και μεταφορικά αλλά και συμπερασματικά, τα βιβλία του Βαϊτσαρά είναι και θεραπευτικά και τον ευχαριστώ εγώ ως αναγνώστης. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω και τον αγαπητό φίλο Θανάση Καράβατο που μου τον εγνώρισε.
Για το τέλος λοιπόν του βιβλίου, για τα τελευταία κεφάλαια, το τέλος της ψυχανάλυσης τα κεφάλαια: «ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ», «ΑΝΑΚΩΧΗ» αλλά και «ΕΠΙΜΕΤΡΟ» εγώ θα έλεγα, «μετά την καταιγίδα!» Νομίζω πως προσδιορίζουν τον χαρακτήρα του συγγραφέα.
Ο Γιάννης Βαϊτσαράς, άνθρωπος αισιόδοξος, ελπιδοφό-ρος, αληθινός, συγκινησιακός, συγκινητικός, φιλειρηνικός, τρυφερός, ψυχοπονιάρης, συμπάσχων, άνθρωπος ζεστός με τους ανθρώπους, αναζητά πάντα την ΑΝΑΚΩΧΗ και αναμένει το ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ. Ναι, γι’αυτό συνεχίζει, για να φτάσει στο τέλος με τις απολογίες των ηρώων ή των ασθενών του, για την λήθη των παθών, των ζωών τους, την αυτοκριτική τους, την συγκρότησή τους, τις απολογίες τους, την προσαρμογή τους στη νέα κατάσταση.
Βέβαια εγώ που έχω ακριβώς τα αντίθετα (προσόντα…) θα διερωτηθώ… και μετά; Η απάντηση στη σκέψη των συναναγνωστών μου. Εγώ, ωστόσο, καταθέτω τις ψυχικές μου διακυμάνσεις και τις σκέψεις μου, απολογούμαι όπως οι ήρωες του Βαϊτσαρά αλλά πριν από τις απώλειες. Αντίθετα, οι ήρωές του απολογούνται μετά, όταν η ζωή τούς μαράνει τη ζωή τους, όταν η ζωή τους σταματήσει να έχει ζωή. Βέβαια όπως ακούγεται ο χρόνος είναι ο γιατρός για όλες τις απώλειες. Διερωτώμαι; Αλήθεια ή ψέμα; Θεραπεία ή μετάλλαξη; Άμυνα του ΕΓΩ ή κατατονία της ύπαρξης; Έχω ακούσει από γονείς ή και εκπαιδευτικούς για τα νευρικά παιδιά, όταν θυμώνουν για κάτι και κλαίνε με κλάμα γοερό ανάμικτο με νεύρα, ωρύονται, χτυπιούνται και εκδηλώνουν θυμωμένα το μίσος τους για αυτό, (άστο, θα κάνει έτσι, θα του περάσει, θα ξεθυμάνει). Μήπως ο άνθρωπος συνολικά στη ζωή του παραμένει μικρό παιδί; Η ανακωχή είναι για όλους εφικτή;
Οι ήρωες του μυθιστορήματος πενθούν για το παρελθόν, διερωτώμαι παρελθόν δίχως πένθος υπάρχει; ή αντίστροφα πένθος δίχως παρελθόν;
Άρα νομίζω πως το παρελθόν βαραίνει το παρόν και το βάρος αποσυνθέτει το πένθος μέχρι την αντικατάσταση της απώλειας του ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΥ.

                                      ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

                                                      ΙΟΥΝΙΟΣ 2016


  


4. Η ΜΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΛΗ



ΟΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΜΟΥ

Στο μυθιστόρημα αυτό, καθώς το διαβάζω, παρατηρώ με προσοχή τις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων που προβάλει ο ψυχαναλυτής. Εκφράζω επίσης στο παρόν εντυπωσιολόγιο τις προσωπικές μου ψυχικές αντιδράσεις.
Στο μυθιστόρημα αυτό υπάρχουν ζωντανές και λεπτομερειακές περιγραφές και διηγήσεις από και για μία άλλη εποχή… περασμένη…, οι συμπεριφορές των ηρώων, οι χώροι των σπιτιών, τα έπιπλα, τα διάφορα αντικείμενα, τα ντυσίματα με συγκινούν, το μυθιστόρημα αυτό σε ταξιδεύει σε μια άλλη παρελθούσα εποχή που μου αρέσει ιδιαίτερα, λόγω ηλικίας. Εποχή γεμάτη ένταση, επικίνδυνη αλλά και με ζωντάνια, με επιθυμίες, αγωνίες αλλά και οράματα.
Στο μυθιστόρημα αυτό του Γιάννη Βαϊτσαρά η διήγηση σε παίρνει σαν από το χέρι και σε πορεύει ευχάριστα, παραμυθιακά, διδακτικά, σε κάνει να σκέφτεσαι με την ανάμνηση, να νιώθεις, να νοσταλγείς εποχές συγκινητικές και ευχάριστες, έχει περιγραφές που χαρακτηρίζουν τις ηλικίες των γηρατειών χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει ίχνος θλίψης και κακομοιριάς, μιζέριας, καρμιριάς, αλλά βγάζει μία χαρά για το ότι φτάσαμε μέχρι εδώ, στα χρόνια της προχωρημένης ηλικίας με αυτή τη φθορά των χρόνων.
Ο συγγραφέας και ψυχαναλυτής τονίζει τις ανόητες αντιδράσεις της κοινωνίας, απλώνει τα πλοκάμια του εισάγοντας τον αναγνώστη σε απαγορευμένες για την κοινωνία ψυχικές εκδηλώσεις αλλά και καταστάσεις ψυχαναλυτικού ενδιαφέροντος.
Μία ενδιαφέρουσα αναφορά είναι στην έννοια του διπλού ή άλλου εαυτού. Η ομοιότητα «σαν δύο σταγόνες νερό» όπως αναφέρει, το δίδυμο, το συνονόματο, το η ΜΙΑ και η Άλλη είναι αμφίδρομο και παραπέμπει πράγματι στον άλλο εαυτό ή στον καθρέφτη.
Το διπλό σου δίνει δύναμη ενάντια στο φόβο, πάει κόντρα στο χρόνο, κόντρα στη φθορά του χρόνου, κόντρα στη μοναξιά, άλλωστε η μοναξιά είναι η πιο πικρή παρέα, όπως έχει εκφραστεί μελωδικά σε εποχές ανθρώπινες, ειλικρινείς και αδιάφθορες.
Η απόδοση και ο τρόπος της γραφής σε αναγκάζει να εισχωρήσεις στα άδυτα και ανείπωτα της ψυχικής διαδικασίας, στο ασυνείδητο, στα ανεκπλήρωτα, στα κενά της ύπαρξης. Ο ψυχαναλυτής αλλά και λογοτέχνης μας δείχνει τους δρόμους της ψυχαναλυτικής πορείας προς τα τραύματα από τα κοινωνικά ταμπού της εποχής, τα απαγορευμένα, τα αμαρτωλά και από τις εκφράσεις, τα βλέμματα, τους ψιθύρους, τις αποπομπές της κοινωνίας, μαζί με τις δυσκολίες εκείνης της εποχής της φτώχειας, των πολιτικών εξελίξεων και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, του πολέμου και του εμφυλίου πολέμου.
Όμως ο ψυχαναλυτής μας αποκαλύπτει πως η φύση λειτουργεί με το δικό της ρυθμό.
Η λίμπιντο πιέζει, ο έρωτας ανθίζει, οι επιθυμίες φουντώνουν, ο αγώνας για εξέλιξη εντείνεται, γράφει ιστορία, αφήνει μνήμες, δημιουργεί νοσταλγία, αλλά και τραύματα. Γενικώς σφραγίζει.
Αλλά επειδή το διπλό δεν είναι και όμοιο, στο κείμενο αναλύεται η αμφιθυμική σύγκρουση δύο χαρακτήρων όπου η σύγκρουση σταματά στη δύναμη της μοναξιάς (ανάγκα και οι θεοί πείθονται), (βέβαια και με υπάρχουσες εξαιρέσεις).
Ο ψυχαναλυτής μας δείχνει και ερμηνεύει τις διακυ-μάνσεις του ψυχαναλυόμενου κατά τη διαδικασία, αποφεύγει τελείως τον ευτελή ρομαντισμό, μου αρέσει η ειλικρίνεια της ωμής αλήθειας, όπως για το χαρακτήρα και τις αντιδράσεις των γονιών που συνθλίβουν τον ψυχισμό των παιδιών τους (π.χ. του Αχιλλέα) σελ. 22 και 23 για τα ανάλεκτα της οικογένειας, επίσης διευκρινίζει την αμφισβήτηση των λέξεων που χρησιμοποιούνται προσδιοριστικά από την κοινωνία και την οικογένεια ενώ υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ασφάλεια και αγάπη (σελ. 23, Οι σφραγίδες μένουν για πάντα).
Μας αποκαλύπτει την διαδικασία της ψυχανάλυσης, την έκθεση της ψυχής μας, των παρορμήσεων των σκέψεών μας. Οι αποκαλύψεις αυτές φέρνουν πόνο, κλάμα, θλίψη για τις χαμένες ευκαιρίες του παρελθόντος που, κατά την γνώμη μου,  σημαίνει τον τρόμο που νιώθεις καθώς ο χρόνος φεύγει η φθορά έρχεται, το κουβάρι τυλίγεται για να φτάσει στο τέλος και ζωντανεύει μέσα σου το ανήκιον και το ανοίκειον, αλλά και την παρηγοριά της ψυχανάλυσης για θεραπεία των ανεκπλήρωτων, κυρίως όμως τη γνώση της νομοτέλειάς σου για να σε οδηγήσει στην επιλογή προς την αναγκαία αντιμε-τώπιση και πορεία μιας υπόλοιπης ήρεμης βίωσης και να απαλλαγεί από μεγάλες εντάσεις (βέβαια η παροιμία λέει ανάγκα και οι θεοί πείθονται).
Στη συνέχεια ο ψυχαναλυτής διατυπώνει τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις διακυμάνσεις ανάμεσα στις διάφορες σχέσεις, έκθεση της αντίδρασης στις συγκρούσεις των συναι-σθημάτων των χαρακτήρων, των τραυμάτων, των τάσεων εξου-σίας, των εγωκεντρισμών, των απωθημένων, των αναγκών.
Συμπερασματικά: το ασυμβίβαστο των ψυχισμών και ο εξαναγκασμός στη συνύπαρξη.
Εδώ θα εξέφραζα, για το περί αληθείας των ευγενών συναισθημάτων των σχέσεων την παροιμία «αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες». Άλλα τα αίτια, άλλες οι αφορμές κι άλλα τα αποτελέσματα (σελ. 62).
Συμβολικά και συνοπτικά θα ακολουθήσω τη θεματική πορεία του κειμένου για την ανάπτυξη των παραγράφων: τα δώρα, η αμφιβολία, η ανάμνηση, η συγκατοίκηση (χαρα-κτήρων και συναισθημάτων), οι καθρέφτες· τους καθρέφτες τους θεωρώ ιδιαίτερα συμβολικούς και παραπεμπτικούς, με αφορμή τα διάφορα γεγονότα του μυθιστορήματος, μα ειδικότερα τους αντικριστούς καθρέφτες και ενδιάμεσα η ΜΙΑ και η ΑΛΛΗ να αντικρίζουν τα είδωλά τους στην πολλαπλή ανάκλαση του αντικατοπτρισμού του βλέμματός τους.
Εδώ κάθε ένας, κοιτάζοντας στον καθρέφτη του, ας ταξιδέψει στο ραντεβού των αναμνήσεών του κατά τη διάρκεια της ζωής του για την επίγνωση και τη συνειδητοποίηση. Το κείμενο σου δίνει αυτή την ευκαιρία.
Ο Βαϊτσαράς το υπαινίσσεται συνειδητά-ασυνείδητα με το λογοτεχνικό του ταλέντου και σκόπιμα με την επιστημονική του γνώση και σκέψη.
Ήρθε η στιγμή να ξανατονίσω την έννοια του διπλού, το μυαλό μου πηγαίνει ξανά στο διπλό και στους αντικριστούς καθρέφτες (εκεί αντικρίζω το βλέμμα του άλλου –εμένα-, νιώθω να με ελέγχει, θυμήθηκα τα βλέμματα της οικογένειάς μου και γενικότερα της κοινωνίας, τα είδα στους καθρέφτες· τα συναισθήματα είναι δύο, ο πανικός και το αντίθετό του, άρα διπλό και αντικριστό).
Το κείμενο μιλάει με τις λέξεις: δύο ονόματα, δύο ηλικίες, δύο όμοια σπίτια, η ελευθερία και η ανάσταση, οι τραυματικές και οι ευτυχισμένες εμπειρίες, τέλος η ζωηράδα της νεότητας και η ανημποριά της γεροντικής ηλικίας (της ΔΥΣΗΣ) όπως το αναφέρει ο ποιητής. Πώς και πόσο επηρεάζουν όλα αυτά; Όταν τα σκεφτούμε, αν τα σκεφτούμε; Ας διαβάσουμε το μυθιστόρημα…
Οι μυθοπλασίες ή οι ιστορήσεις των ιστοριών, ο τρόπος που διηγείται και περιγράφει ο Γιάννης Βαϊτσαράς προσδιο-ρίζουν την ποιότητα του κειμένου, την βιωματικότητα, την ένταση της ψυχής του και δείχνουν την συγκίνησή του στα βιώματά του, στις αναμνήσεις του, ιστορίες και παραμυθίες που έχει ακούσει ή βίωσε στην πολύ μικρή του ηλικία. Όλα αυτά αφομοιώθηκαν και δημιούργησαν έναν ευαίσθητο ψυχι-σμό, έναν ειλικρινή χαρακτήρα και με την σύμπλευση της διανοητικής του ποιότητας καθρεφτίζονται στο κείμενο και συγκινούν τον ψυχισμό κάθε αναγνώστη υγιούς ψυχοσύνθεσης (το «υγιούς» ας ερμηνευθεί υπό το πρίσμα που παρατηρεί ο πάσα είς), συναναστρέφονται με τις ευαίσθητες πτυχές της ύπαρξής του (σελ. 113).
Οι παρατηρήσεις του ψυχαναλυτή και αρχιτέκτονα δεν περιορίζονται μόνο στις λεπτομέρειες των χώρων και κατασκευών και στην καταγραφή τους αλλά και στις κοινω-νικές λεπτομέρειες συμπεριφορών (κοινωνικές κακεντρέχειες κλπ., σελ. 134).
Το μυθιστόρημα περιέχει ποικιλία από ιστορίες ψυχικών καταστάσεων με τις αντίστοιχες ψυχαναλυτικές ερμηνείες και τον τρόπο της διαδικασίας, έτσι που ένας αναγνώστης αντιλαμβάνεται τι γίνεται στην ψυχανάλυση, γιατί γίνεται, πώς γίνεται, τι αποτελέσματα έχει και ξεθαρρεύει για να κατευθυνθεί και ο ίδιος προς την ψυχανάλυση και να θεραπευθεί αν υπάρχει ανάγκη.
Λογοτεχνικά κατά την ικανότητα της εκτίμησής μου έχει ωραιότατα γυρίσματα από το ένα θέμα στο άλλο, από την κατάσταση έντασης στην ηρεμία και το αντίστροφο, με μεγάλη ευρηματικότητα στη λεκτική, στην έκφραση, στην απόδοση του θέματος για την αλλαγή. Έχει στις περιγραφές ωραίες παρομοιώσεις, συγκρίσεις, παραπομπές, αποχρώσεις, υποχρώ-ματα των λέξεων που διαμορφώνουν την λογοτεχνική ομορφιά της διατύπωσης και το κείμενο ζωντανεύει και σου δημιουργεί βιωματικές διαδικασίες μιας εικονικής πραγματικότητας (σελ. 222, 233). Τώρα και κάτι προσωπικό μου: Ιδιαίτερο ενδιαφέ-ρον για μένα έχει ένα κομμάτι δυόμισι σελίδων (187-189) το οποίο εγώ θεωρώ «ΥΜΝΟ ΣΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ».
Στις γραμμές αυτές των δυόμισι σελίδων συνδυάζεται αρμονικά η φθορά με την αφθαρσία. Με αφορμή αυτό το κειμενικό του κομμάτι, το εξομολογούμαι πως είμαι πολύ χαρούμενος που γέρασα, κάτι που από πολύ μικρή ηλικία το ήθελα για τους δικούς μου, ψυχαναλυτικού ίσως ενδιαφέρο-ντος, λόγους.
Ευχαριστώ τον φίλο μου Γιάννη που μου (χάρισε) αυτόν τον ύμνο ως λογοτέχνης, ποιητής και ψυχαναλυτής. Πραγμα-τικά αυτή είναι η αξία της τέχνης.
Και προχωρώ γιατί θέλω να πω περισσότερα, ο ψυχα-ναλυτής Βαϊτσαράς εισχωρεί στα άδυτα των ψυχών των ηρώων του, διατρέχει τις γέφυρες που διαπερνούν και συνδέουν με αλληλεπιδράσεις τις τραυματισμένες και αλληλοτραυματισμέ-νες ψυχικές καταστάσεις. Το πιο σημαντικό για μένα είναι πως αυτές οι ψυχές συνδέονται είτε με τα λεγόμενα «δεσμά των δεσμών αίματος» ή με τα αναζητούμενα και αναγκαία δεσμά (δεκανίκια): γνωριμίες, φιλίες, συνυπάρξεις και γενικότερα επικοινωνίας για να ανεβούμε τον Γολγοθά των Γολγοθών της ύπαρξής μας.
Πείθομαι πως ο Βαϊτσαράς είναι ψυχο-δύτης αλλά και πλέκτης, πλέκει με την τέχνη του λόγου του τις ψυχοανακα-λύψεις που δημιουργούν στον αναγνώστη το ενδιαφέρον να συνεχίσει με την συγκίνηση, το ενδιαφέρον, την ένταση αλλά και την χαλάρωση από την ανάγνωση της διήγησης (π.χ. σελ. 218-216).
Το μυθιστόρημα, μου άρεσε, γι’αυτό και εξέφρασα αυτά που ένιωσα, με το πώς τα ένιωσα, με τον τρόπο που μπόρεσα να τα εκφράσω. Μου άρεσαν η απόδοση της λογοτεχνικής παραμυθίας, οι περιγραφές, οι ιστορήσεις με κομμάτια συναι-σθηματικά, τρυφερά, ρομαντικά που σε συγκινούν και που φτάνουν στο στόχο τους, την ψυχαναλυτική ερμηνεία. Οι περιγραφές της φύσης, όταν υπάρχουν, είναι γλαφυρές, ζωντανές, νοσταλγικές, σε γοητεύουν, σε κάνουν να επιθυμείς να τις βιώσεις κι εσύ.
Ο τρόπος γραφής και η απόδοση σε αναγκάζει να το διαβάσεις για να ιστορήσεις και εσύ στα άδυτα και στα ανείπωτα της ψυχής, της ψυχής σου, στο ασυνείδητό σου, στα ανεκπλήρωτά σου, στα κενά της ύπαρξής σου, αν βέβαια ενδιαφέρεσαι και δεν φοβάσαι.
Από την άλλη μπορεί να το διαβάσει ευχάριστα αλλά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, (να τον συνεπάρει), κάποιος βιτρινολάτρης αναγνώστης στην παραλία, την ώρα του καφέ, πριν τον ύπνο του για νανούρισμα γιατί θα τον συγκινήσει, θα τον χαλαρώσει, θα του αποσπάσει τις κακές σκέψεις, θα ταυτιστεί, θα φαντασιωθεί και τελικά θα κοιμηθεί! Υποθέτω όταν ξυπνήσει θα το συστήσει το ωραίο αυτό μυθιστόρημα στον φίλο, στον γείτονα, στη γειτόνισσα στους γνωστούς του αλλά και σε κάποιον που από κουτσομπολιό κάτι θα ξέρει (δεν είσαι μόνο εσύ).
Τώρα που τελείωσα το διάβασμα ή την μελέτη ή την ανάγνωση ή την απαγγελία του μυθιστορήματος γιατί μπορώ  να σας διαβεβαιώσω, για την συγκίνηση, τη νοσταλγία, τις μνήμες, την ένταση, το πέρασμα του χρόνου, το παρελθόν του χρόνου, τη φθορά, το γήρας, τις ερείπιες αρχιτεκτονικές κατασκευές, «το αρχοντικό ερείπιο είναι μεταμορφωμένο σε μία ολοζώντανη ζωγραφιά ρομαντικού καλλιτέχνη (σελ. 29..) Οι ερείπιες βιωμένες καταστάσεις, τα ανεκπλήρωτα, τα εκπληρωμένα, η τρυφερότητα, οι έρωτες, τα εγκώμια, ο πόνος, ο πόθος, η γαλήνη είναι εκφράσεις της ζώσας ύπαρξης, της ζωής, άλλωστε (η ζωή είναι μικρή κι’ όποιος δεν τη ζει πικρά μετανοεί) όπως λέει και το άσμα μιας άλλης ανθρωπινότερης  εποχής.
Τέλος μου μένει ένα ερώτημα, τι είναι ο Γιάννης Βαϊτσαράς; Αρχιτέκτονας, ψυχαναλυτής, σεναριογράφος, μυθιστοριογράφος; Γιατί όλα τα βιβλία του περιέχουν και τα τέσσερα αυτά ταλέντα! Είναι μία προσωπικότητα με τέσσερα στοιχεία σε μία.
                                    ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ
                                           ΙΟΥΝΙΟΣ 2016 
   

    

5. ΑΓΑΠΗΤΕ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ Ψ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΜΟΣ»



Αγαπητέ φίλε Γιάννη Βαϊτσαρά,

κριτικός λογοτεχνίας δεν είμαι
βιβλία λογοτεχνίας κρατώ
κριτικές δεν εκφράζω
συναισθήματα κρατώ και
τις απόψεις μου τις λέω

με τον κοντυλοφόρο που κρατώ,

Αρχίζω την ανάγνωση, εγκλωβίζομαι σε ένα περιβάλλον χρονικό, χωρικό, συναισθηματικό, γοητευτικό, λογοτεχνικό αλλά και ψυχαναλυ-τικό που τόσο αγαπώ (από μικρός).

Ανεπίτρεπτα!!! νομοτελιακά πλανώμαι στις σκέψεις, στα συναισθήματα, στην παραμυθία της έμπνευσης του συγγραφέα, τόσο πολύ σπάνια μου συμβαίνει.
Το ταξίδι αρχίζει και καταγράφω τις σκέψεις μου, τα συναισθή-ματά μου και τη χαρά μου. Λέω λοιπόν.
Ο συγγραφέας παρατηρητικός στις σε παρένθεση αμελητέες λεπτομέρειες, που όμως σου αποδίδουν την σκηνογραφική απόδοση του περιβάλλοντος χώρου και χρόνου, σε βάζει στο χώρο και χρόνο που σε οδηγεί το κείμενο.
Έχει σπάνιες περιγραφές αντιδράσεων των προσώπων π.χ. κινη-σιολογικές αντιδράσεις ψυχικών καταστάσεων από διάφορες αφορμές όπως το σιάξιμο των μαλλιών με το ένα ή και τα δύο χέρια, γίνεται έτσι μία κινησιολογική θεματικών αντιδράσεων θα το έλεγα από φόβους, πανικούς, αμηχανίες, αγωνίας, αίσθημα έρευνας, π.χ. κινήσεις εκτόνωσης για το αίσθημα αποφυγής της καταστροφής. Με γοητεύει η αρχιτε-κτονική απόδοση των έντονων στιγμικών αντιδράσεων που μας διαπερνούν όλους σε κατάσταση αδυναμίας.
Οι περιγραφές των ψυχικών αντιδράσεων, που εκφράζονται με τη σκέψη σαν απόφαση, είναι επίσης με λεπτομέρεια, με τις σχετικές αποχρώσεις, με την καταλυτική αναγκαιότητα της στιγμής αλλά και με προοπτική αποφασιστικής στόχευσης.
Η γραφή του Γιάννη Βαϊτσαρά έχει μια ιδιαίτερη γοητεία από όλους τους λίγους συγγραφείς του είδους, που έχω διαβάσει, γι’αυτό και συγκινούμαι με όλα του τα βιβλία και γι’αυτό έχω την ανάγκη να το εκφράζω σε κάθε βιβλίο του. Επίσης θαυμάζω και συμφωνώ με την έκφραση της ρεαλιστικότητας, του απόλυτου ρεαλισμού για τη ζωή, τη διαδικασία της και το θάνατο (σελ. 26-27).

Απόλαυσε, λοιπόν, μια κοινότατη απλή μέρα, όπως γίνεται πολλά χρόνια τώρα, που ζει μέσα στην απόλυτα καθησυχαστική και ξεκούραστη «γυάλα» της καθημερινότητάς του. Τα γηρατειά δεν τον αφορούν προς το παρόν, θα έλεγε δε ευχαρίστως πως τα εβδομήντα είναι η νεότητα του γήρατος. Έχει μπρο­στά του αρκετό καιρό για να σκεφτεί, αν χρειαστεί, την απόσυρση και την πλήξη της τρίτης ή και της τέταρτης ηλικίας.
Έτσι πέρασαν οι ώρες του, ακούγοντας προβλή- ματα και αδιέξοδα ανθρώπων πολύ νεότερων από κείνον που ψάχνουν στο γραφείο και στο ντιβάνι του ανακούφιση και σιγουριά. Νομίζει πως ψάχνουν προπαντός ελπίδα και διαβεβαίωση πως μπορούν ακόμη να αναμετρηθούν με τον απάνθρωπο και απόλυτο άρχοντα του χρόνου και της ζωής. Με τον  παντοδύναμο και αμείλικτο θάνατο.
Όλα τούτα όμως ήταν προγράμματα αυθαίρετα, πλάνα εγωκεντρικά, αγνοώντας τη δύναμη και την τεράστια σημασία που μπορεί να έχει ο «άλλος» στη ζωή μας.

Ο «ΑΛΛΟΣ» πεζή, συμβολική, σημαντική, κομβική, καθοριστική, γι’αυτό άλλωστε τη χρησιμοποιεί ο ψυχαναλυτής γραφέας του βιβλίου. Στο διάβασμα της λέξης ταράχτηκα, συγκινήθηκα έντονα, μου ανέβηκαν μερικοί λυγμοί, ένιωσα να βρίσκομαι και εγώ στο ντιβάνι, δεν πρόλαβα να σκεφτώ την αυτοανάλυσή μου που με οπλίζει όλα μου τα χρόνια,  μέχρι προ ημερών, συναπτά εξήντα τέσσερα, διολίσθησε η ψυχή μου στις αποχρώσεις, όχι του γκρι αλλά το «Ο ΑΛΛΟΣ», ο κοινωνικός, ο βιωματικός, ο άλλος του καθρέφτη, ο άλλος στο βλέμμα του άλλου, ο άλλος στα βλέμματα των άλλων…, ο άλλος της ζωής, ο άλλος του ερωτισμού, ο άλλος του έρωτα, ο άλλος του πόθου, ο άλλος του πάθους, ο άλλος της νεκροφάνειας, ο άλλος του θανάτου.

Προχωρώντας το διάβασμα βρίσκω ότι ο Βαϊτσαράς έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει, να εκφράζει και να μεταδίδει την έννοια του δώρου, το δώρο το πραγματικό, το άϋλο της ψυχής, του αισθήματος, του έρωτα, του άϋλου και πραγματικού, της πραγματικής αγάπης της ζωής, το διαπιστώνω διαβάζοντας τις σελ. 30-31, το ανείπωτο, το ανέκφραστο αλλά ζωντανό, πραγματικό. Στην πορεία ο πρωταγωνιστής ανακαλύπτει το πρόβλημα.   

Αυτό ακριβώς θεωρεί πως είναι το πρόβλημα! Η ηλικία, ο χρόνος που περνάει ερήμην μας, και μαζί του έρχονται και φεύγουν οι μόδες και οι συνήθειες. Τα τατουάζ όμως μένουν, κι όταν τα χρόνια περά­σουν, στο γερασμένο κωλαράκι της Εβίτας του θα μείνει ρυτιδιασμένη η δική του σφραγίδα, που εκείνη, σε μια ερωτική τρέλα της νεότητας, κόλλησε ανε­ξίτηλα, εν αγνοία του.
Εδώ το συνειρμηκοφόρο μυαλό μου ταξιδεύει στις παροιμίες, συμπυκνώσεις του θυμοσόφου λαού:
-       τα χρόνια φεύγουν σαν νερό και οι μήνες σαν διαβάτες
-       τώρα που η θάλασσα έγινε γιαούρτι δεν έχουμε κουτάλια
-       κάθε πράγμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο
Αλλά τι λέει και το άσμα το παλιό το πολύ παλιό, το γεμάτο εμπειρία αλλά και συγκίνηση του Αττίκ.
Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
μαραμένα και τα γιασεμιά
μαραμένες και οι ελπίδες μου όλες
στης ψυχής μου τη μαύρη ερημιά.
Εδώ στο κείμενο ή με αφορμή το κείμενο, κοιτάζοντας προς τη δύση, η δύση μας προβάλλει στην οθόνη της ζωής μας συγκίνηση, νοσταλγία, τρυφερότητα, δάκρυα. Αυτά είναι τα άνθη του κακού, της ύπαρξής μας, για σκεφθείτε αν δεν έχουμε βιώσει όπως οι πρωταγωνιστές μας, έστω, κάλιο αργά παρά αργότερα, για να αποχωρήσουμε ήρεμοι και χορτάτοι.
Ο ψυχαναλυτής Βαϊτσαράς ασχολείται βέβαια και με την ορμή της ζωής, του ενστίκτου και το σεξουαλικό αντικείμενο, την ζωοφόρο πηγή της ψυχής και του πνεύματος.
Φυσικά, ο νους του πάει στην Εβίτα. Αν θέλει να είναι ειλικρινής, πρέπει να το ομολογήσει:Σε αυτήν και μόνο σε αυτή χρωστάει τη νεότητα που αισθά­νεται! Όταν αγκαλιάζει το σώμα της, ξεχνάει εντε­λώς ηλικίες, γεράματα, θανάτους. Παίρνει τόση θέρμη, τόση αγάπη, τόσο πάθος, που εκείνη την ώρα θα στοιχημάτιζε πως όλοι οι καθρέφτες του κόσμου τρελάθηκαν, πως είναι ένας ακμαίος και δυνατός νέος άντρας, πως έχει μέσα κι έξω του την ορμή του νεαρού εραστή. Κι αυτό είναι ανεκτίμητο. Είναι ένα πολύτιμο και αμύθητο δώρο. Το ακριβότερο που θα μπορούσε να του δώσει άνθρωπος σ' αυτή τη γη. Για να ακριβολογεί, δεν είναι αυτό το δώρο της. Το πραγματικό δώρο είναι πως δεν νιώθει να του προ­σφέρει, να του δωρίζει κάτι. Είναι ανάγκη της, είναι επιθυμία της να τον αγκαλιάζει έτσι.
Ο λογοτέχνης Βαϊτσαράς μας αποδίδει με σαφήνεια και ρεαλισμό τις ψυχικές αντιδράσεις, τις τρυφερές εκφορές του λόγου των λεχθέντων καθώς και τις τσαχπινογαργαλιές των παρθενικών νεανικών σκέψεων και των σωματικών εκφράσεων για τον επιθυμητό σκοπό. Ταξιδεύει σαν, ας πούμε τον Οδυσσέα, εκφράζει την περιπέτεια και επανέρχεται στην νηνεμία, στο χτίσιμο του μυθιστορήματος, ένα πολύ όμορφο παιχνίδισμα μεταξύ ψυχανάλυσης και λογοτεχνίας, σε ταξιδεύει σε περιοχές, σε μνήμες, σε οικεία περιβάλλοντα για όσους έχουν βιώσει ανάλογα αλλά και για όσους δεν βίωσαν, τους παρασύρει, πιστεύω, σε μια άϋλη μυθοπλασία και άϋλη νοσταλγία, σαν αυτό που πολλές φορές ακούω αυτά τα χρόνια της ύπαρξής μου από διάφορους φίλους, γνωστούς και αγνώστους: «Μακάρι να είχα εγώ μία πατρίδα, μία καταγωγή από επαρχία, από χωριό».
Είναι ένα μυθιστόρημα για όλους, για όλους τους χαρακτήρες, για ευαίσθητους, για γαϊδάρους, για εγωκεντρικούς, για αρχηγικούς, για μονήρεις, για κοινωνικούς, για ιδιότροπους, για θρασείς, για μανιακούς, για νευρικούς, για νευρωτικούς, όλοι θα γαληνέψουν.
Η ιδιαίτερη ευαισθησία του ψυχαναλυτή, παρατηρεί και εκφράζει και αποδίδει, με τον πιο έντονο τρόπο, τον αποχωρισμό, τον χωρισμό που μέσα του περικλείει την ψευδαίσθηση που λέγεται, κατά την γνώμη μου, ελπίδα, το γνωστό «εις το επανιδείν», το γράφει στο κείμενο.
Το παλιό, μία λέξη χαρακτηριστική του κειμένου, επαναλαμβά-νεται, τονίζεται, αφήνει ερωτήματα, πιστεύω πως είναι μία λέξη κλειδί του ψυχαναλυτή, το παλιό εμπεριέχει, δίχως να μας μιλάει, σαν λέξη περνάει, αβρόχοις ποσί, στην καθημερινότητά μας και όμως κρύβει έννοιες που αναπτύσσονται διεξοδικά και ουσιαστικά στο μύθο και  το ιστόρημα, πιστεύω το αρχιτεκτονεύει ο Βαϊτσαράς, μην ξεχνάμε είναι και αρχιτέκτονας, ανοίγω την πύλη της έννοιας παλιό και σκέφτομαι λέξεις και έννοιες από συνηθισμένες, πρωταρχικές μέχρι τις επόμενες: «παλιό», άχρηστο, κατεστραμμένο, για πέταμα, χρησιμοποιημένο, κάποτε χρήσιμο, αξίας του τότε, το περασμένο, το βιωμένο της ψυχής μας, αυτό που βιώσαμε, η νοσταλγία μας, ο νόστος αυτό που χάσαμε, η ζωή μας, τα νιάτα μας, ο έρωτάς μας, οι επιθυμίες μας, η ορμή της ζωής μας, τα όνειρά μας, οι αναμνήσεις, οι συγκινήσεις, οι φαντασιώσεις. Όλα γίνονται σημεία αναφοράς για την εξέλιξη της ψυχαναλυτικής οπτικής, για την εξέλιξη του λογοτεχνήματος αλλά και κλωστές για το λογοτεχνικό κέντημα αυτού του απλού και ευαίσθητου ανθρώπου, που δίνει πιστεύω αφορμή σε κάθε αναγνώστη να του κινητοποιήσει τις ευαίσθητες ψυχικές του χορδές και την πνευματική του ικανότητα προς την κατεύθυνση προσωπικών του προβληματισμών, συνειδητοποιήσεων για αυτοψυχανάλυση, καθώς και την ευρύτητα της οπτικής του για τους κοντινούς του ανθρώπους, ας το πούμε μια εξάσκηση ψυχαναλυτικής παιδείας ώστε κατανοώντας να απομακρύνεται από τις στείρες κοινωνικές κατευθύνσεις.
Ο Βαϊτσαράς αναδεικνύει την καλότητα, τον ανθρωπισμό, τη δημοκρατικότητα, το όραμα, τον οραματισμό αλλά και την καριέρα για ένα κόσμο ανθρώπινο, με ευαισθησία και ρομαντισμό, γι’αυτό πιστεύω πως αιωρείται στο πέλαγος των αναμνήσεων (σελ. 56).
Στη συνέχεια το τοπίο αλλάζει. Στο κεφάλαιο «ΤΕΣΣΕΡΑ» προδημοσιευμένο απόσπασμα που το ονόμασε «ΧΟΡΟΕΣΠΕΡΙΔΑ» για το παλιό, είναι συμπυκνωμένη όλη η γοητεία, η ένταση, η αλήθεια για τη ζωή, για τον πλατωνικό έρωτα, τον άϋλο, τον ανεκπλήρωτο, που σε αφήνει όρθιο ως στήλη άλατος.
Σημειολογικά οι λέξεις, τα ονόματα, η κατάσταση που χρησιμοποιεί οδηγούν τον αναγνώστη, συνειρμικά, σε οικείες, δικές του αναφορές. Μου αρέσουν τα ιντερμέδια τα λογοτεχνικά, μακριά από έντονα ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Χωρίς να είμαι κριτικός λογοτεχνίας,  βλέπω πως υπάρχουν υπέροχες παρεμβάσεις, απροσδόκητες, απρόσμε-νες και χαρούμενες και ευχάριστες, που σπάζουν την αγωνία της ροής της ιστορίας (σελ. 109).
Στο κείμενο υπάρχει συνδυασμός διαφόρων στοιχείων με διεισδυτική οπτική στις λεπτομέρειες, μία ανατομία των καταστάσεων (σελ. 118-119), η λεπτομέρεια στον τρόπο γραφής σε συγκινεί ιδιαίτερα, σε εκπλήσσει, σε ξαφνιάζει, σου δίνει βιώματα και θύμισες δικές σου, αν έχεις, εγώ έχω.
Στο βιβλίο αυτό βρίσκεις μία γλυκύτητα στις περιγραφές, στις διηγήσεις, μία νοσταλγικότητα, αν μάλιστα έχεις βιώσει κάποιες, κάπου, κάποτε, μικρός, όπως ο γράφων, πριν πενήντα περίπου χρόνια, αν πάλι δεν έχει βιώσει ορισμένες τέτοιες καταστάσεις ή δεν έχεις τέτοιου είδους φαντασία που να ονειροπολείς όνειρα, θα είναι σαν όσους προσπαθούν να συμβουλέψουν γονείς με κλήρια, ενώ αυτοί είναι άκληροι.
Ο Βαϊτσαράς καταγράφει τα έντονα συναισθήματα στη διαδικασία της ύπαρξης, της ζωής με απόλυτα ψυχαναλυτικό τρόπο, τον απόλυτα συλλεκτικό τρόπο αλλά και τον απόλυτα λογοτεχνικό τρόπο, περιγράφει τα παρασκήνια της ζωής, των βιωμάτων, των χαρακτήρων, των αντιδράσεων, με λίγα λόγια του δράματος της ύπαρξης και του ψεύδους της ζωής, γι’αυτό μην το διαβάσουν οι ψευδολάτρες, οι ψευτοχαρού-μενοι, οι χαχανιστές. Στη ζωή και τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα εμπεριέχουν το δράμα, τη θλίψη, την υποφορά. Ωστόσο και αυτοί θα πούνε πως είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο, μας αποδίδει, μας ιστορεί γεγονότα, παραδείγματα, ψυχαναλυτικές πορείες περιπτώσεων, ρεαλιστικών καταστάσεων. Εγώ θα ονόμαζα το βιβλίο «βιβλίο πρακτικής ψυχανάλυσης γιατί κατανοούμε πλήρως θεωρίες του παππού Φρόιντ.
Το βιβλίο επίσης το θεωρώ με μεγάλη συγκίνηση πως είναι ένα βιβλίο ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης, για τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στις σχέσεις των ανθρώπων και την εξέλιξη του οδοστρωτήρα του χρόνου.
Στη συνέχεια το τοπίο αλλάζει, η ιστορία εξελίσσεται σε διάφορες εντάσεις, σε διάφορες εκφάνσεις, σαν ζωντανή διαδικασία,  καθημερινότητα, ψυχρή, ρεαλιστική, συνηθισμένη, άχρωμη και άγευστη, όπως ακριβώς η πραγματικότητα, αυτό που λέμε πεζό, της ύπαρξής μας να συνεχίσουμε την καθημερινότητα.
Τότε είναι η ώρα της αλήθειας, όχι η αλήθεια της ψυχανάλυσης αλλά αυτή της διαδικασίας της ζώσας ύπαρξής μας.
Έτσι ο ψυχαναλυτής συγγραφέας φέρνει σε προβολή το ασυμβίβαστο της ψυχανάλυσης με την γραφή, αντιγραφή της ψύχρας του πράγματος στο γραπτό λογοτεχνικό λόγο, που σε κάνει να μειδιάσεις, να μείνεις αμήχανος, να αδιαφορήσεις ή να νιώσεις εχθρότητα. Ο συγγραφέας μας λέει «κάποια στιγμή η αλήθεια θα λάμψει και μαζί της η τιμωρία» (σελ. 207) γιατί, ως γνωστόν, η αλήθεια είναι πικρή.
Η ιστορία στην απόλυτη ρεαλιστικότητα της καθημερινότητας, ως εξιστόρηση, σου δημιουργεί ενδιαφέρον για την εξέλιξή της, επισημαίνει τις διαφορές των χαρακτήρων, τις εντάσεις, τις συνέπειες των παρελθουσών, ανεξίτηλων τελικά, ψυχικών σφραγίδων (σελ. 215-216).
Περιγράφει το τέλος του βιώματος, το ρεαλισμό, (η ζωή συνεχίζεται με δικό της ρυθμό), οι προσωπικές διακυμάνσεις είναι μέσα μας ιδιωτικές, η καθημερινότητα είναι το καταπραϋντικό και ο χρόνος  είναι ο καλύτερος γιατρός.
Βρίσκω την αλλαγή του τοπίου ενδιαφέρουσα σαν να είναι ένα άλλο μυθιστόρημα στο ίδιο μυθιστόρημα .
Υπάρχει αποσυμφόρηση της έντασης, ο πανδαμάτωρ χρόνος, ο οποίος όμως αφήνει τα ίχνη του, τις αναμνήσεις και τη νοσταλγία. Εκ του νόστου, από το νέομαι και το νοστέω, επιστρέφω (στην ορμή της ζωής, στον πόθο, στο πάθος, στον έρωτα) και το άλγος, ο διάχυτος πόνος της ψυχής αλλά και του σώματος, άλλωστε γι’αυτό νιώθεις και χαρούμενος. Ας σκεφθεί κανείς, αν δεν υπήρχε το άσπρο και το μαύρο, πώς θα ένιωθε, πώς θα αντιδρούσε, τί θα γινόταν, τί θα χρειαζόταν, μήπως αντί ψυχαναλυτή θα χρειαζόταν ψυχίατρο ή νευρολόγο για να μην αποθρασυνθώ και προτείνω την πουκαμίσα με τα μακριά μανίκια;
Στο ταξίδι μου μέσα στο μυθιστόρημα έζησα συγκλονιστικές εικόνες, καταστάσεις, συγκινήσεις, εμπνεύσεις, συναισθηματικά βιώματα, θαυμασμούς και σκέφθηκα τι άλλο καλύτερο αξίζει σ’αυτή τη θλιβερή μας ύπαρξη από ένα τέτοιο ωραίο βιβλίο και γιατί; γιατί μπορείς να το ξαναδιαβάσεις, να το ξαναδιαβάσεις, δεν χάνεται, δεν φθείρεται, δεν ξεχνιέται, σε παρηγορεί έστω και να στέκεται σιωπηλό στη βιβλιοθήκη σου και να σε αναζητά όταν θες να βιώνεις μαζί του την ένταση του έρωτα.
                                             Για άλλη μια φορά
                                      Ευχαριστώ τον λογοτέχνη και
                                           φίλο Γιάννη Βαϊτσαρά
Σεπτέμβριος 2016

Διονύσης Παπακώστας