Σάββατο 23 Μαΐου 2015
Δευτέρα 11 Μαΐου 2015
Η προβολή
Όπως κάθε βράδυ εργάσιμης μέρας, μετά τις συνεδρίες του, ο Νικηφόρος Φωκάς χρειάζεται επειγόντως ένα δυνατό αλκοολούχο ποτό. Συνήθως στη δεύτερη γουλιά, έχει ξαναβρεί την καλή, ισορροπημένη του διάθεση. Απόψε όμως τα πράματα είναι πιο δύσκολα. Αμφισβητεί σθεναρά την άποψη του ποιητή πως ο αλκοολισμός θα αποδειχθεί ευσπλαχνικός και αποτελεσματικός στην παρούσα κατάσταση.
Και η κατάσταση του ψυχαναλυτή σήμερα χρήζει διαύγειας και ψυχραιμίας.
Του συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρα ανησυχητικό που, αν και υποψιασμένος, έχει μείνει κατάπληκτος, άφωνος, και εξαιρετικά δύσθυμος.
Εντάξει, ξέρει πια πως συμβαίνει (και θα συνεχίσει να συμβαίνει), εμπλοκή ανάμεσα στην επαγγελματική του δραστηριότητα και την προσωπική του ζωή. Τα ζει στο πετσί του όλ’ αυτά, τα έχει σκεφτεί, επεξεργαστεί διεξοδικά κατά καιρούς, έχει συνθηκολογήσει με την ιδέα πως θα εμφανίζονται περιστατικά στο γραφείο του που θα αναφέρονται σε ανθρώπους που γνωρίζει, που αγαπάει ή που αντιπαθεί. Όμως σήμερα, η συνεδρία των οκτώ, τον ταρακούνησε, τον «συγκλόνισε» θα έλεγε, αν επρόκειτο για λογοτεχνικό ή θεατρικό έργο. Και από τότε ως το τέλος της δουλειάς του ήταν σε υπερδιέγερση. Κινδύνευε να αφεθεί σε μια θάλασσα απελπισίας, ανίκανος να διαχειριστεί την υπόθεση.
Η οποία, υπόθεση, έχει ως εξής:
Στις οκτώ δέχτηκε τον κύριο Απόστολο. Έναν κύριο που, κατά τον Φωκά, έχει την ηλικία του πατέρα του, ζυγώνει τα εβδομήντα. Συμπαθής και καλοντυμένος, αποπνέει έναν αέρα σιγουριάς, αυτοπεποίθησης και άνεσης στους τρόπους.
Εκφράζεται όμορφα, διατυπώνει εύστοχα τις σκέψεις και τις ιδέες του. Για ένα μεγάλο μέρος της ώρας, ο ψυχαναλυτής αναρωτιέται τι γυρεύει στο γραφείο του, ο κύριος Απόστολος. Κανένα σημαντικό σύμπτωμα, καμιά διαταραχή αξιοπρόσεκτη, φοβίες, καταθλίψεις και εμμονές δεν μοιάζουν να ταλαιπωρούν στο ελάχιστο τον νεοφερμένο του ασθενή.
Μάλιστα, σ’ αυτή τη σκέψη, ο Νικηφόρος χαμογέλασε. Να κι ένας ασθενής δίχως ασθένεια! λέει μέσα του, περιμένοντας να περάσουν έτσι ανώδυνα τα σαράντα πέντε λεπτά της συνεδρίας, με τον ασθενή να μιλάει ευχάριστα και τον αμίλητο αναλυτή να ακούει.
Όμως, όπως συχνά γίνεται στη ζωή, η καταιγίδα ξέσπασε δίχως προειδοποίηση. Την στιγμή λοιπόν που αναρωτιόταν πώς θα κλείσει αυτή την πρώτη συνάντηση (απόμεναν τέσσερα λεπτά), το χαμόγελο παγώνει στα χείλη τού κύριου Απόστολου και ο θεραπευτής τον ακούει να του απευθύνει την ερώτηση:
-Την αγαπάτε την Έλλη;
Ο Φωκάς αναδεύεται στην πολυθρόνα του, σε πλήρη ανικανότητα να κρύψει την σύγχυσή του.
Όπως ξέρουμε, οι ψυχαναλυτικές συνεδρίες δεν είναι συζητήσεις σαλονιού. Αν ήταν, ο Φωκάς θα άναβε τσιγάρο, το ενδιαφέρον του θα χτυπούσε κόκκινο, ίσως και να διασκέδαζε με την κατάσταση, θα έβρισκε μάλλον κάτι εύστοχο να απαντήσει, και κυρίως, να ζητήσει τον λόγο της ερώτησης. Όμως δεν είμαστε στο σινεμά, ούτε σε μυθιστόρημα. Οι συνθήκες και ο χρόνος πιέζουν. Είναι οκτώ και σαράντα δύο, ο επόμενος αναλυόμενος περιμένει ήδη στον χώρο αναμονής, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο με το ντιβάνι είναι αποπνικτική και να, ο άγνωστος καλοντυμένος κύριος, με την απροσδόκητη ερώτηση, ρίχνει μια χειροβομβίδα στο κέντρο του γραφείου.
Περνούν επτά δραματικά δευτερόλεπτα. Ο κύριος Απόστολος έχει κολλημένο το βλέμμα πάνω του, ο αναλυτής βλέπει σαν σε ταινία-σε-ιλιγγιώδη-ταχύτητα αποσπάσματα της εκπαίδευσής του, κυρίως φέρνει στο νου του το πρόσωπο του δικού του αναλυτή. Τι θα έκανε εκείνος; Πώς θα αντιδρούσε αστραπιαία σε μια παρόμοια απίστευτη στιγμή;
Θυμήθηκε:
«Στη δουλειά αυτή, είχε πει ο δάσκαλος, χρειάζεται θράσος. Θράσος και τόλμη. Σε συνδυασμό με αυτοκυριαρχία. Ό,τι κι αν ακούσετε από το στόμα του ανθρώπου που έχετε απέναντί σας, θυμηθείτε, αφορά αποκλειστικά εκείνον και μόνον εκείνον. Εσείς είστε απλά η οθόνη προβολής των δικών του, καταδικών του αδιεξόδων και αγωνιών. Μην επηρεάζεστε! Κρατηθείτε απ’ έξω, ακόμα κι αν δείξει μαεστρία και ταλέντο, προσπαθώντας να σας εμπλέξει δεξιοτεχνικά στην ιστορία της ζωής του».
Φως!
Στις 8κ45 ακριβώς, και την στιγμή που ο ασθενής λέει, -Λοιπόν; Περιμένω!, ο ψυχαναλυτής σηκώνεται, λέγοντάς του:
-Αν επιθυμείτε, μπορούμε να συνεχίσουμε σε μιαν επόμενη συνεδρία. Ίσως γνωρίζετε ήδη την απάντηση, ίσως την υποθέτετε, αυτό θα φανεί. Όπως θα φανεί και η σημασία που έχει για σας αυτό το ερώτημα.
Ο κύριος Απόστολος μαζεύεται ξαφνιασμένος, δεν έχει διόλου πια την μορφή του σίγουρου ώριμου κυρίου, πληρώνει αμίλητος, φεύγει. Μάλλον θυμωμένος, τουλάχιστον αυτό εύχεται ο Νικηφόρος Φωκάς. Διότι, εννοείται πως δεν θα επιθυμούσε καθόλου μιαν «επόμενη συνεδρία», όπως από επαγγελματισμό είπε στον πελάτη του.
Θα μεσολαβήσουν δυο συνεδρίες ως την στιγμή του ευσπλαχνικού αλκοολισμού, ως τη συνάντηση με την Έλλη. Και όλη αυτή την ώρα έκανε ασκήσεις αυτοσυγκράτησης, προσπαθώντας να εξουδετερώσει τα αμέτρητα ερωτηματικά που προκύπτουν.
Κι όταν πέρασε η ώρα της δουλειάς, ένιωθε πια να είναι τόσο «οθόνη» που, σβήνοντας τα φώτα πριν βγει απ’ το γραφείο του, αισθάνθηκε να γράφεται πάνω του, με καλλιγραφικά γράμματα, η λέξη «τέλος».
Η νύχτα με την Έλλη θα είναι μεγάλη και ερωτική, ο κύριος Απόστολος θα έχει πάρει τη θέση του πίσω από την μηχανή προβολής, ακόμα και μέσα σε ένα καυτό κι αδιάφορο κουβούκλιο του σινεμά, αν χρειαστεί.
Ο δε ψυχαναλυτής, βοηθούντος και του ευσπλαχνικού αλκοολισμού που λέγαμε, θα προβάλει με τη σειρά του, το δικό του σενάριο για την ταυτότητα του κυρίου Απόστολου και τις διάφορες εκδοχές τής σχέσης με την αγαπημένη του Έλλη. Σενάριο, που θα κρατηθεί φυσικά μυστικό από κείνη. Οι επαγγελματικές αγωνίες του Φωκά δεν την αφορούν, ακόμα κι αν ο ασθενής, με ταλέντο και μαεστρία, την εμπλέκει στην εισαγωγή τής ψυχοθεραπείας του.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)